Αδιάλειπτα ισχυρή αποδεικνύεται η ζήτηση για ελληνικούς τίτλους, κρατικούς και εταιρικούς, πιστοποιώντας την διάθεση των επενδυτών να αναλάβουν ελληνικό ρίσκο καθώς η ελληνική οικονομία εξυγιαίνεται και βήμα – βήμα επιδιώκει με συνεπείς πολιτικές τη σταδιακή και χρονοβόρα σύγκλιση με τις αξιολογήσεις που απολάμβανε πριν ξεσπάσει η κρίση. Χθες, Τετάρτη με  ζήτηση τριπλάσια του αιτούμενου ποσού ολοκληρώθηκε η, τακτική, δημοπρασία του ελληνικού δημοσίου μέσω της οποίας δανείστηκε 250 εκατ. ευρώ, συγκεντρωνοντας υπερτριπλασιες προσφορες, με επιτόκιο οριακά άνω του 3%, όταν το αντίστοιχο γερμανικό κινούνταν χθες σχεδόν στο 2,2%.

Η συγκεκριμένη έκδοση αναμενόταν να απορροφηθεί άμεσα και γρήγορα από την αγορά καθώς πρόκειται για εκδόσεις που είναι προγραμματισμένες και σχεδιασμένες για να αξιοποιούν το feedback που δέχεται ο ΟΔΔΗΧ από την αγορά με πρώτο μέλημα να βελτιώσει τις συνθήκες ρευστότητας στην εγχώρια αγορά ομολόγων.

1

Ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένδειξη υψηλής ζήτησης και επιστροφής στην κανονικότητα για την ελληνική αγορά που ανοικοδομείται με μια σταθερή προσπάθεια μείωσης του χρέους, που παραμένει το μεγάλο βαρίδι για την οικονομία, μετά από τη χρεοκοπία του 2010.

Το κλίμα θετικής προοπτικής κυρίως ως προς τη συνέπεια των πολιτικών εξυγίανσης είναι εμφανές και στις πολλές και επιτυχημένες εκδόσεις των ελληνικών τραπεζών τους τελευταίους μήνες με τον εγχώριο χρηματοπιστωτικό κλάδο να αποτελεί οδηγό για την ευρύτερη αναβάθμιση της οικονομίας, όπως άλλωστε επισημαίνεται και στο σκεπτικό των πρόσφατων εκθέσεων μεγάλων ξένων οίκων.

Δεν είναι τυχαίο πως στην τελευταία του έκθεση ο οίκος Moody’s στα στοιχεία που στήριξαν την αναβάθμιση του outlook σε θετικό ενέταξε τις αυξημένες πιθανότητες να συνεχίσει να ενδυναμώνεται ο τραπεζικός τομέας, περιορίζοντας έτσι τους δυνητικούς κινδύνους και για το κρατικό αξιόχρεο, παράλληλα φυσικά με την δημοσιονομική πειθαρχία, την σταθερή υπεραπόδοση της οικονομίας έναντι της ευρωζώνης και την εκτίμηση πως ίσως η δημοσιονομική υπεραπόδοση αποδειχθεί ισχυρότερα μειώνοντας ταχύτερα το χρέος. Όσον αφορά στις τράπεζες, ο οίκος είχε επισημάνει πως  είναι πλέον εγγύτερα στον ευρωπαϊκό μέσο όρο στη βάση πολλών δεικτών ευρωστίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της European Banking Authority (EBA) στο πρώτο τρίμηνο του 2024 ο δείκτης CET-1 του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ήταν στο 15.5% έναντι 16% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ.

Επιπλέον η κερδοφορία είναι ισχυρότερη για τις ελληνικές τράπεζες ενώ ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου αλλά η προοπτική είναι καλή για να βρεθεί εγγύτερα στον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 1,9% εντός του προσεχούς ενός ή δύο ετών.

Τα σημάδια βελτίωσης στον τραπεζικό κλάδο – επομένως και της μείωσης των ρίσκων για το κράτος – αποτυπώνονται και στην επιτυχή διάθεση των ποσοστών του ΤΧΣ στην Πειραιώς τον Μάρτιο του 2024 αλλά και στο σχεδιασμό αποεπένδυσης, του μεγαλύτερου ποσοστού του Δημοσίου, από την Εθνική που δρομολογείται πριν τα τέλη του έτους σύμφωνα με τον οίκο.

Τα θετικά αυτά σήματα που αποτυπώνονται και στην επιτάχυνση των αναβαθμίσεων των ελληνικών τραπεζών από τους μεγάλους οίκους «μεταφράζονται» σε υψηλή ζήτηση και κατά τις εκδόσεις των εγχώριων τραπεζικών ομίλων σε μια περίοδο πιέσεων στις μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες που βρίσκονται στον κλοιό σοβαρών προβλημάτων (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) σε αντίθεση με την «περιφέρεια» που παρά τις ουσιαστικές προκλήσεις τις οποίες αντιμετωπίζει βαδίζει σε πορεία βελτίωσης. Ό

πως άλλωστε επεσήμανε μεταξύ άλλων η Capital Economics την Τετάρτη «τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας συνεχίζουν να βελτιώνονται λόγω των μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού, της σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και των χαμηλών δαπανών για τόκους. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία έχει ιστορικό αρκετά αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, σχεδιάζει να μειώσει το έλλειμμα κάτω από το 1% του ΑΕΠ το επόμενο έτος.

Και ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται. Αυτό θα βοηθήσει να διατηρηθούν τα περιθώρια των κρατικών ομολόγων». Μάλιστα ο οίκος σημείωσε πως «η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης τα επόμενα δύο χρόνια και το βάρος του χρέους της θα συνεχίσει να μειώνεται. Η

ευρωζώνη έχει χάσει κάποια δυναμική και είναι πιθανό να παραμείνει υποτονική τα επόμενα τρίμηνα.

Οι οικονομίες του πυρήνα είναι οι πιο αδύναμες, με επικεφαλής τη Γερμανία, η οποία βρίσκεται πιθανώς σε άλλη μια τεχνική ύφεση και η οποία αντιμετωπίζει σημαντικές διαρθρωτικές προκλήσεις. Αντίθετα, η Ισπανία θα υπεραποδώσει, εν μέρει χάρη στην ταχεία μετανάστευση, ενώ οι προοπτικές για την Πορτογαλία και την Ελλάδα είναι εξαιρετικές».

Ισχυρή ζήτηση στην πράξη

Η ισχυρή ζήτηση και από διεθνές επενδυτικό κοινό αποτυπώθηκε και στην τελευταία μεγάλη έκδοση της Eurobank που προχώρησε στην έκδοση πράσινου ομολόγου. Το ενδιαφέρον των επενδυτών αποτυπώθηκε και στο ότι τα βιβλία προσφορών ξεπέρασαν τα 2.5 δισεκατομμύρια ευρώ εντός της πρώτης μιάμισης ώρας, οδηγώντας τη συνολική ζήτηση άνω των 4,5 δισ. ευρώ.

Η έκδοση δηλαδή υπερκαλύφθηκε πάνω από 5,4 φορές, παρέχοντας την δυνατότητα στην Eurobank να αντλήσει 850 εκατομμύρια ευρώ και να μειώσει το πιστωτικό περιθώριο του ομολόγου σε 180μ.β. από 210μ.β. που ήταν η αρχική ενδεικτική προσφορά.

Η έκδοση προσέλκυσε ισχυρή ζήτηση από διεθνείς επενδυτές με σημαντική γεωγραφική διασπορά, καθώς συγκέντρωσε εντολές από περίπου 270 επενδυτές, που συνιστά το υψηλότερο βιβλίο προσφορών καθώς και το μεγαλύτερο αριθμό επενδυτών που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για ελληνικής έκδοσης ομόλογο υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Στην κατανομή, μάλιστα, οι διεθνείς επενδυτές αντιπροσωπεύουν περίπου το 85% της έκδοσης με σημαντική συμμετοχή από το Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία (34%), Γαλλία (14%) και Ιταλία (12%).

Είχε προηγηθεί η δυναμική ζήτηση και στο ομόλογο Tier II ύψους 650 εκατ. ευρώ της Τράπεζας Πειραιώς με συνολικό βιβλίο εντολών που ξεπέρασε τα €2,7 δισ., υπερκαλύπτοντας κατά περισσότερο από 5,4 φορές τον αρχικό στόχο έκδοσης €500 εκατ..

Με βάση το ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον, το τελικό περιθώριο επί του μέσου 6-ετούς διατραπεζικού επιτοκίου τέθηκε στις 315 μονάδες βάσης, έναντι αρχικού στόχου 340 μονάδων βάσης, και διαμόρφωσε το κουπόνι σε 5,375% ετησίως και τιμή έκδοσης στο 99,50%.

Άνω του 75% της έκδοσης διατέθηκε σε ξένους θεσμικούς επενδυτές με τη συναλλαγή να συναντά ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον από περίπου 200 θεσμικούς επενδυτές. Το 57% διατέθηκε σε διαχειριστές κεφαλαίων, ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία, το 27% σε τράπεζες, το 13% σε κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και το 3% σε λοιπούς επενδυτές.

Έντονο είχε αποδειχθεί το ενδιαφέρον της επενδυτικής κοινότητας και για το ομόλογο Additional Tier 1, ύψους 300 εκατ. ευρώ, της Alpha Bank. Η υψηλή ζήτηση για το ομόλογο ΑΤ1 προσέγγισε τα 2,9 δισ. ευρώ, οδηγώντας σε υπερκάλυψη του αρχικού στόχου κατά 9,5 φορές και με τις προσφορές να προέρχονται από περισσότερους από 250 επενδυτές.

Όσον αφορά την απόδοση της έκδοσης, αυτή διαμορφώθηκε στα επίπεδα του 7,5%. Μόλις πριν από τρεις μήνες η τράπεζα είχε επίσης βγει στις αγορές με ομόλογο Tier 2, αντλώντας 500 εκατ. ευρώ.

Διαβάστε επίσης:

Βίκτωρ Ρέστης: Κέρδισε τη δικαστική διαμάχη με την επιχειρηματία Amanda Staveley – Σε εκκαθάριση η εταιρεία της

Wood & Company για Aegean Airlines: Διατηρεί την ουδέτερη αξιολόγηση και μειώνει την τιμή στόχο στα €11

ΤΑΙΠΕΔ: Μεταβιβάστηκε το 67% του Οργανισμού Λιμένος Ηρακλείου σε Grimaldi – Μινωικές Γραμμές, έναντι 80 εκατ. ευρώ