Το σκηνικό γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκο. Στα πολιτικά προβλήματα της Γαλλίας έρχεται να προστεθεί εντελώς αναπάντεχα η πολιτική αστάθεια στη Νότια Κορέα—με όλες τις επικίνδυνες προεκτάσεις που μπορεί να προκύψουν από την απρόβλεπτη Βόρειο Κορέα.
Τα οικονομικά προβλήματα της Κίνας σχεδόν ωχριούν μπροστά σ’ αυτά της Γερμανίας, ενώ η οικονομία της Ρωσίας μπορεί να μην καταρρέει, πάντως δεν θα την έλεγες και υγιή. Η εμπορικός πόλεμος ξέσπασε ήδη, με την Κίνα να αντιδρά στους δασμούς του Μπάιντεν απαγορεύοντας την εξαγωγή σπανίων μετάλλων (π.χ. αντιμόνιο). Η Ιταλία ισορροπεί στην κόψη του ξυραφιού.
Ο πόλεμος επανήλθε στην Συρία, όπου εμπλέκονται και οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, με την Τουρκία από κοντά και τους τζιχαντιστές να επανακάμπτουν. Η εκεχειρία Ισραήλ-Χεζμπολάx ίσα που κρατεί – το ξέσπασμα ξανά του πολέμου δεν πρέπει να αποκλείεται. Η Γάζα έχει ξεχαστεί—η πλήρης καταστροφή και το απόλυτα άδηλο αύριο μένουν.
Η Κίνα δοκιμάζει τις Φιλιππίνες, το Βιετνάμ, το Λάος, την Ταϊλάνδη στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας, η Ρωσία τις αντοχές του NORAD στην Αλάσκα και του ΝΑΤΟ στις Βαλτικές χώρες. Ο υβριδικός πόλεμος έχει πάρει σάρκα και οστά με τα καλώδια τηλεπικοινωνιών να αποτελούν τα πρώτα θύματα. Όποιος δεν ανησυχεί κοιμάται ύπνο μακάριο. Όποιος δεν προετοιμάζεται ζει στον δικό του κόσμο. ΚΙ αν έχει θέση ευθύνης, τότε….
Στο σκηνικό αυτό η Ελλάδα εμφανίζεται ως πόλος σταθερότητας. Ως ένα βαθμό ορθά. Τα προβλήματα, όμως, που μας οδήγησαν στην δεκαετία του 2010-2019 μπορεί να μην είναι εμφανή. Βρίσκονται πάντως κρυμμένα πίσω από την πόρτα. Η στήλη κινδυνεύει να γίνει κουραστική, αλλά η εθελοτυφλία είναι πέρα για πέρα επικίνδυνη.
Η κοινωνία στενάζει από την ακρίβεια στα καθημερινά αγαθά, την στέγη που έχει γίνε άπιαστο όνειρο, τις στρεβλώσεις των μονοπωλίων και των ολιγοπωλίων που αποκομίζουν υψηλότατα κέρδη εν μέσω ενός συνόλου ανισοτήτων, την τεράστια καθυστέρηση στην αναμόρφωση του ΕΣΥ, την αδυναμία να λειτουργήσει ένας αποτελεσματικός μηχανισμός αντιμετώπισης καταστροφών, την ακμάζουσα γραφειοκρατία που κοντεύει να πνίξει το ψηφιακό κράτος (και μαζί τον πολίτη).
Εξαγγελίες γίνονται. Μόλις προχθές ανακοινώθηκαν μέτρα για τα υπερκέρδη των τραπεζών (αν και ομολογώ ότι η λέξη υπερκέρδος με μπερδεύει: από ποιο επίπεδο και πάνω τα κέρδη γίνονται υπερκέρδη άραγε;). Η αντιπολίτευση (δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, γιατί άλλη δεν υπάρχει ούτε ως υποψία) δείχνει να υιοθετεί σοβαρές θέσεις. Ορθά, δε, φιλοσοφικά παρατηρεί ότι δεν υπάρχει «συγκυβερνώσα αντιπολίτευση». Το ερώτημα είναι πόσο όλα αυτά μεταφράζονται σε πρακτική επίλυση των προβλημάτων του πολίτη;
Χαρακτηριστικό είναι το θέμα με τις τράπεζες. Η αντιπολίτευση ζήτησε την έστω μικρή (5%) φορολόγηση των κερδών. Η κυβέρνηση το απέρριψε. Ορθά, από την πλευρά της, επικεντρώθηκε στις τρεις μεγάλες αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος: τις αδικαιολόγητα υψηλές προμήθειες, την αδυναμία του χρηματοδοτήσει μικρές (έστω και μεσαίες) επιχειρήσεις διότι δεν θέλει να αναλάβει το ρίσκο και την ανεπάρκεια των εποπτικών κεφαλαίων του. Σωστό το επιχείρημα της Τράπεζας της Ελλάδος (που υιοθέτησε και το υπουργείο οικονομικών) για την αναβαλλόμενη φορολογία.
Μέχρι εδώ καλά. Ο πολίτης, όμως, αναρωτιέται: δέκα χρόνια τώρα ακούμε για την αναβαλλόμενη φορολογία και πληρώνουμε γι’ αυτήν– πότε θα τελειώσει αυτή η ιστορία ώστε να επανέλθει μία μορφή υγιούς ισορροπίας στο τραπεζικό σύστημα; Απάντηση δεν έχει δοθεί. Αν το υπουργείο και η Τράπεζα θέλουν να συμβαδίσουν με το αίσθημα της κοινωνίας ας προσδιορίσουν συγκεκριμένο χρονικό διάστημα για την σταδιακή μείωση μέχρι εξαφάνισης της υποχρέωσης του αναβαλλόμενου φόρου.
Γιατί να αποκομίζουν τα κέρδη οι μέτοχοι και οι μάνατζερ και να σηκώνει όλο το βάρος ο πολίτης; Αντί για φορολόγηση των κερδών με 5% που θέλει η αντιπολίτευση ας υπάρξει υποχρέωση μείωσης του ποσού της αναβαλλόμενης φορολογίας κατά 5% τον χρόνο. Λίγο είναι, με πρόχειρους υπολογισμούς ένα 10% θα άρχιζε να μειώνει το βάρος αλλά, πάντως, φόρος που πρέπει να πληρωθεί είναι αυτός, ας γίνει μία αρχή.
Ηθικά, εξάλλου, οι τράπεζες φέρουν ευθύνη για την αλόγιστη πιστωτική τους επέκταση στην περίοδο 1995-2010, το κράτος ευθύνεται για την αδυναμία του να σώσει τις τράπεζες χωρίς να φορτώσει το κόστος στο δημόσιο χρέος και οι σημερινές διοικήσεις που έχουν στρογγυλοκαθίσει στην μη καταβολή του φόρου.
Θα με ρωτήσετε πως φτάσαμε από το ταραγμένο παγκόσμιο περιβάλλον στις τράπεζες; Η σύνδεση είναι απλή: δεν έχουμε την πολυτέλεια να παρασυρόμαστε από 5-6 καλά χρόνια προόδου, που πάντως δεν μπόρεσαν, δεν πρόλαβαν, να αντιμετωπίσουν διαρθρωτικά γηγενή προβλήματα.
Ακριβώς, δε, επειδή το περιβάλλον μυρίζει έντονα μπαρούτι, καιρός είναι να προετοιμαζόμαστε για τα χειρότερα βάζοντας μία τάξη στα δικά μας πράγματα. Ο τραπεζικός τομέας δεν εκτελεί την αποστολή του. Ας επιχειρήσουμε να διορθώσουμε το πρόβλημα αντί να το μετατοπίζουμε στο μέλλον.
Εξάλλου, όπως έχω τονίσει και σε προηγούμενα σχόλια, χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας η ελληνική οικονομία δεν θα μπορέσει ποτέ να μπει σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης. Τελευταία στοιχεία από τον ΟΟΣΑ δείχνουν εικόνα που χωρίς υπερβολή είναι τραγική. Το 2022 η παραγωγικότητα (ως ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας σε σταθερές τιμές του 2015) είναι ίδια με αυτήν του… 2015!
Συγκριτικά, η παραγωγικότητα μας υπολείπεται κατά 70% της Ιρλανδίας,45% της ευρωζώνης και 35% του συνόλου του ΟΟΣΑ. Όταν έχουμε αυτό το πρόβλημα δεν μπορούμε να προσβλέπουμε σε βιώσιμη ανάπτυξη, σε μείωση των ανισοτήτων, σε πολιτική σταθερότητα, σε κοινωνική συνοχή—ούτε καν στην πραγματική αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας.
Ουαί κι αλίμονο αν έρθει και καμιά βαριά κατραπακιά από το ταραγμένο παγκόσμιο περιβάλλον.
Διαβάστε επίσης
Ο Τσοβόλας, οι φοροφυγάδες και τα νέα όπλα του Πιτσιλή
Τα βαριά πρόστιμα, η υπερβολή στους ελέγχους και το λόγο έχει η Δικαιοσύνη – Αρθρο παρέμβαση