Μόνο οι ξενοδόχοι του Παρισιού αποδίδουν υψηλότερο ποσό για φόρους ανά διανυκτέρευση από την Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Μελετών και Προβλέψεων που παρουσίασε η πρόεδρος του ΙΤΕΠ, Κωνσταντίνα Σβύνου, στη γενική συνέλευση του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου, που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στο πλαίσιο της έκθεσης Xenia.

Τα στοιχεία του ΙΤΕΠ δείχνουν ότι η φορολογική επιβάρυνση του ξενοδοχειακού κλάδου είναι υψηλότερη από τους φόρους που βαραίνουν όλους τους υπόλοιπους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Ο συντελεστής του ΦΠΑ στη διαμονή ανέρχεται στην Ελλάδα στο 13% και είναι ο υψηλότερος στην Ευρώπη, με την Ελβετία να εφαρμόζει το χαμηλότερο συντελεστή 3,7%. Το τέλος ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση φτάνει στην Ελλάδα, συνδυασμένο με το τέλος παρεπιδημούντων τα 16,50 ευρώ ανά διανυκτέρευση και το υψηλότερο εντοπίζεται στο Παρίσι, όπου ανέρχεται σε 22,76 ευρώ. Ενδεικτικά, οι ξενοδόχοι στη Μαγιόρκα υπολογίζεται ότι αποδίδουν 8,80 ευρώ ανά διανυκτέρευση στη Ρώμη 9,5 ευρώ και στο Πόρτο 4 ευρώ.

Το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο καταγγέλει τον αποκλεισμό των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων από χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως είναι ο αναπτυξιακός νόμος, που λαμβάνει χώρα την ίδια ώρα. Το 81% των αιτήσεων του κλάδου για ένταξη στον αναπτυξιακό νόμο αποκλείεται και τις περιφέρειες Δυτικής Ελλάδας, Δυτικής Μακεδονίας, Βορείου Αιγαίου και Πελοποννήσου η κατανομή δημόσιας δαπάνης είναι μηδενική ή σχεδόν μηδενική, ενώ υπό έγκριση βρίσκονται 162 επενδυτικά σχέδια με δημόσια ενίσχυση 254 εκατομμύρια ευρώ.

Η φορολογία δεν είναι το μοναδικό που απασχολεί τον κλάδο. Κρίσιμες παραμένουν για τους ξενοδόχους οι ελλείψεις σε προσωπικό, καθώς το 34% των συμμετεχόντων σε έρευνα του ΙΤΕΠ δήλωσε ότι δε μπορούσε να καλύψει τις κενές θέσεις εργασίας. Οι μεγαλύτερες ελλείψεις είναι ορατές στα νησιά του βορείου Αιγαίου και στην κεντρική Ελλάδα (εξαιρουμένης της Αττικής), όπου το ποσοστό των θέσεων εργασίας που δεν καλύφθηκαν ανέρχεται σε 45,4% και 47,7%, αντίστοιχα. Τα περισσότερα ξενοδοχεία που ήρθαν αντιμέτωπα με το ζήτημα των κενών θέσεων εντοπίστηκαν στα νησιά του νοτίου Αιγαίου (39,8% επί του συνόλου του ξενοδοχειακού δυναμικού), στο Ιόνιο (38,3%) και στην Κρήτη (36,8%).

Υψηλότερη κατά 46% η διάμεση τιμή τον Αύγουστο σε σχέση με πέρσι

Παρά τις παθογένειες που καταγγέλουν οι φορείς του κλάδο, σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε το πρώτο τρίμηνο του 2024, το 41% των ξενοδόχων εκτιμούσε αύξηση τζίρου σε σχέση με το 2023, όταν το 46% εκτιμούσε ότι οι κρατήσεις θα παραμείνουν στα επίπεδα της περσινής χρονιάς. Επίσης, καταγράφηκαν εκτιμήσεις για αύξηση της τιμής πώλησης δωματίου ξενοδοχείου κατά 10%. Είναι χαρακτηριστικό ότι η διάμεση τιμή ενός δωματίου αυξήθηκε τον Αύγουστο κατά 46%. Συγκεκριμένα, τον Αύγουστο διαμορφώθηκε σε 164 ευρώ από 112 τον ίδιο μήνα του 2023, τον Ιούλιο σε 138 ευρώ από 115 ευρώ το 2023, το Σεπτέμβριο σε 130 από 100 ευρώ ένα χρόνο πριν και τον Ιούνιο σε 115 από 98 ευρώ.

Παράλληλα, τα στοιχεία για την πληρότητα φανερώνουν μία σχετική άμβλυνση της εποχικότητας, καθώς το ποσοστό μέσης πληρότητας παραμένει ίδιο ή σχεδόν ίδιο τους καλοκαιρινούς μήνες (88% τον Αύγουστο του 2024 και 83% τον Ιούλιο), αλλά έχει αυξηθεί σε 84% από 79% τον Σεπτέμβριο και σε 64% από 55% τον Οκτώβριο.

Διαβάστε επίσης:

Ξενοδόχοι: Ξεκινούν καμπάνια κατά του Airbnb – Μελέτη για τα ενοίκια

Βασιλικός (ΞΕΕ) για πτώχευση FTI: Πρέπει άμεσα να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή νομοθετική ομπρέλα προστασίας

FinTech: Σε φάση έντονης ανάπτυξης στην Ελλάδα – Οι κύριοι παράγοντες