• Άρθρα

    Τα επιτόκια, ο φόβος της «φούσκας» και η εμμονή με τα μακροοικονομικά μεγέθη

    Αντώνης Κεφαλάς

    Αντώνης Κεφαλάς


    Η μείωση των επιτοκίων από την FED και την ECB φέρνει στο προσκήνιο τα ενδημικά προβλήματα της σύγχρονης οικονομικής πολιτικής και εμφανίζει στον ορίζοντα, για μία ακόμη φορά, το φάσμα της «φούσκας» στις αξίες, (asset bubble). Παρά τα μαθήματα που έχει παραδώσει η εμπειρία στα τελευταία 30 χρόνια, οι σχεδιαστές της οικονομικής πολιτικής εξακολουθούν να πιστεύουν ότι έχουν την ικανότητα να ελέγχουν τον κύκλο οικονομικής συγκυρίας με το επιτόκιο ως όπλο—και μάλιστα ότι μπορούν να πετυχαίνουν τον έλεγχο με μικρές μόνο αποκλίσεις από τον στόχο – fine tuning όπως αποκαλείται.

    Ο Keynes ήταν σαφής: η δημοσιονομική πολιτική είναι χαλαρή σε εποχή ύφεσης, ώστε να βοηθηθεί η έξοδος από αυτήν, και αυστηρή σε περίοδο ανάπτυξης, ώστε να δημιουργηθούν τα αποθέματα για την ώρα ανάγκης. Η οικονομική πολιτική που υιοθετήθηκε από το 1990 και μετά, ουσιαστικά ουδετεροποιεί την δημοσιονομική πολιτική και όταν εμφανίζονται σημάδια πληθωρισμού αυξάνει τα επιτόκια – και το αντίθετο. Το ένα πρόβλημα είναι ότι σε κάποια στιγμή, όπως συνέβη με την κρίση του 2008/9, το επιτόκιο δεν φέρνει κανένα αποτέλεσμα (liquidity trap)  και τότε η δημοσιονομική πολιτική δεν ασκείται από την κυβέρνηση αλλά από τις κεντρικές τράπεζες – με την δημιουργία λογιστικού χρήματος.

    Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να δημιουργούν χρήμα, δεν μπορούν όμως να κανονίσουν που θα πάει. Σε ποια κανάλια θα μπει. Και σήμερα, η διάχυση των αποτελεσμάτων και των επιπτώσεων της οικονομικής πολιτικής συμβαίνει πρωταρχικά μέσω των αγορών αξιών (bond markets) – οι οποίες ουσιαστικά δεν ελέγχονται.

    Στην πράξη αυτό που ζούμε στις ημέρες μας είναι ότι η άνοδος των επιτοκίων με την δημοσιονομική πολιτική εξουδετερωμένη, ωθεί την οικονομία σε επιβράδυνση. Κι αυτό ακριβώς συνέβη με τις πρόσφατες αυξήσεις. Φαινομενικά ο πληθωρισμός επιβραδύνθηκε επίσης, οπότε οι κεντρικές τράπεζες βιάστηκαν τώρα να μειώσουν τα επιτόκια ώστε να διευκολύνουν την ανάπτυξη.

    Η οικονομία, όμως, σε παγκόσμιο επίπεδο λειτουργεί ήδη με μίλα τεράστιε συσσωρευμένη ρευστότητα, που με τις πλέον συντηρητικές εκτιμήσεις ανέρχεται σε 1 τετράκις εκατομμύρια (δεν είναι λάθος) —κι ας σημειωθεί ότι πάνω από το ½ βρίσκεται εκτός τραπεζικού συστήματος οπότε είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτο. Όταν μειώνονται τα επιτόκια οι επενδυτές αναζητούν αξίες με μεγαλύτερες αποδόσεις και, στην διαδικασία αυτή, αποδέχονται να αναλάβουν ολοένα και πιο αυξημένο ρίσκο. Το κυνηγητό του κέρδους οδηγεί έτσι στην υποβάθμιση του ρίσκου, δημιουργώντας άριστες προϋποθέσεις για την εμφάνιση «φούσκας αξιών».

    Το θέμα δεν απλά η εμμονική πίστη στο fine tuning μέσω του επιτοκίου αλλά η τυφλή υποταγή στην αρχή ότι αν ο πληθωρισμός δεν είναι στο 2%, θα εμφανιστούν πληθωριστικές προσδοκίες και στην συνέχεια θα αντιμετωπίσουμε περίοδο υψηλού πληθωρισμού όπως στην δεκαετία του 1980. Το γεγονός ότι με την «σύγχρονη» οικονομική πολιτική αντιμετωπίζουμε τον πληθωρισμό των αξιών, την εξάπλωση ολιγοπωλιακών φαινομένων, την αύξηση των ανισοτήτων, δεν ενοχλεί, δεν προβληματίζει.

    Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η παραγωγικότητα (ο μόνος υγιής τρόπος να έχεις ανάπτυξη και αναδιανομή εισοδήματος) παραμένει εξαιρετικά χαμηλή στο σύνολο της Δύσης. Η ρευστότητα που δημιουργούν οι κεντρικές τράπεζες προκειμένου να στηρίξουν την ανάπτυξη δεν πηγαίνει σε παραγωγικές επενδύσεις αλλά σε χρηματοπιστωτικές αξίες. Γι’ αυτό και στις περισσότερες χώρες, το χρέος αυξάνεται ταχύτερα από την οικονομία.

    Παρατηρείται, λοιπόν, το παράδοξο όπου η αύξηση των επιτοκίων πράγματι επιβραδύνει την ανάπτυξη, σε ορισμένες περιπτώσεις και τον πληθωρισμό, αλλά η μείωση τους ενώ δεν αυξάνει τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα, αυξάνει τον πληθωρισμό αξιών – τις φούσκες – με ότι αυτό συνεπάγεται, πέρα από την οικονομία, κοινωνικά και πολιτικά.

    Αυτά τώρα συμβαίνουν μέσα σ’ ένα περιβάλλον, όπου η ρευστότητα αυξάνεται συνεχώς, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να δίνεται ώθηση στην οικονομία μέσω της μείωσης των φόρων και της αύξησης του χρέους, μολονότι η οικονομία είναι ήδη σε ανοδική πορεία. Οι κινήσεις αυτές συνοδεύονται και από μία νέα κουλτούρα, που λέει ότι δεν αφήνουμε κανένα να χρεοκοπήσει (no bailouts) καθώς η λογική ότι είναι «πολύ μεγάλος για να αποτύχει» (too big to fail) καλύπτει πλέον τους πάντες. Εμποδίζεται, έτσι, η διαδικασία που ο Schumpeter αποκάλεσε «δημιουργική καταστροφή» κι αυτό σε μεγάλο βαθμό εξηγεί επίσης την μη αύξηση της παραγωγικότητας.

    Στα καθ’ ημάς, σωστά η κυβέρνηση επαίρεται για την σημαντική βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών. Απαιτούνται δύο παρατηρήσεις, όμως. Στα μάτια και αυτιά του κόσμου η συνεχής προβολή της υπεραπόδοσης των εσόδων έχει δύο αρνητικές πλευρές: ενθαρρύνεται η άποψη για υπερφορολόγηση και, ταυτόχρονα, ανοίγει η όρεξη για επιδόματα, αυξήσεις κλπ. Αυτό έχει ήδη δημιουργήσει ένα χάσμα αξιοπιστίας ανάμεσα στην κυβέρνηση και πολλούς πολίτες—οπότε και αρνητικές πολιτικές επιπτώσεις. Ας προσέξει η κυβέρνηση να μην φέρει άθελα της στην επικαιρότητα την φράση του Γέρου της Δημοκρατίας «τα νούμερα ευημερούν, οι άνθρωποι πεινάνε».

    Δεύτερον, ο  παγκόσμιος οικονομικός ορίζοντας είναι στην καλύτερη περίπτωση ομιχλώδης, στην χειρότερη μαύρος. Είναι προφανές ότι σε περίπτωση κρίσης η κυβέρνηση βασίζεται σε ευρωπαϊκή (Ε.Ε.) βοήθεια, όπως συνέβη με την πανδημία. Ο έλεγχος, όμως, της υπέρμετρης οικονομικής αισιοδοξίας που χρησιμοποιείται κατά μία έννοια ως αντιστάθμισμα ώστε να εξισορροπήσουν οι πολιτικές απώλειες που φαίνεται πως έχει η κυβέρνηση (αν και δεν συμμερίζομαι την σύγκριση του 41% με το 30% των ευρωεκλογών) θα ήταν μία μορφή αυτοκριτικής και σώφρονης πρόβλεψης.

    Διαβάστε επίσης

    Θα υλοποιηθεί άραγε ο στόχος της ομαλής προσγείωσης;



    ΣΧΟΛΙΑ