• Πολιτισμός

    Η γυναίκα που έκανε διάσημο τον Βαν Γκογκ

    Τζοχάνα Βαν Γκογκ - Μπόνχερ (1862-1925)

    Τζοχάνα Βαν Γκογκ – Μπόνχερ (1862-1925)


    Το γεγονός ότι ο Βαν Γκογκ είχε πουλήσει ελάχιστους πίνακες εν ζωή -άλλωστε πέθανε πολύ νωρίς – συνιστά σήμερα ένα τυπικό χαρακτηριστικό του οραματιστή καλλιτέχνη, που δεν εκτιμήθηκε όσο ζούσε.

    Πώς λοιπόν, έγινε ένας από τους καλλιτέχνες, που το έργο τους έλαμψε στη συνέχεια, φθάνοντας να θεωρείται σήμερα ένας από τους σπουδαιότερους δημιουργούς όλων των εποχών;

    Αναζητήσατε την γυναίκα, μπορεί να είναι η χιλιοειπωμένη μεν αλλά εύστοχη, στην περίπτωσή του απάντηση. Συγκεκριμένα η σύζυγος του αδερφού του, Τζο Βαν Γκογκ-Μπόνχερ, η οποία πέρασε ένα τέταρτο του αιώνα μετά τον θάνατο του καλλιτέχνη, προωθώντας ακούραστα αλλά και έξυπνα το έργο του.

    Κι αν ο ρόλος της έχει μείνει άγνωστος στο ευρύ κοινό, αυτό κατά κύριο λόγο οφείλεται στον μισογυνισμό που επικρατούσε -για κάποιους επικρατεί ακόμη και τώρα – στον κόσμο της τέχνης αλλά και γιατί τα προσωπικά της ημερολόγια παρέμεναν αδημοσίευτα ως πριν από μερικά χρόνια.

    Κάτι που έχει αλλάξει με το βιβλίο του ολλανδού ιστορικού Χανς Λάουτεν, που με τίτλο «Η γυναίκα που έκανε τον Βίνσεντ διάσημο» αναδεικνύει τον σπουδαίο ρόλο της στην αποκάλυψη της ιδιοφυΐας του μεγάλου ζωγράφου.

    Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Αυτοπροσωπογραφία (1889)
    Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Αυτοπροσωπογραφία (1889)

    Σήμερα, οι τάφοι των αδερφών Βίνσεντ και Τέο Βαν Γκογκ βρίσκονται δίπλα-δίπλα στο ανεπιτήδευτο νεκροταφείο του χωριού Οβέρ -σιρ- Ουάζ στα βόρεια του Παρισιού, εκεί όπου ο ζωγράφος αυτοκτόνησε σε ηλικία 37 ετών. Δεν ήταν πάντα έτσι, όμως.

    Γιατί ο Τέο, ο οποίος πέθανε έξι μόλις μήνες μετά τον μεγαλύτερο αδερφό του, το 1891, θάφτηκε αρχικά στην Ουτρέχτη, 50 μίλια από το αυστηρό, ολλανδικό χωριό όπου είχαν μεγαλώσει.

    Η μετακομιδή στην Γαλλία έγινε το 1914, ύστερα από απόφαση της χήρας του, Τζοχάνα Βαν Γκογκ – Μπόνχερ σε ένδειξη της αφοσίωσής της προς τον Τέο και την κληρονομιά του.

    Η Τζο και η τέχνη

    Η Τζο -για τους φίλους της- είχε καταλάβει από χρόνια άλλωστε, ότι η ενασχόληση με την τέχνη δεν είναι κάτι, ούτε αξιοκρατικό ούτε δίκαιο.

    Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και μέσα σε δύο χρόνια είχε ερωτευθεί έναν άντρα και είχε μετακομίσει μαζί του στο Παρίσι όπου βρέθηκε να παρακολουθεί από την πρώτη θέση του θεωρείου την εξέλιξη της καλλιτεχνικής σκηνής: Τον Πολ Γκογκέν, τον Κλοντ Μονέ και τον Λουσιέν Πισαρό να καταβάλουν όλες τους τις προσπάθειες για διάκριση και τους αβάν-γκαρντ πίνακες να μην βρίσκουν ανταπόκριση σε έναν κόσμο που εξακολουθούσε να κυριαρχείται από τις παραδοσιακές αρχές που εκπορεύονταν από την Académie des Beaux-Arts.

    Ως ένας από τους λίγους και επιτυχημένους εμπόρους, που πίστευαν στη νέα τέχνη που αναδυόταν, ο αδερφός του Βίνσεντ Βαν Γκογκ και σύζυγός της προσεγγιζόταν συχνά από καλλιτέχνες, που αναζητούσαν έναν μεσολαβητή.

    Αλλά ο Τέο πίστευε επίσης πολύ και στον αδερφό του, παρ΄ότι ενίοτε ήταν και αυστηρός κριτής.

    «Αυτά που φτιάχνει τώρα δεν είναι πάντα όμορφα», είχε γράψει στην αδελφή τους Βιλεμίν το 1887, «αλλά σίγουρα θα έρθει η μέρα που θα αρχίσει να πουλάει τους πίνακές του».

    Για χρόνια άλλωστε, είχε στηρίξει τον Βίνσεντ στο έργο του, τόσο οικονομικά όσο και με κάθε άλλο τρόπο.

    Η Τζο Βαν Γκογκ-Μπόνχερ το 1889
    Η Τζο Βαν Γκογκ-Μπόνχερ το 1889

    Η υποθήκη του αδερφού

    Η Τζο είχε την ίδια γνώμη και το διαμέρισμα του νεαρού ζευγαριού στο Παρίσι γέμιζε από καμβάδες του Βίνσεντ.

    Τετρακόσιοι ήταν στο σύνολο συν εκατοντάδες ακόμη σχέδια, που όταν ο Τέο πέθανε, τα πήρε μαζί της στο μικρό ολλανδικό χωριό, όπου επέστρεψε και άνοιξε μία πανσιόν.

    Κι αυτό, παρά την συμβουλή του Εμίλ Μπερνάρ, καλλιτέχνη και φίλου του Βαν Γκογκ, ο οποίος επέμεινε, ότι θα ήταν προτιμότερο να μείνουν οι πίνακες στο Παρίσι.

    Κατά τη γνώμη του, με λίγη υπομονή, θα μπορούσε να αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον για τον Βίνσεντ, που πράγματι στο τέλος της ζωής του είχε δει να του χαμογελά η τύχη.

    Όπως έγραψε αργότερα όμως, η Τζο στο ημερολόγιό της, ο Τέο της είχε αφήσει δύο ευθύνες: Να μεγαλώσει το παιδί τους και να διασφαλίσει ότι το έργο του Βίνσεντ «θα παρουσιάζεται και θα εκτιμάται όσο το δυνατόν περισσότερο».

    Τίποτε από τα δύο λοιπόν, δεν μπορούσε να ανατεθεί σε ξένους. Ξεκίνησε έτσι, να δουλεύει με τους κριτικούς τέχνης, που ήδη εκφράζονταν ενάντια στους περιορισμούς της ακαδημαϊκής σχολής – άλλωστε εκτός από τη μητρική της γλώσσα, μιλούσε γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά- και με επιμονή τα κατάφερε, κερδίζοντας την υποστήριξή τους για την διοργάνωση μιας σειράς από μικρές εκθέσεις την δεκαετία του 1890.

    Η επιτυχία

    Γεννημένη στο Άμστερνταμ σε μία ευκατάστατη οικογένεια, που επικροτούσε την μόρφωση η Τζοχάνα Μπόνχερ (1862-1925) εκτός από τις ξένες γλώσσες είχε λάβει πτυχίο ισοδύναμο του κολεγίου και είχε δουλέψει στην βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου.

    Σε ηλικία 22 ετών εξάλλου, πριν γνωρίσει τον Τέο είχε γίνει καθηγήτρια αγγλικών σε οικοτροφείο θηλέων στο Έλμπουργκ και στην συνέχεια στο Γυμνάσιο της Ουτρέχτης.

    Η αφίσα της μεγάλης έκθεσης στο Άμστερνταμ
    Η αφίσα της μεγάλης έκθεσης στο Άμστερνταμ

    Η κληρονομιά των Βαν Γκογκ έτσι, βρισκόταν σε καλά χέρια.

    Η μεγάλη της επιτυχία ήταν το πάντρεμα των επαναστατικών πινάκων του Βίνσεντ με την ταραχώδη προσωπικότητά του. Και αυτό το πέτυχε δημοσιοποιώντας αποσπάσματα από την πολυετή αλληλογραφία του με τον Τέο.

    Κι αν γι΄αυτό επικρίθηκε από κάποιους, που βρήκαν αυτήν την ενέργεια ως ωμή και ασύνετη, η βασανισμένη ωστόσο, και σαφώς αληθινή ιστορία του ζωγράφου αποδείχθηκε εξαιρετικά συναρπαστική.

    Και η απόδειξη δεν άργησε να έρθει. Ήταν η μεγάλη έκθεση του 1905 στο κορυφαίο ίδρυμα μοντέρνας τέχνης του Άμστερνταμ, το Μουσείο Stedelijk, όπου η Τζο είχε τον πλήρη έλεγχο των πάντων.

    Δημιούργησε τις αφίσες, προσκάλεσε τους καλεσμένους και φυσικά, οργάνωσε την έκθεση.

    Η αγορά

    Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Ηλιοτρόπια (1888)
    Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Ηλιοτρόπια (1888)

    Με σχεδόν 500 πίνακες παραμένει έτσι, η μεγαλύτερη έκθεση Βαν Γκογκ που έχει γίνει ποτέ. Ενώ με το ενδιαφέρον της αγοράς να κεντρίζεται, η Τζο θα αποδεικνυόταν διαρκώς και πιο απαιτητική, επιλέγοντας προσεκτικά ποιοι πίνακες θα παρουσιάζονταν και ποιοι θα μπορούσαν να πουληθούν σε γκαλερί στο Βερολίνο, το Παρίσι και την Κοπεγχάγη.

    Το αποτέλεσμα ήταν, ότι μέχρι το 1916 η θέση του Βίνσεντ Βαν Γκογκ στην Ευρώπη είχε εξασφαλιστεί. Αλλά όχι τόσο στην Αμερική όπου η Τζο ταξίδεψε για το σκοπό αυτό, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς εκεί συνάντησε έναν κόσμο, που εκείνη την εποχή ήταν ακόμη πιο συντηρητικός από τον ευρωπαϊκό.

    Εν τέλει η κορωνίδα έφτασε ένα χρόνο πριν από το θάνατό της, το 1925, όταν η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου απέκτησε τα «Ηλιοτρόπια» (1888), θεσμική απόδειξη ότι οι προσπάθειες της Τζο είχαν επιτυχία.

    Με αυτόν τον τρόπο διέλυσε και την ανησυχία που είχε ως έφηβη γράφοντας στον ημερολόγιό της: «Θα πίστευα ότι είναι τρομερό να πω στο τέλος της ζωής μου: ‘‘«Στην πραγματικότητα έχω ζήσει για το τίποτα…’’».

    Η Τζo Βαν Γκογκ-Μπόνχερ σε μεγάλη ηλικία στο σπίτι της στο Άμστερνταμ

    Διαβάστε επίσης:

    Τι θα ακολουθήσει μετά το χρήμα; Οι συλλογές νομισμάτων των Τραπεζών σε έκθεση

    Ένας Μικρός Πρίγκιπας για 1,25 εκατομμύρια δολάρια

    Τι θα ακολουθήσει μετά το χρήμα; Οι συλλογές νομισμάτων των Τραπεζών σε έκθεση



    ΣΧΟΛΙΑ