Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Ακολουθεί το κείμενο των διευθυντών του μουσείου δρος Παναγιώτη Ιωσήφ και δρος Ιωάννη Φάππα
Το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, ένα ζωντανό πολιτιστικό ίδρυμα στο κέντρο της Αθήνας, λειτουργεί από το 1986 για να στεγάσει και να εκθέσει την ιδιωτική Συλλογή Αρχαιοτήτων του Νικολάου και της Αικατερίνης (Ντόλλης) Γουλανδρή. Από τότε έχει επεκταθεί σημαντικά και οι μόνιμες εκθέσεις του περιλαμβάνουν αυτή της Κυκλαδικής Τέχνης, μία από τις πληρέστερες ιδιωτικές συλλογές κυκλαδικής τέχνης στον κόσμο, εκείνη της Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης, που αποτυπώνει στα αντικείμενά της μία μακρά χρονολογική περίοδο (από τη 2η χιλιετία π.Χ. έως και τον 4ο αιώνα μ.Χ.) και τη Συλλογή Θάνου Ν. Ζιντίλη, μία από τις σημαντικότερες και μεγαλύτερες συλλογές κυπριακών αρχαιοτήτων εκτός Κύπρου.
Η συγκρότηση της Συλλογής Ν. Π. Γουλανδρή άρχισε, με άδεια των αρμόδιων κρατικών αρχών, από τον Νίκο και την Ντόλλη Γουλανδρή τη δεκαετία του 1960. Το 1962 η Ντόλλη Ν. Γουλανδρή απέκτησε την άδεια του συλλέκτη από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο υπό τη διεύθυνση του Ιωάννη Παπαδημητρίου. Η συλλογή εκτέθηκε για πρώτη φορά το 1978 στο Μουσείο Μπενάκη και από το 1979 μέχρι το 1983 παρουσιάστηκε σε μεγάλα μουσεία και εκθεσιακά κέντρα του εξωτερικού. Το 1985 η Ντόλλη Γουλανδρή δώρισε τη Συλλογή στο νεοσύστατο Ίδρυμα Ν. Π. Γουλανδρή και αφοσιώθηκε στην ολοκλήρωση της κατασκευής και του εξοπλισμού ενός μουσείου, το οποίο και εγκαινιάστηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1986.
Το μουσείο στεγάζεται σε δύο ξεχωριστά κτήρια, τα οποία συνδέονται εσωτερικά μεταξύ τους. Το κεντρικό κτήριο, στην οδό Νεοφύτου Δούκα 4 στο Κολωνάκι, σχεδιάστηκε το 1985 από τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα για να στεγάσει τις μόνιμες εκθέσεις του μουσείου, ενώ το νεοκλασικό Μέγαρο Σταθάτου, έργο του αρχιτέκτονα Ernest Ziller που χτίστηκε το 1895, φιλοξενεί τις πολυάριθμες περιοδικές εκθέσεις που λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο.
Στη διάρκεια των χρόνων παραχωρήθηκαν στο μουσείο ολόκληρες ιδιωτικές συλλογές αντικειμένων κυκλαδικής και αρχαίας ελληνικής τέχνης, οι οποίες έχουν ενταχθεί στους υπάρχοντες εκθεσιακούς χώρους (Συλλογές Καρόλου Πολίτη, Ακαδημίας Αθηνών, Εμπορικής Τράπεζας). Στη Συλλογή Ν. Π. Γουλανδρή έχουν κατά καιρούς ενταχθεί και αντικείμενα άλλων, μικρότερων ιδιωτικών συλλογών.
Σήμερα, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης περιλαμβάνει στις μόνιμες συλλογές του περισσότερα από 3.500 αντικείμενα κυκλαδικής, αρχαίας ελληνικής και κυπριακής τέχνης ενώ οι περιοδικές εκθέσεις του επικεντρώνονται στην αρχαιολογία, τη μοντέρνα και τη σύγχρονη τέχνη, με στόχο να φέρουν το κοινό σε επαφή όχι μόνο με την αρχαιότητα αλλά και με σημαντικούς καλλιτέχνες του 20ού και του 21ου αιώνα, διερευνώντας τους δεσμούς μεταξύ των αρχαίων πολιτισμών και της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Τα σημαντικότερα εκθέματα
Ανθρωπόμορφο ειδώλιο (Stargazer)
Ένα μικρό λίθινο ανθρωπόμορφο ειδώλιο, που γέρνει το κεφάλι προς τα πίσω για να «ατενίσει τον έναστρο ουρανό» εκτίθεται στον πρώτο όροφο των μόνιμων συλλογών του μουσείου. Βρέθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στη χερσόνησο της Καλλίπολης στην ανατολική Θράκη και μετά από συναρπαστικές περιπλανήσεις στα ντουλάπια ανασκαφέων και μελετητών κατέληξε στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, η οποία το έχει δανείσει στο μουσείο μας.
Τέτοια ειδώλια, τα αποκαλούμενα «τύπου Κίλια», από τη θέση στην οποία βρέθηκε το ειδώλιο του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, χρονολογούνται από το τέλος της 5ης μέχρι τα μέσα της 4ης χιλιετίας π.Χ. Είναι εξαιρετικά σπάνια και βρίσκονται σε περιοχές της δυτικής και νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας ενώ έχουν θεωρηθεί ως πρόγονοι της κυκλαδικής γλυπτικής και η μυστηριώδης στάση τους σε συνδυασμό με τη σπανιότητά τους αφήνουν ανοιχτές πολλές ερμηνείες. Το ειδώλιο του μουσείου μας είναι το ένα από τα δύο ακέραια αυτού του τύπου εντός Ελλάδος.
Ειδώλιο ανδρικής μορφής («Εγείρων πρόποσιν»)
Ένας Κυκλαδίτης των πρωτοκυκλαδικών κοινωνιών της 3ης π.Χ. χιλιετίας, που κάθεται σε ένα σκαμνί και σηκώνει το κύπελλό του για να κάνει μια πρόποση, να πιεί λίγο κρασί ή να ευχαριστήσει τους θεούς με μια σπονδή αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα της Κυκλαδικής Συλλογής, καθώς φανερώνει πως οι τεχνίτες στις προϊστορικές Κυκλάδες είχαν κατακτήσει και την τρίτη διάσταση.
Ανήκει σε μια ιδιαίτερη και σπάνια κατηγορία κυκλαδικών ειδωλίων, που εικονίζουν άνδρες ενώ τελούν κάποια δραστηριότητα. Αποτελεί, μέχρι στιγμής, το μοναδικό ακέραιο δείγμα του τύπου του «εγείροντος πρόποσιν».
Άγαλμα γυναικείας μορφής
Μία κομψή, ραδινή, μαρμάρινη γυναικεία μορφή μνημειακών διαστάσεων αντανακλά τη σπουδαία δεξιοτεχνία των γλυπτών στις προϊστορικές κοινωνίες των Κυκλάδων. Το άγαλμα, κατατάσσεται ανάμεσα στα σημαντικότερα αποκτήματα του μουσείου αλλά και, γενικότερα, ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα της Πρωτοκυκλαδικής περιόδου, αποτελώντας το δεύτερο μεγαλύτερο μέχρι στιγμής, γνωστό ακέραιο κυκλαδικό έργο (με ύψος 140 εκατοστών).
Τα ίχνη της χρωματικής διακόσμησης που έχουν εντοπιστεί επάνω του, μαζί με το μέγεθός του ίσως μαρτυρούν μία από τις πρώτες μνημειακές απεικονίσεις θεότητας στην ιστορία των πολιτισμών του Αιγαίου.
Κεφάλι ειδωλίου
Πηγή έμπνευσης για πολλούς και σημαντικούς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, όπως ο Brancusi, ο Modigliani, ο Giacometti, ο Moore και η Hepworth, το μακρύ αυτό ωοειδές μαρμάρινο κεφάλι με το απλό και σαφές περίγραμμά του, που στηρίζεται σε κυλινδρικό λαιμό και κλίνει ελαφρά προς τα πίσω, φέρνει σε διάλογο τη σύγχρονη τέχνη του μοντερνισμού με την τέχνη της Πρωτοκυκλαδικής εποχής, η οποία κατέκτησε ήδη πριν από 4500 χρόνια τη λιτότητα της φόρμας.
Ειδώλιο γυναικείας μορφής
Η κυρία «Modigliani», όπως αποκαλείται το συγκεκριμένο ειδώλιο λόγω της ομοιότητας των χαρακτηριστικών της κεφαλής του με το έργο του ομώνυμου ζωγράφου «Γυναίκα με καπέλο», υποδέχεται τους επισκέπτες στην αίθουσα της Κυκλαδικής Τέχνης στο μουσείο, του οποίου αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά εκθέματα.
Η κομψή αυτή μαρμάρινη μορφή, με την αφαιρετικότητα και την αρμονία στις αναλογίες και τα γωνιώδη περιγράμματα μαρτυρά την επιδεξιότητα των δημιουργών στις προϊστορικές Κυκλάδες, μία επιδεξιότητα που ενέπνευσε πολλούς από τους καλλιτέχνες του 20ου αιώνα.
Θησαυρός Κέρου
Ο «Θησαυρός της Κέρου» είναι ένα αινιγματικό σύνολο κυκλαδικών αντικειμένων της 3ης χιλιετίας π.Χ., που προέρχεται από τη θέση Κάβος στο ακατοίκητο σήμερα νησάκι Κέρος, ανάμεσα στη Νάξο και την Αμοργό.
Ειδικότερα, το σύνολο αυτό αποτελείται από δεκάδες μαρμάρινα ειδώλια και άλλα μικροαντικείμενα που κλάπηκαν από την Κέρο τον περασμένο αιώνα και διοχετεύτηκαν παράνομα στη διεθνή αγορά. Η τύχη πολλών εξ αυτών αγνοείται, όμως ένας σημαντικός αριθμός –81 συνολικά θραύσματα– έχει επαναπατρισθεί χάρη στις προσπάθειες του μουσείου και εκτίθεται σε περίοπτη θέση.
Το σύνολο των αντικειμένων αυτών, σε συνδυασμό με νέα θραύσματα ειδωλίων που εντοπίστηκαν σε αποθέτες στη λεηλατημένη περιοχή κατόπιν συστηματικών ερευνών, οδήγησε στην ερμηνεία του χώρου εύρεσής τους ως ενός παν-κυκλαδικού ιερού, όπου οι κάτοικοι των Κυκλάδων της 3ης χιλιετίας π.Χ. σκόπιμα κατακερμάτιζαν και αφιέρωναν για τελετουργικούς σκοπούς αντικείμενα με μεγάλη συμβολική σημασία.
Το αγγείο των περιστεριών
Ένας μαρμάρινος «δίσκος» με μια σειρά ολόγλυφων πτηνών στην εσωτερική του διάμετρο αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της κυκλαδικής μαρμαρογλυπτικής που εκτίθενται στο μουσείο.
Η ύπαρξη των πτηνών, που ερμηνεύτηκαν ως περιστέρια –ένα πτηνό ιερό στη Μεσοποταμία ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ.–, το υλικό, το μέγεθος, αλλά και θραύσματα του ιδίου τύπου αγγείων, που εντοπίστηκαν στη θέση Κάβος της Κέρου οδήγησαν στην υπόθεση, πως πρόκειται για ένα σκεύος με καθαρά τελετουργικό σκοπό, που χρονολογείται στην ακμή του κυκλαδικού πολιτισμού.
Πυξίδα ίππων
Μία αττική πυξίδα των γεωμετρικών χρόνων δεσπόζει σε κεντρική προθήκη του δευτέρου ορόφου του μουσείου, μαρτυρώντας με τη διακόσμηση του πώματός της, που φέρει ολόγλυφους ίππους, την υψηλή κοινωνική θέση του άνδρα κατόχου της, στον τάφο του οποίου τοποθετήθηκε ως κτέρισμα.
Οι πυξίδες, ένας πολύ διαδεδομένος τύπος αγγείων στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούνταν για την φύλαξη κοσμημάτων ή άλλων πολύτιμων αντικειμένων αλλά και για την αποθήκευση καλλυντικών-καλλωπιστικών και φαρμακευτικών σκευασμάτων. Οι πιο εντυπωσιακές με τους ίππους στο πώμα έχουν βρεθεί σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν σε ανδρικές ταφές.
Μελανόμορφη υδρία με γαμήλια πομπή
Η εντυπωσιακή υδρία του μελανόμορφου ρυθμού των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ. ξεχωρίζει για την όμορφη παράσταση θεϊκής γαμήλιας πομπής, που απεικονίζεται στην κύρια μετόπη της. Επάνω σε άρμα, που το σέρνουν τέσσερα άλογα (τέθριππο) απεικονίζονται ο ηνίοχος και η συνοδός του με ψευδοεπιγραφές σε ελληνικό αλφάβητο να απλώνονται γύρω τους, προσδιορίζοντας ίσως (καθώς δεν διαβάζονται) την ταυτότητα ανθρώπων και ζώων.
Τέτοια αγγεία βρέθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στην Ετρουρία της Ιταλίας και θεωρήθηκαν προϊόντα εξαγωγής των αττικών εργαστηρίων. Οι ψευδοεπιγραφές θα αποτελούσαν, σε αυτήν την περίπτωση, δείγματα της ανάγκης των χρηστών να ενταχθούν σε αυτό που οριζόταν ως «ελληνικό», αυτό δηλαδή, που σχετιζόταν με τη μητροπολιτική Ελλάδα.
Εντυπωσιακή είναι, τέλος, η διαφορετική κίνηση, που αποδίδει στα άλογα ο καλλιτέχνης ενώ το δεύτερο από αυτά αποδίδεται με εντελώς διαφορετικό χρώμα από τα υπόλοιπα και σε διαφορετική στάση.
Ο κρατήρας των κωμαστών
Στο μουσείο ξεχωρίζει ένας ερυθρόμορφος κρατήρας των κλασικών χρόνων (500-490 π.Χ.) με την «αφήγηση» δύο σκηνών, η μία από την καθημερινή ζωή και η άλλη από τη μυθολογία, που μοιάζουν να συνομιλούν αρμονικά.
Ειδικότερα, στην πρόσθια όψη του αγγείου απεικονίζονται συμποσιαστές ή «κωμαστές», άνδρες δηλαδή, που συμμετέχουν στις εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του θεού Διονύσου, καθώς προσεγγίζουν ερωτικά δύο γυμνές γυναίκες/εταίρες, σε μια σκηνή γεμάτη ζωντάνια και κίνηση, που τονίζει και τη θέση ανδρών και γυναικών στις συμποσιαστικές εκδηλώσεις. Στην πίσω όψη παρουσιάζεται μία εξαιρετικά ήρεμη σκηνή αρπαγής της Ευρώπης από τον Δία που έχει μεταμορφωθεί σε ταύρο, κάτι που έρχεται σε αντιπαραβολή με την ένταση της μπροστινής πλευράς. Αν υποτεθεί ένας διάλογος μεταξύ των δύο σκηνών, γίνεται σαφές, ότι ο καλλιτέχνης θέλησε να αποτυπώσει τη θέση του άνδρα ως θηρευτή τόσο στην καθημερινότητα όσο και στο μύθο. Μία προειδοποίηση, ίσως, για τις βίαιες παρεκτροπές, που προκαλεί στους συμποσιαστές η υπερβολική χρήση οίνου!
Κύλικα συμποσίου
Σκηνή συμποσίου κοσμεί την επιφάνεια της ερυθρόμορφης κύλικας, ζωντανεύοντας μια στιγμή από την καθημερινή ζωή των ανδρών στην κλασική αρχαιότητα. Ο Ζωγράφος του Αντιφώντος διηγείται μέσα από τις μορφές που απεικονίζονται τις ζωηρές συζητήσεις πάνω σε ανάκλιντρα, οι οποίες γίνονταν πάντα συνοδεία κρασιού στις συγκεντρώσεις αυτές, αλλά και τα παιχνίδια που παίζονταν, όπως ο κότταβος.
Στο εσωτερικό της κύλικας παρουσιάζεται ένας γυμνός και ωραίος νέος, ο οποίος ονομάζεται Λύσις, και χαρακτηρίζεται ως «Καλός», ωραίος δηλαδή, σύμφωνα με την επιγραφή που τον συνοδεύει. Προφανώς ήταν υπεύθυνος να σερβίρει το κρασί στους συμμετέχοντες στο συμπόσιο, γι’ αυτό και με το αριστερό του χέρι κρατά μία κύλικα ενώ με το δεξί, το οποίο έχει βάλει μέσα σε έναν κρατήρα ετοιμάζεται να αντλήσει κρασί με κάποιο αντικείμενο που δεν είναι ορατό.
Ο κρατήρας του Ηφαίστου
Ένας ερυθρόμορφος κρατήρας του 5ου αιώνα π.Χ. κατέχει ιδιαίτερη θέση στις μόνιμες συλλογές του μουσείου, εξαιτίας της παράστασης της μπροστινής όψης του, που απεικονίζει με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο την επιστροφή του Ηφαίστου στον Όλυμπο.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ήφαιστος είχε κατασκευάσει έναν θρόνο για τη μητέρα του την Ήρα, την βασίλισσα των θεών, με αόρατα δεσμά από τα οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει παρά μόνο με τη δική του επέμβαση. Ο συγκεκριμένος θρόνος ήταν η «τιμωρία» για τη μητέρα του, που τον είχε πετάξει από τον Όλυμπο, όταν αυτός γεννήθηκε εκεί, λόγω της δυσμορφίας του.
Ο μοναδικός θεός που κατόρθωσε να τον ανεβάσει στον Όλυμπο για να ελευθερώσει την Ήρα ήταν ο Διόνυσος, μεθώντας τον με κρασί, το οποίο φαίνεται πράγματι να προσφέρει στον Ήφαιστο με έναν κάνθαρο στην παράσταση του κρατήρα αυτού.
Εντυπωσιακές είναι οι λεπτομέρειες της κίνησης, της συμπεριφοράς και της έκφρασης των γαϊδουριών πάνω στα οποία ιππεύουν οι δύο θεοί, καθώς αυτό του Διονύσου προχωρά ήρεμο ενώ το άλλο του Ηφαίστου ανασηκώνει το αριστερό του πόδι και ανοίγει το στόμα του με τρόπο, που κάνει εμφανή τα αποτελέσματα της αλόγιστης χρήσης του κρασιού. Ταυτόχρονα, η κίνηση της σκηνής καταδεικνύει τη δεξιοτεχνία του καλλιτέχνη.
Αγαλμάτιο αγοριού
Ένα μικρό, μαρμάρινο αγόρι χαμογελά αδιόρατα ως σήμερα στον επισκέπτη του Μουσείου, αντανακλώντας στο πλάσιμο και τη στάση του μια ολόκληρη εποχή, που έμελλε να αλλάξει την εικονογραφία της γλυπτικής στην αρχαιότητα.
Το αγόρι κρατά έναν λαγό στο αριστερό του χέρι, ενώ η κόμμωση και το ομαλό πλάσιμο του σώματός του μαρτυρούν την ηλικία του. Μια ηλικία όπου τα παιδιά παίζουν με ζώα ή συμμετέχουν στο κυνήγι. Παρόμοια γλυπτά αγοριών και κοριτσιών έχουν βρεθεί στο ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος στην Αττική, αντικατοπτρίζοντας την τέχνη της Ελληνιστικής περιόδου, που δίνει έμφαση στον ρεαλισμό.
Το δίδραχμο της Ίου
Η πιο παλιά και όμορφη νομισματική απεικόνιση του Ομήρου βρίσκεται σε ένα εξαιρετικά σπάνιο αργυρό δίδραχμο από το νησί της Ίου. Τρία ακόμα νομίσματα αυτής της κοπής είναι γνωστά ως σήμερα, μιας κοπής που εδραίωνε τη συσχέτιση του μεγάλου ποιητή με την Ίο ως τον τόπο του θανάτου του. Το όνομα του Ομήρου είναι εμφανές στα δεξιά του, ενώ ο ίδιος εμφανίζεται γενειοφόρος και με πλούσια κόμη. Στον οπισθότυπο εμφανίζεται το εθνικό όνομα των δημοτών της Ίου μέσα σε δάφνινο στεφάνι.
Τον 2ο αιώνα π.Χ. αρκετές πόλεις κόβουν για πρώτη φορά στην ιστορία τους νομίσματα και επιλέγουν περήφανα να ταυτιστούν με το ένδοξο μυθολογικό τους παρελθόν, εξυπηρετώντας οικονομικές ανάγκες ενός ιερού ή εορτών προς τιμήν ενός θεού ή ενός ήρωα. Ο Όμηρος του διδράχμου της Ίου έγινε αντικείμενο τιμών στο νησί, οι οποίες διήρκεσαν για πολλούς αιώνες μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο.
Η οινοχόη με το πτηνό
Μια σπάνια οινοχόη της Κυπρο-Αρχαϊκής περιόδου (750-600 π.Χ.) από τη Συλλογή Κυπριακών Αρχαιοτήτων του Θάνου Ν. Ζιντίλη, που παρουσιάζεται στον 3ο όροφο του μουσείου ζωντανεύει τον φυσικό κόσμο με την αναπαράσταση ενός υδρόβιου πτηνού στο σώμα της.
Το πτηνό είναι δημιούργημα του λεγόμενου «Ελεύθερου Ζωγραφικού Ρυθμού» , ενός ρυθμού που αναπτύχθηκε στο νησί της Κύπρου τον 8ο αιώνα π.Χ., προσφέροντας ελευθερία έκφρασης στους αγγειογράφους της εποχής, οι οποίοι χρησιμοποίησαν δημοφιλή θέματα, όπως πτηνά, ζώα, ψάρια ή και ανθρώπινες μορφές για να περιγράψουν τον κόσμο που τους περιέβαλλε. Το συγκεκριμένο υδρόβιο πτηνό είναι χαρακτηριστικό της πανίδας του νησιού και λειτουργεί ως σύμβολο της ταυτότητας των κατασκευαστών ή και των χρηστών της οινοχόης.
Οι επιλογές των διευθυντών
Το «Αρσενικούδι»
Αγαπημένο και ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το περίφημο «Αρσενικούδι», μία ονομασία που αποδίδει πλήρως τη μοναδικότητά του, καθώς συνιστά την εξαίρεση ανάμεσα σε ένα πλήθος γυναικείων μορφών της Πρωτοκυκλαδικής εποχής.
Το γλυπτό, με αρχικό ύψος 1,10 μ., αποπνέει μια αίσθηση μνημειακότητας και επιβλητικότητας αποτελώντας το μοναδικό μέχρι στιγμής παράδειγμα ανδρικής μορφής σε μεγάλη κλίμακα. Τα ανοικτά σκέλη επισημαίνουν την όρθια στάση του ενώ οι βραχίονες, λυγισμένοι κάτω από το στήθος έρχονται σε απόλυτη συμφωνία με τη στατικότητα των γυναικείων ειδωλίων της κυκλαδικής γλυπτικής. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα δηλαδή, που το κατατάσσει στην κατηγορία των μορφών του λεγόμενου «κανονικού τύπου». Το έργο αποδίδεται στον επονομαζόμενο «Καλλιτέχνη Γουλανδρή» και σ’ αυτό ενσωματώνεται η δημιουργική ματιά ενός καλλιτέχνη, που αναμφίβολα έχει αφήσει τη σφραγίδα του στην 3η χιλιετία π.Χ.
Τα μνημειακού μεγέθους γλυπτά είναι ελάχιστα στην κυκλαδική τέχνη και για τον λόγο αυτόν θεωρείται, ότι προορίζονταν για δημόσια λατρεία σε υπαίθρια ιερά ως αναπαραστάσεις θεοτήτων της εποχής. Ως μοναδικό παράδειγμα ανδρικής μορφής μνημειακού μεγέθους, το έργο αυτό ξεχωρίζει, προκαλώντας μας να αναλογιστούμε τη σημασία της ανδρικής παρουσίας στην τέχνη και τη λατρεία της εποχής.
Ο Σιληνός και ο πίθηκος
Από τα πιο αγαπημένα αντικείμενα του Μουσείου είναι ένα μικρό και εν πολλοίς ευτελές σύμπλεγμα ειδωλίων, ένα αντικείμενο που κανείς δεν θα το χαρακτήριζε «αριστούργημα». Πρόκειται, όμως, για ένα έργο των τελών του 5ου αι. π.Χ., το οποίο κρύβει μια ενδιαφέρουσα ιστορία και αγγίζει τον ίδιο τον άνθρωπο, τις σκέψεις και τις κινήσεις του, αυτόν που αναζητούμε πίσω από κάθε αναζήτηση του παρελθόντος. Εικονίζει έναν ιθυφαλλικό Σιληνό, ο οποίος στηρίζεται στα λυγισμένα πόδια του και την ουρά του ενώ την ίδια στιγμή, με το διπλωμένο αριστερό του χέρι στηρίζει, σχεδόν τρυφερά, έναν μικρό πίθηκο πάνω στον ώμο του. Το μικρό πιθηκάκι, με σχεδόν παιχνιδιάρικη έκφραση και κίνηση, ψειρίζει το φαλακρό του κεφαλιού του Σιληνού. Είναι μια σκηνή που επιδέχεται πολλές ερμηνείες, αλλά σίγουρα παραπέμπει στον κόσμο του μύθου και του κόσμου του Διονύσου, στον οποίο ο Σιληνός κατέχει κομβική θέση.
Πέραν όμως, της εικονογραφικής σημασίας, το συγκεκριμένο ειδώλιο παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς την κατασκευή του. Μια ενδιαφέρουσα μίξη τεχνικών, που μαρτυρά τις κινήσεις του τεχνίτη που το κατασκεύασε: Χρησιμοποίησε μήτρα για το προσεγμένο κεφάλι του Σιληνού ενώ το υπόλοιπο σώμα του, όπως και ο πίθηκος είναι χειροποίητα. Πρόκειται για σαφή ένδειξη του σημείου στο οποίο επικεντρώνεται το σύμπλεγμα. Δίνει,όμως, και μία ακόμη πιο ενδιαφέρουσα διάσταση: Η μήτρα του συγκεκριμένου ειδωλίου είναι ίδια με αυτή ενός αντίστοιχου ειδωλίου στο Μουσείο Κανελλοπούλου. Και μέσα από μια τέτοια παρατήρηση ενός ευτελούς κατά τα λοιπά αντικειμένου μπορούμε να ανασυνθέσουμε κάποιες στιγμές της λειτουργίας ενός βοιωτικού (πιθανότατα) εργαστηρίου, που κατασκεύαζε τέτοια ειδώλια σε μεγάλους αριθμούς.
Ο αποχαιρετισμός του πολεμιστή
Μία υπέροχη αττική, ερυθρόμορφη πελίκη που αποδίδεται στον λεγόμενο «Ζωγράφο της Κενταυρομαχίας» του Λούβρου έχει μια ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για το μουσείο. Πρόκειται για το πρώτο αντικείμενο της Συλλογής Νικολάου και Ντόλλης Γουλανδρή, που έλαβε αριθμό ευρετηρίου και εκκίνησε, έτσι, την πλούσια διαδρομή της ίδιας της συλλογής και του μουσείου στα μουσειακά και ερευνητικά πράγματα της χώρας.
Η κομψή πελίκη του 440 π.Χ. εικονίζει στην κύρια όψη της την τυπική σκηνή του αποχαιρετισμού του πολεμιστή, ο οποίος εμφανίζεται γυμνός στο κέντρο της μετόπης να κρατά τον αμυντικό και τον επιθετικό του εξοπλισμό. Στρέφει το βλέμμα του προς τη γυναικεία μορφή στα αριστερά, μάλλον την αγαπημένη του σύζυγο, η οποία ετοιμάζεται να κάνει την αποχαιρετιστήρια σπονδή. Πίσω από τον πολεμιστή στέκει γερμένος στη βακτηρία του, ένας γενειοφόρος άνδρας, ίσως ο πατέρας του. Είναι ένα έργο, που εικονίζει μια συναισθηματικά φορτισμένη σκηνή, αυτή της μετάβασης από μία κατάσταση σε μιαν άλλη, από την ειρήνη στον πόλεμο, από την νηνεμία στην ένταση, από την πόλη και τον πολιτισμό στην βαρβαρότητα. Μια σκηνή, που θαρρείς ότι απεικονίζει τόσο εύστοχα τη μετάβαση της Συλλογής σε ένα σημαντικό και πρωτοπόρο Μουσείο.
Βιογραφικά
Ο Παναγιώτης Ιωσήφ είναι κλασικός αρχαιολόγος, ειδικός της ελληνιστικής Ανατολής,, ενώ κύριο αντικείμενο των ερευνών του είναι η αρχαία νομισματική και οικονομία, η θρησκεία και οι μέθοδοι προσέγγισης και αποτύπωσης της εικόνας στην αρχαιότητα. Το 2017 εκλέχθηκε καθηγητής Αρχαίας και Μεσαιωνικής Νομισματικής στο Πανεπιστήμιο Radboud του Νάιμεχεν (Ολλανδία), όπου έχει επιβλέψει σειρά μεταπτυχιακών και διδακτορικών διατριβών. Επί σειρά ετών υπήρξε υποδιευθυντής της Βελγικής Σχολής Αθηνών, συμβάλλοντας σημαντικά στην καθιέρωσή της ως ερευνητικού κέντρου. Από τον Δεκέμβριου του 2023 έχει αναλάβει την επιστημονική διεύθυνση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Έχει λάβει πλήθος υποτροφιών και διεθνών διακρίσεων ενώ έχει συγγράψει κι επιμεληθεί έντεκα βιβλία, τρεις καταλόγους εκθέσεων κι έχει δημοσιεύσει πάνω από 80 άρθρα σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Έχει διοργανώσει πολυάριθμα συνέδρια ενώ έχει συμμετάσχει σε πάνω από 50 διεθνή συνέδρια. Υπήρξε μέλος σε πλήθος ανασκαφικών ερευνών στην Ελλάδα και το εξωτερικό και επί χρόνια υπήρξε επιστημονικός συνεργάτης της ανασκαφής της Βελγικής Σχολής Αθηνών στο Θορικό Αττικής. Είναι ενεργό μέλος επιστημονικών επιτροπών και περιοδικών.
Ο Ιωάννης Φάππας είναι προϊστορικός αρχαιολόγος με ειδίκευση στην ιστορία και αρχαιολογία του Αιγαίου κατά την Εποχή του Χαλκού. Στη διάρκεια των διδακτορικών σπουδών του μετεκπαιδεύτηκε στη Γραμμική Β γραφή στα Πανεπιστήμια του Κέιμπριτζ και της Οξφόρδης, όπου και πραγματοποίησε ενδελεχή έρευνα στο επιγραφικό υλικό της αρχαίας ανατολικής Μεσογείου. Το 2023 εκλέχτηκε επίκουρος καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ διετέλεσε Επιμελητής Προϊστορικών Αρχαιοτήτων στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης από το 2018 μέχρι το 2023. Από τον Δεκέμβριο του 2023 έχει αναλάβει την επιστημονική διεύθυνση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.
Έχει λάβει υποτροφίες, διακρίσεις και χρηματοδοτήσεις ερευνών. Έχει δημοσιεύσει πολυάριθμα άρθρα και μία μονογραφία, η οποία αναφέρεται στην παρασκευή και χρήση των αρωματικών ελαίων στη μυκηναϊκή Ελλάδα και την αρχαία ανατολική Μεσόγειο κατά τον 14ο και 13ο αιώνα π.Χ. Συμμετέχει ενεργά στην ανασκαφή του μυκηναϊκού ανακτόρου της Θήβας και σε πολλά άλλα ερευνητικά προγράμματα με επίκεντρο την προϊστορική Βοιωτία.
Ανακαλύψτε το «Αφιέρωμα – Μουσεία»
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Τι να δω στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πάρου – Γράφει ο αρχαιολόγος Γιάννος Κουράγιος
Τι να δω στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών – Γράφει η αρχαιολόγος δρ Άλκηστις Παπαδημητρίου
Τι να δω στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο – Γράφει η αρχαιολόγος δρ Κατερίνα Δελλαπόρτα
- Μιχάλης Σιαμίδης στο mononews: Κάθε επιχείρηση πρέπει να χτίσει το δικό της επιχειρηματικό μοντέλο
- Τι θα εισφέρει η Μπάρμπα Στάθης στην Ideal Holdings
- OΠΑΠ: Γιατί η αγορά περιμένει ότι θα σπάσει το φράγμα των 770 εκατ. ευρώ EBITDA φέτος
- Αρ. Παντελιάδης (ΕΣΕ): Οι τιμές στα σούπερ μάρκετ δεν θα επιστρέψουν ποτέ στα προ 3ετίας επίπεδα