Διττό ρόλο, την παρουσίαση της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής, που είχε το κτήμα του Τατοΐου ως την δεκαετία του 1960 αλλά και την ανάδειξη των αυτοκινήτων που εντοπίσθηκαν σε αυτό -τα περισσότερα των οποίων κηρύχθηκαν ως μνημεία- θα έχει το Βουστάσιο, ένα από τα κτήρια που βρίσκεται σε διαδικασία αποκατάστασης.
Ήδη από το Συμβούλιο Μουσείων εγκρίθηκε η μουσειολογική μελέτη για την διαμόρφωση των δύο εκθέσεων –σε ξεχωριστές ενότητες- ενώ να σημειωθεί, η αποκατάσταση του κτηρίου του Βουστασίου προχωρεί μέσα στο εγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και αναμένεται να παραδοθεί στον Μάιο του 2025. Η μετατροπή του Βουστασίου άλλωστε, σε μουσείο αποτελεί μέρος του προγράμματος μουσειακής ανάδειξης επιλεγμένων ιστορικών κτηρίων του πρώην βασιλικού κτήματος Τατοΐου με την παρουσίαση αντικειμένων, που έχουν διασωθεί στους χώρους του.
Ειδικά για το Βουστάσιο ωστόσο, υπήρξε μία ανατροπή του αρχικού σχεδίου, καθώς η πρόβλεψη περιελάμβανε μόνον την έκθεση των αυτοκινήτων -13 τον αριθμό- μία επανεξέταση όμως, του χώρου οδήγησε στην πρόταση για δημιουργία του διθεματικού μουσείου. Έτσι δύο από τις πτέρυγες του κτηρίου θα είναι αφιερωμένες στην αγροκτηνοτροφική παραγωγή του κτήματος και μία στα αυτοκίνητα. Οι δύο ενότητες εξάλλου, θα είναι απολύτως διαχωρισμένες μεταξύ τους και με ξεχωριστή είσοδο.
Μηχανοκίνητη ενότητα
Συγκεκριμένα στην πτέρυγα των αυτοκινήτων θα παρουσιάζονται τα οκτώ από τα δέκα αυτοκίνητα που έχουν κηρυχθεί για λόγους «ιδιαίτερης τεχνικής και καλλιτεχνικής αξίας συνδεδεμένα με σημαντικά γεγονότα και θεσμούς της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας». Πρόκειται για δύο άσπρα Fiat 500, δύο μάρκας MG μοντέλο TD, τέσσερις Rolls Royce και δύο ηλεκτροκίνητα Victor.
Παράλληλα θα εκτίθενται τα διπλώματα οδήγησης του Παύλου και της Φρειδερίκης, καθώς και φωτογραφικό υλικό. Επίσης, πινακίδες με λεζάντες θα δίνουν σχετικές πληροφορίες ενώ προβλέπεται και άλλο εποπτικό υλικό, καθώς και μία οπτικο-ακουστική παραγωγή. Η αναγνώριση έτσι, και η ερμηνεία της τεχνολογικής, αλλά και ιστορικής αξίας των αυτοκινήτων της πρώην βασιλικής οικογένειας, κάποια από τα οποία είναι μοντέλα περιορισμένης παραγωγής και σημαντικής αξίας ενώ τα περισσότερα χρησιμοποιήθηκαν σε δημόσιες εμφανίσεις και λειτουργίες συνιστά βασικό στόχο της έκθεσης.
Δασοκομία και κτηνοτροφία
Στην ανάδειξη της σημασίας της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής του κτήματος, δεδομένου, ότι για την εποχή της αποτέλεσε ένα καινοτόμο σύστημα, που συγκροτούσε μια πρότυπη μονάδα πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής αποσκοπεί η έκθεση. Επίσης, αναδύεται ο παραδοσιακός τρόπος καλλιέργειας, που τουλάχιστον εκείνη την εποχή σεβόταν την φύση εν αντιθέσει με σήμερα. Μέσω της πρωτογενούς αξιοποίησης του δάσους έτσι, δηλαδή της δασοκομίας, της υλοτομία και παραγωγή ρητίνης, της φυτικής παραγωγής (αμπελουργία, καλλιέργεια σιτηρών και ψυχανθών και παραγωγή κηπευτικών) και της ζωικής παραγωγής (αγελαδοτροφία, χοιροτροφία, μελισσοκομία), παράγονταν πρώτες ύλες, οι οποίες στη συνέχεια αξιοποιούνταν για την παραγωγή κρασιού και βουτύρου. Για την προώθηση των τελευταίων εξάλλου, αναπτύχθηκε εμπορική ταυτότητα, δίκτυο και καταστήματα πώλησης ενώ τα κρασιά συγκεκριμένα, συμμετείχαν σε εκθέσεις, όπου απέσπασαν και βραβεία.
Δύο περίοδοι της ιστορίας του κτήματος υπήρξαν σημαντικές, όπως προέκυψε από την έρευνα, για την αγροκτηνοτροφική του ανάπτυξη: Ήταν οι περίοδοι της βασιλείας του Γεωργίου Α΄ και του Παύλου ενώ ιδιαίτερα σημειώνεται η συνεισφορά των διευθυντών του κτήματος, όπως του Λ. Μύντερ και του Ο. Βάισμαν (επί Γεωργίου Α΄) και Β. Δρούβα στην συνέχεια (έως και επί Παύλου). Και όπως προκύπτει πάλι από την έρευνα υπήρχε στρατηγικός σχεδιασμός για την λειτουργία του κτήματος ως πρότυπου με την δημιουργία υποδομών και με την αξιοποίηση των φυσικών πόρων και του φυσικού κεφαλαίου, την εργασία και την επιχειρηματικότητα.
Το μοντέλο
Σε επτά ενότητες αναπτύσσεται η έκθεση αρχίζοντας με την περιγραφή-κάτοψη του χώρου ενώ στη συνέχεια και υπό τον τίτλο «100 χρόνια διαχείρισης – ορόσημα» παρουσιάζονται τα σημαντικότερα γεγονότα, που αφορούν το κτήμα Τατοΐου από την αγορά του από τον Γεώργιο Α΄, το 1872 έως την απαλλοτρίωσή του από τη Χούντα το 1973. Σε κάθε μία από τις στάσεις αναγνωρίζονται τα κατάλοιπα στο χώρο, οι φυσικοί πόροι δηλαδή, οι υποδομές και τα δίκτυα (φυσικό κεφάλαιο), οι άνθρωποι και η επιχειρηματική αξιοποίηση.
Στην τρίτη ενότητα θα αναδεικνύεται και θα εξηγείται το αγροκτηνοτροφικό μοντέλο παραγωγής του κτήματος με την διάκριση μεταξύ ζωικής και φυτικής παραγωγής. Ως εκθέματα παρουσιάζονται καρδάρες, τα εργαλεία και ο εξοπλισμός παραγωγής κρασιού, τα εργαλεία καλλιέργειας σιτηρών (όπως δρεπάνια, δικράνι, τσουγκράνα και κόσκινο), εργαλεία αμπελουργίας (ψεκαστήρι και κοφίνι), και οινοποιίας (χειροκίνητο πιεστήριο, στροφιλιά και πιεστήριο ιμαντοκίνητο, βαρέλι ζύμωσης, αντλία μετάγγισης, βαρέλι, νταμιτζάνα, χειροκίνητη συσκευή σφραγίσματος και οινοθήκη) και άλλα.
Οι φυσικοί πόροι
Οι φυσικοί πόροι του κτήματος παρουσιάζονται στη συνέχεια και συγκεκριμένα το δάσος με την δασοκομία, την παραγωγή ρητίνης και την υλοτομία ενώ ακολουθεί η εργασία στο κτήμα, δηλαδή ο ρόλος των ανθρώπων σε αυτό. Η έκτη ενότητα αφορά στην επιχειρηματικότητα, έχοντας στόχο την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο επιχειρήθηκε η δημιουργία, εμπορία και ανάδειξη των βασικών προϊόντων του κτήματος. Με επιμέρους θεματική, την εμπορική ταυτότητα των προϊόντων, όπου θα παρουσιάζονται αντικείμενα, όπως η πινακίδα του καταστήματος, μπουκάλια, ετικέτες, συσκευασίες και φωτογραφίες.
Τέλος χώρος δίνεται στο «όραμα για το αύριο» του κτήματος, καθώς εδώ θα γίνει η αφήγηση της ιστορίας αποκατάστασής του από το υπουργείο Πολιτισμού αλλά και η παρουσίασης της επόμενης μέρας.
Πινακίδες με κείμενα, άλλο εποπτικό και φωτογραφικό υλικό, πολυμεσικές εφαρμογές θα πλαισιώνουν την παρουσίαση. Και όσον αφορά τον σύγχρονο εκθεσιακό σχεδιασμό ένα τρακτέρ του Μεσοπολέμου, θα τοποθετηθεί για συμβολικούς λόγους στη έξοδο του χώρου.
Η γαλακτοκομία
Το Βουστάσιο, που βρίσκεται στην αγροτική ενότητα του κτήματος είχε κτισθεί το 1952 αντικαθιστώντας ένα παλαιότερο κτίσμα, που δεν επαρκούσε πλέον για τις ανάγκες της αγροτικής παραγωγής εκείνη την περίοδο. Ήταν η εποχή, που η διεύθυνση του κτήματος στηριζόταν πολύ στην ανάπτυξη της γαλακτοκομίας, προκειμένου να αναπληρώσει μέρος της υστέρησης των εσόδων, λόγω της καταστροφής του δάσους το 1945.
Το κτήριο είχε χωρητικότητα 90 ζώων (έως και 100) και απασχολούσε τέσσερις σταβλίτες. Με συνολική επιφάνεια 1500 τ.μ. περίπου διαμορφώνεται σε σχήμα «Π» και αποτελείται από τρεις πτέρυγες. Η κάτω στάθμη του φιλοξενούσε τα βοοειδή με τις ταΐστρες και τον λοιπό εξοπλισμό, ο οποίος διασώζεται μέχρι σήμερα ενώ στην άνω στάθμη ενός τμήματος αποθηκεύονταν και παρασκευάζονταν τροφές, που μέσω καναλιών διοχετεύονταν στο κάτω μέρος.
Η μουσειολογική μελέτη εκπονήθηκε από ομάδα εργασίας της Διεύθυνσης Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και συγκεκριμένα τους Σταυρούλα -Βίλλυ Φωτοπούλου, Νικόλα Σπανάκη, Χρύσα Σαββίδου και Σπύρο Νάσαινα με εξωτερική συνεργάτιδα την Άννα Καλλινικίδου, αρχαιολόγο – μουσειολόγο, και με μουσειογραφική μελέτη εφαρμογής από την αρχιτέκτονα – μουσειογράφο Κατερίνα Βλαχάκη.
Η μελέτη αποτελεί μέρους του έργου «Στερέωση και Αποκατάσταση του κτηρίου του Ν. Βουστασίου στο πρώην βασιλικό κτήμα Τατοΐου και Επανάχρησή του ως Μουσείου», που είναι ενταγμένο στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Διαβάστε επίσης:
Τι αλλάζει σε ΕΝΦΙΑ, Airbnb και ΦΠΑ στα ακίνητα από το 2025
Επιταγή ακριβείας και για τους συνταξιούχους; Τι εξετάζει το Μέγαρο Μαξίμου – Πότε θα ανακοινωθεί