ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Η Ελλάδα δεν πρόκειται να απεμπολήσει την κυριαρχία της», δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων ότι «οι διαφορές στο Αιγαίο δεν είναι δυνατόν να περιοριστούν σε ένα μόνο θέμα, αλλά συζητούνται όλες οι αλληλένδετες διαφορές στη θάλασσα και στον αέρα», λίγες ημέρες πριν την επικείμενη συνάντησή του με τον Τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν στην Αθήνα.
Μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 ο υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε ότι «η μία και μόνη διαφορά μας που μπορεί να αχθεί ενώπιον της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας», προσθέτοντας ωστόσο ότι «ακόμη είμαστε πολύ μακριά από εκεί. Ακόμη είμαστε στο στάδιο να δούμε τι πρόκειται να συζητήσουμε».
«Τα πράγματα είναι νομίζω σχετικά καθαρά. Όπως ήδη είχα την ευκαιρία να τα θέσω και ενώπιον της Βουλής. Βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο, στο οποίο έχουμε λάβει την εντολή οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών να διερευνήσουμε αν μπορεί να υπάρξει ένα κοινό πλαίσιο για να προχωρήσουμε τη συζήτηση σε ένα άλλο στάδιο, σε ένα στάδιο, το οποίο θα αφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Δεν είμαστε ακόμη εκεί. Είμαστε ακόμη στη συζήτηση, η οποία αφορά το ποιο θα είναι το εύρος της συζήτησης, με ποιες αρχές θα γίνει η συζήτηση αυτή. Άρα στην πραγματικότητα, σε ένα προκριματικό στάδιο», ανέφερε ο υπουργός Εξωτερικών, μιλώντας στην ΕΡΤ.
Ερωτηθείς για τα επόμενα στάδια στον ελληνοτουρκικό διάλογο ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε: «Αυτή τη στιγμή, όπως γνωρίζετε, έχει εδραιωθεί ένα καθεστώς, το οποίο είναι σχετικώς καλής κατανόησης, έχει αναπτυχθεί μία σχετική αμοιβαία εμπιστοσύνη, έτσι ώστε να προλαμβάνουμε περαιτέρω εντάσεις και κρίσεις. Έχουμε την ευκαιρία, εάν υπάρξει σύμπτωση σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη, να προχωρήσουμε στο ζήτημα της οριοθέτησης. Εάν προκύψει τέτοια κοινή κατανόηση, το οποίο δεν μπορώ να προδικάσω ακόμα πριν ξεκινήσει η συζήτηση, τότε η συζήτηση θα γίνει στο επίπεδο των Υπουργών Εξωτερικών και το επίπεδο του πολιτικού διαλόγου.
Οι διερευνητικές επαφές πράγματι είναι μια μεγάλη ιστορική διαδρομή – περίπου 20 ετών – όπου κυρίως σε επίπεδο υπηρεσιακό και τεχνοκρατικό, γινόταν μια συζήτηση, η οποία δεν είχε αποφέρει ο,τιδήποτε. Είχαμε 64 κύκλους διερευνητικών επαφών, οι οποίες δυστυχώς, δεν απέφεραν τα αναμενόμενα. Μάλλον νομίζω ότι μας έθεσαν πιο πίσω από την αρχική μας θέση. Αυτή τη στιγμή εκείνο, το οποίο απαιτείται είναι να υπάρξει μία ισχυρή πολιτική βούληση. Και στη συνέχεια, εφόσον υπάρχει αυτή η ισχυρή πολιτική βούληση, η οποία θα αποτυπωθεί σε μία κοινή θέση για το πώς προχωράμε τότε να δούμε τα τεχνικά και τα νομικά ζητήματα της οριοθέτησης».
Όσον αφορά την οριοθέτηση αιγιαλίτιδας ο κ. Γεραπετρίτης σημείωσε ότι το ζήτημα αυτό αφορά αποκλειστικά και μόνο την ελληνική κυριαρχία. «Δεν τίθεται εντός οποιουδήποτε διαλόγου. Δεν τίθεται εντός οποιουδήποτε συνυποσχετικού. Άρα είναι αποκλειστικά και μόνο ζήτημα της χώρας μας. Το πότε θα ασκηθεί, θα μου επιτρέψετε να το διατηρήσω σε επίπεδο εσωτερικό. Είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο. Αυτό, το οποίο μπορώ να σας πω, μετά βεβαιότητας, είναι ότι η Ελλάδα έχει το δικαίωμα, το οποίο της αποδίδει απολύτως το διεθνές δίκαιο, να επεκτείνει όποτε το κρίνει η ίδια η χώρα, με τον τρόπο που προβλέπει το διεθνές δίκαιο και θα το πράξει».
Ερωτηθείς για τις ανησυχίες ότι η Ελλάδα προετοιμάζεται να εγκαταλείψει οριστικά τα 12 ναυτικά μίλια, ακόμα και για τον γενικό κανόνα των 6 ναυτικών μιλίων, ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε ότι πρόκειται για ένα ζήτημα εξαιρετικά σύνθετο. «Αυτή τη στιγμή υπάρχει η γνώση του διεθνούς δικαίου. Υπάρχει μία σύνεση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα πράγματα και πάνω από όλα υπάρχει ένα ισχυρό διπλωματικό κεφάλαιο. Εμείς εκείνο, το οποίο λέμε είναι ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να απεμπολήσει την κυριαρχία της, το δικαίωμά της να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Αυτό είναι κάτι, το οποίο το διατηρούμε ως δικαίωμα. Δεν έχει ασκηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια προφανώς της μεταπολίτευσης, αλλά αυτό δεν απεμπολεί, ούτε κατά διάνοια, το δικαίωμα, το οποίο απορρέει αυτοτελώς από το διεθνές δίκαιο. Άρα, η συζήτηση ότι θα παραμείνουμε στα 6 ναυτικά μίλια είναι προφανώς αλυσιτελής».
Συνεχίζοντας, ο κ. Γεραπετρίτης σημείωσε ότι σήμερα η Ελλάδα είναι πιο ισχυρή από ποτέ διεθνώς. Είναι στον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας για την επόμενη διετία, συγκαθορίζει τις παγκόσμιες πολιτικές σε επίπεδο διεθνούς δικαίου και «άρα αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στο υψηλότερο επίπεδο που θα μπορούσαμε να βρεθούμε. Δεν έχουμε κανένα απολύτως φοβικό σύνδρομο και επειδή ακριβώς έχουμε αυτήν την ισχυρή αυτοπεποίθηση, θεωρώ ότι είμαστε σε θέση να μπορέσουμε να συζητήσουμε και για τα δύσκολα. Ξέρετε, αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο δρόμοι. Υπάρχει ο δρόμος του να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο χρόνο τη σχετική ηρεμία που επικρατεί στη γειτονιά μας με την όποια κατανόηση έχουμε αναπτύξει…».
Ο υπουργός Εξωτερικών πρόσθεσε ότι «στο μέτρο που υπάρχει πάντοτε η υποκείμενη διαφορά της μη οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, υπάρχει ένας εν δυνάμει κίνδυνος, διαρκώς. Ο κίνδυνος αυτός θα εξέλιπε ή εν πάση περιπτώσει θα μετριαζόταν ουσιωδώς, θα ελαχιστοποιείτο, εάν μπορούσαμε να κάνουμε την οριοθέτηση αυτή. Η οριοθέτηση αυτή, κατά την άποψή μου, αποτελεί συνθήκη μακράς ειρήνης και ευημερίας για την περιοχή μας. Βεβαίως, θέλω να είμαι σαφής. Δεν πρόκειται να υπάρξει τέτοια κατάληξη, ει μη μόνον εάν διασφαλίζονται απολύτως τα εθνικά συμφέροντα και εφόσον υπάρχει η συναίνεση εκ μέρους του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας».
Απαντώντας στο αν η διαπραγμάτευση για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ, θα αφορά και τις τρεις θαλάσσιες περιοχές, δηλαδή βόρειο, νότιο Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ο υπουργός Εξωτερικών σημείωσε ότι σκοπός μακροπρόθεσμα είναι να υπάρξει οριοθέτηση παντού, υπό την έννοια ότι αυτό απαιτεί και το ίδιο το διεθνές δίκαιο. «Άρα, νομίζω ότι θα ήταν προς όφελος της πιο μακροπρόθεσμης ειρήνης και ασφάλειας στην περιοχή μας να έχουμε οριοθέτηση, όπου η Ελλάδα έχει κυριαρχικά δικαιώματα. Επαναλαμβάνω όμως, ότι αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικώς ότι εάν υπάρξει σύμπτωση θα προχωρήσουμε σε οριοθέτηση παντού. Είναι κάτι το οποίο είναι πάρα πολύ πρώιμο».
«Επαναλαμβάνω, γιατί θέλω να είμαι σαφής ότι ακόμη είμαστε πολύ μακριά από εκεί. Ακόμη είμαστε στο στάδιο να δούμε τι πρόκειται να συζητήσουμε. Και το τι πρόκειται να συζητήσουμε είναι για την ελληνική πλευρά πάρα πολύ σαφές. Το έχω δηλώσει επανειλημμένως ενώπιον της Βουλής, ότι είναι η μία και μόνη διαφορά μας που μπορεί να αχθεί ενώπιον της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Άρα, εφόσον υπάρξει κατανόηση για το εύρος της συζήτησης και τις αρχές επί των οποίων θα γίνει η συζήτηση αυτή, τότε και μόνον τότε θα προχωρήσουμε στα τεχνικά θέματα».
«Εγώ είμαι οπαδός της διαβουλευτικής δημοκρατίας. Πιστεύω ότι η δημοκρατία είτε είναι διαβουλευτική, είτε δεν υπάρχει. Πρέπει να συζητάμε και πρέπει να συζητάμε, διότι η αξία του δικού μας πολιτισμού είναι ακριβώς ότι μπορούμε να βρούμε λύσεις στα προβλήματά μας μέσα από τη συζήτηση. Εάν υπάρχει και από την απέναντι πλευρά η διάθεση μέσω της διαβουλευτικότητας να βρούμε λύση στο μεγάλο μας πρόβλημα, νομίζω ότι υπάρχει περιθώριο. Κι αυτό είναι ένα χρέος, το οποίο έχουμε. Και είναι ένα χρέος που έχουμε απέναντι στην κοινωνία σήμερα, αλλά και στην κοινωνία, αύριο, στις επόμενες γενιές, να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα που υπάρχει, έτσι ώστε διασφαλίζοντας στο ακέραιο τα εθνικά μας συμφέροντα, να μπορέσουμε να διασφαλίσουμε την ειρήνη, την ασφάλεια, την ευημερία επί μακρόν», πρόσθεσε ο υπουργός Εξωτερικών.
Για το θέμα της παραπομπής στη Χάγη, εάν και εφόσον είναι ανοικτό, ο κ. Γεραπετρίτης σημείωσε ότι «η παραπομπή στη Χάγη είναι το τελικό στάδιο, το οποίο θα μπορούσε δυνητικώς να υπάρξει, εφόσον υπάρξει ένα συνυποσχετικό, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει οι δύο χώρες να καταλήξουν σε ό,τι αφορά το εύρος της διαφοράς, το οποίο άγεται ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου. Επαναλαμβάνω ότι για την Ελλάδα δεν μπορεί να είναι άλλο παρά μόνον το θέμα της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Αυτό θα ήταν η κατάληξη μιας συζήτησης, αλλά αυτό είναι και το όριο της δικής μας διαπραγμάτευσης. Βρισκόμαστε πράγματι σε ένα σημαντικό σταυροδρόμι στα ελληνοτουρκικά. Και βεβαίως καλό είναι να θυμόμαστε ότι δεν ήταν πάντοτε οι περίοδοι ηρεμίας ένα κεκτημένο. Στο πρόσφατο σχετικώς παρελθόν είχαμε μεγάλες εντάσεις με την Τουρκία. Δεν νομίζω να αμφιβάλλει κανείς».
Ερωτηθείς για το Κυπριακό, με αφορμή και την άτυπη τριμερή συνάντηση χθες των κυρίων Χριστοδουλίδη, Τατάρ και Γκουτέρες, ο υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε την ικανοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης και τη δική του για το γεγονός ότι επανεκκίνησαν οι άμεσες συζητήσεις για το Κυπριακό. «Πριν από ενάμιση χρόνο το Κυπριακό βρισκόταν σε πλήρη αδράνεια και κάναμε μία πάρα πολύ μεγάλη επένδυση σε ενέργεια, κατά τρόπο ώστε να μπορέσουμε να αναβαθμίσουμε το ζήτημα αυτό και σήμερα να έχει καταστεί μείζων προτεραιότητα του ΟΗΕ. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας το έχει αναλάβει ως ένα προσωπικό έργο και έχουμε καταφέρει – και θα μου επιτρέψετε να πω ότι σε αυτό έχει συμβάλει καθοριστικά και η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων – να μπορούμε και πάλι να φέρουμε στο προσκήνιο το Κυπριακό».
Όσον αφορά τη θέση της Τουρκίας για το Κυπριακό, σημείωσε ότι «η τουρκοκυπριακή ηγεσία έχει θέσει το ζήτημα της κυριαρχικής ισότητας, πρακτικά δηλαδή της ύπαρξης δύο κρατών. Προφανώς δεν είναι σημερινό. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι το ζήτημα αυτό είναι εκτός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών είναι πολύ σαφείς και ομιλούν για Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Δεν θα μπορούσε ούτε ο Γενικός Γραμματέας, ο οποίος είναι ακριβώς ο εκφραστής και ο αντιπρόσωπος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, να αποστεί από αυτό. Η θέση μας είναι πάρα πολύ σαφής και διαυγής και πάντοτε σε σύμπνοια με την Κυπριακή Δημοκρατία. Λύση θα πρέπει να υπάρξει εντός του πλαισίου του ΟΗΕ. Είναι χρήσιμο να συζητούν οι κοινότητες. Κανένα πρόβλημα δεν έχει βρει τη λύση του αν δεν έχει υπάρξει παραγωγική συζήτηση. Και ελπίζουμε ότι η συζήτηση αυτή θα συνεχιστεί, έτσι ώστε να εξαντλήσουμε κάθε δυνατότητα για μία βιώσιμη λύση».
Διαβάστε επίσης:
Όλγα Γεροβασίλη: Έχει ήδη κριθεί, ο Κασσελάκης δεν θα είναι υποψήφιος