Το 2024 ήταν μια χρονιά αξιοσημείωτων αλλαγών στη Δικαιοσύνη, όμως πολλά ακόμα ζητήματα παραμένουν ανοιχτά. Πολλά από αυτά δεν μπορούν να λυθούν καν, οπότε η εξωδικαστική επίλυση διαφορών αποτελεί εν προκειμένω τη μοναδική ίσως εναλλακτική.

Προ ολίγων ημερών, πραγματοποιήθηκε εκδήλωση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στην οποία παρευρέθηκαν εκτός από την ηγεσία του Υπουργείου και ο πρωθυπουργός και η πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε πανηγυρικό κλίμα για τις μεγάλες αλλαγές που έχουν συμβεί και θα συμβούν στην ελληνική Δικαιοσύνη.

Αδιαμφισβήτητα, είναι η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που μια κυβέρνηση φαίνεται να έχει αφοσιωθεί τόσο ενεργά και τόσο εντατικά στη μεταρρύθμιση ενός εκ των μεγάλων ασθενών της χώρας. Οι τομές που έχουν λάβει χώρα, αλλά και αυτές που θα πραγματοποιηθούν το επόμενο διάστημα δείχνουν ότι υπάρχει η πολιτική βούληση να πάψει να διαιωνίζεται το πρόβλημα.

Είναι, όμως, αρκετό; Η έμφαση στην ενδυνάμωση της εναλλακτικής -εξωδικαστικής- επίλυσης διαφορών δείχνει πως όλα τα εμπλεκόμενα μέρη γνωρίζουν ότι δύσκολα θα είναι. Και γι’ αυτό, προσπαθούν να παρακάμψουν, όπου είναι εφικτό, την ελληνική δικαιοσύνη, ελπίζοντας ταυτόχρονα ότι η ουσιαστική αποσυμφόρησή της θα οδηγήσει και σε μια ποιοτική αναβάθμισή της.

Ο δικαστικός χάρτης και ο Ποινικός Κώδικας τα ορόσημα του 2024

Το 2024 αποτέλεσε μία από τις πιο πλούσιες χρονιές όσον αφορά στο μεταρρυθμιστικό έργο που επιτεύχθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Άλλωστε, όταν ανέλαβε Υπουργός ο Γ. Φλωρίδης όλοι μιλούσαν για έναν άνθρωπο που όχι απλά δεν διστάζει, αλλά αρέσκεται να προχωρά σε τολμηρές αλλαγές.

Η αυστηροποίηση των ποινών και του πλαισίου χορήγησης αναστολής ήταν το πρώτο δείγμα γραφής του, το οποίο, αν και ξεσήκωσε αντιδράσεις από τον νομικό κόσμο της χώρας, επιχείρησε να πατάξει τη λογική της μικροεγκληματικότητας και του αισθήματος ασυδοσίας.

Το αν η αύξηση των ποινών και η έκτιση της ποινής χωρίς αναστολή ακόμα και σε μικρές ποινές θα μειώσει την εγκληματικότητα είναι κάτι που μένει να το δούμε. Πρόκειται για μια φρέσκια μεταρρύθμιση και ακόμα οι περισσότερες ποινικές δίκες -λόγω και των καθυστερήσεων- αφορούν εγκλήματα που έγιναν προ της ψήφισης του νέου Ποινικού Κώδικα, οπότε η αποτελεσματικότητά του θα φανεί σε βάθος χρόνου.

Ο νέος δικαστικός χάρτης και η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας αποτέλεσαν στην εκδήλωση τους πρωταγωνιστές του εγχειρήματος αναμόρφωσης και επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, με τους εμπνευστές τους να μιλούν για μια μεταρρύθμιση που εκκρεμούσε για πάνω από έναν αιώνα.

Πράγματι, πρόκειται για μια ριζοσπαστική προσέγγιση και ανακατανομή των ανθρώπινων πόρων στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, καταργώντας τα ειρηνοδικεία και επιστρατεύοντας τους ειρηνοδίκες, που διαχρονικά αναλάμβαναν λιγότερες και ήσσονος σημασίας υποθέσεις, να συνδράμουν το έργο των πρωτοδικών. Ωστόσο, η υλοποίηση, τουλάχιστον στην αρχή, είχε σημαντικά κενά, τόσο ως προς τις κτιριακές υποδομές όσο και ως προς πρακτικές λεπτομέρειες προσδιορισμού και εκδίκασης των υποθέσεων που δημιούργησαν χάος στην καθημερινότητα των δικηγόρων και τους προκατέβαλαν αρνητικά, αν και ήδη η κατάσταση έχει αρχίσει να οδηγείται σε ρυθμούς κανονικότητας.

Η πολυπόθητη ψηφιοποίηση και εναλλακτική επίλυση διαφορών

Από τον Covid και μετά, η ελληνική δικαιοσύνη έχει κάνε γιγαντιαία άλματα στον τομέα της ψηφιοποίησης. Από την ηλεκτρονική κατάθεση δικογράφων μέχρι την online παρακολούθηση της πορείας της μήνυσης ή της αγωγής, τα τελευταία χρόνια έχουν χαρακτηριστεί από μια σημαντική επιτάχυνση. Ωστόσο, είναι πάρα πολλά αυτά που μένουν να γίνουν.

Η έκδοση ηλεκτρονικών δικαστικών αποφάσεων και πιστοποιητικών, η ψηφιοποίηση των αρχείων των δικαστηρίων, η τηλεδιάσκεψη και η ψηφιοποίηση της διαδικασίας των μικροδιαφορών βρίσκονται στα σχέδια του Υπουργείου Δικαιοσύνης εδώ και καιρό σε μια προσπάθεια να ακολουθηθεί το διεθνές παράδειγμα και να επιταχυνθεί η διαχείριση των υποθέσεων.

Το πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα έχει χάσει χρόνια. Ότι διαδικασίες που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ολοκληρωθεί εδώ και πολύ καιρό (πολύ πριν την πανδημία) σε εμάς ξεκίνησαν με σημαντική καθυστέρηση. Η πίεση, όμως, στο ελληνικό σύστημα δικαιοσύνης να ανταποκριθεί στις προσδοκίες δεν περιμένει. Κυρίως γιατί σε μια χώρα που αναζητά επενδύσεις, οι καθυστερήσεις και παλινωδίες που συμβαίνουν έχουν εξαιρετικά αρνητικό αντίκτυπο.

Αυτή είναι και η βασική αιτία που του Υπουργείο Δικαιοσύνης σχεδιάζει τη θέσπιση Κώδικα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών. Έχει θέσει, με λίγα λόγια, στόχο ως το καλοκαίρι η χώρα να έχει ένα ολοκληρωμένο νομοθέτημα, ισάξιας ισχύος με τους άλλους κώδικες, όπως ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας.

Ο νέος Κώδικας θα περιλαμβάνει διατάξεις για την εμπορική διαιτησία, η οποία, αν και ισχύει και σήμερα, δεν επιλέγεται συχνά από τις επιχειρήσεις, λόγω αγκυλώσεων και πολύπλοκων διαδικασιών. Ζητούμενο είναι να κρατηθούν στην Ελλάδα οι διαιτησίες που σήμερα απευθύνονται σε διαιτητικά δικαστήρια της Ευρώπης, αλλά και να ενθαρρυνθούν και άλλες κατηγορίες επιχειρηματιών να στραφούν σε αυτή, πέρα από τις γνωστές μεγάλες εταιρείες που ούτως ή άλλως προβλέπουν με ρήτρες την προσφυγή στη διαιτησία, ώστε να παρακάμψουν τα ελληνικά δικαστήρια.

Πέρα από τον θεσμό της διαιτησίας, θα προβλέπεται και η διαμεσολάβηση για τις περισσότερες αστικές υποθέσεις (μισθωτικές, εργατικές και οικογενειακές διαφορές). Η διαμεσολάβηση θα δίνει τη δυνατότητα στους διαδίκους να απευθύνονται σε πιστοποιημένους διαμεσολαβητές (δικαστές, δικηγόρους ή εμπειρογνώμονες σε τεχνικά ζητήματα), που θα επιλύουν τις διαφορές τους γρήγορα και εκτός των δικαστηρίων.

Μεταρρυθμίσεις προς τη σωστή κατεύθυνση

Το σχέδιο του Υπουργείου έχει μια διττή λογική. Από τη μία, προσπαθεί να βάλει σε μια τάξη το δικαιοδοτικό σύστημα και να απλοποιήσει αρκετές διαδικασίες μέσω της ψηφιοποίησης. Φυσικά, θα πρέπει να υπάρξει και μια ευρύτερη στρατηγική ενίσχυσης των κτιριακών υποδομών και αναμόρφωσης της λειτουργίας των δικαστηρίων.

Η οργανωτική δομή των δικαστηρίων θα πρέπει να αλλάξει άρδην, διαφορετικά η όποια κίνηση δόμησης ενός σύγχρονου οικοδομήματος θα βασίζεται σε σαθρά θεμέλια. Η αύξηση των δικαστικών υπαλλήλων, η στοχοθεσία και η αξιολόγηση των δικαστικών είναι απαραίτητα στοιχεία μιας στρατηγικής που θα ήθελε να αντιμετωπίσει αυτό που ο μέσος δικηγόρος αλλά και πολίτης συναντά συχνά στα δικαστήρια.

Την αντίληψη του άπλετου χρόνου για την έκδοση μιας απόφασης, την αποποίηση ευθυνών με τη λογική ότι η υπόθεση θα πάει ούτως ή άλλως στον ανώτερο βαθμό (με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται οι υποθέσεις στον Άρειο Πάγο και το ΣτΕ) και τη στενή ερμηνεία των διατάξεων. Ανεπιεικείς και τυπολατρικές αποφάσεις, όπως η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ που καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως άρνηση στη δίκαιη δίκη, αφού απέρριψε την αίτηση του προσφεύγοντος ως απαράδεκτη, επειδή αυτός δεν είχε προσκομίσει νομολογία στο δικαστήριο. Πού να τη βρει τη νομολογία, αφού οι αποφάσεις των δικαστηρίων στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν δημοσιεύονται πουθενά;

Και από την άλλη, υπερβολικά επιεικείς αποφάσεις σε ποινικά ζητήματα μείζονος σημασίας, όπως στη δίκη των νεκρών στη Μάνδρα ή στο Μάτι που κλονίζουν την εμπιστοσύνη στο κράτος-δικαίου.

Αποτελούν πλειοψηφία αυτές οι αποφάσεις; Όχι φυσικά. Μειοψηφία και εξαίρεση είναι, όμως το θέμα είναι ότι ένα δικαιοδοτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από αυτές τις εξαιρέσεις, γιατί ο ρόλος του είναι να λειτουργεί αψεγάδιαστα.

Επειδή, λοιπόν, τη νοοτροπία είναι δύσκολο να την εκριζώσεις και επειδή στιβαρές μεταρρυθμίσεις, όπως η στοχοθεσία και η αξιολόγηση, δεν προβλέπονται να γίνουν, τουλάχιστον όχι όπως πρέπει για να είναι αποτελεσματικές, η ελπίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης έχει στραφεί στην εναλλακτική επίλυση διαφορών, ώστε να μπορέσει να καλύψει περίπου το 30% των υποθέσεων, εξισορροπώντας έτσι (και κάνοντάς τες να φαίνονται αχνότερες) τις ανυπέρβλητες δυσχέρειες του ελληνικού δικαστικού συστήματος.