Όσοι αναλυτές των ελληνικών τραπεζών δεν είχαν αυξήσεις τις τιμές στόχους για τις μετοχές τους, το έκαναν άμα τη επιστροφή τους από τις καλοκαιρινές διακοπές.

H Goldman Sachs προχωρά σε αύξηση των τιμών στόχων των ελληνικών τραπεζών μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων β’ τριμήνου.

1

Οι νεότεροι στόχοι είναι: Τράπεζα Πειραιώς 5,90 ευρώ από 5,30 ευρώ προηγουμένως, Εθνική Τράπεζα στα 11 ευρώ από 10 ευρώ πριν, Eurobank στα 2,70 ευρώ από 2,50 ευρώ πριν, Alpha Bank στα 2 ευρώ από 1,95 ευρώ, προγενέστερα. Οι συστάσεις για τις τρεις πρώτες παραμένουν αγορά (buy)και για την Alpha Bank ουδέτερη (neutral).

Η αμερικανική τράπεζα επικαιροποίησε και τις εκτιμήσεις της για τις ελληνικές τράπεζες μετά τα οικονομικά αποτελέσματα του β’ τριμήνου όπου συνολικά οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν βελτίωση κατά 9% στα καθαρά κέρδη, λόγω της βελτίωσης κατά 2% στα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) και μείωσης των προβλέψεων κατά 10%.

«Διαφοροποιούμε μεταξύ των τραπεζών με βάση τα εξής:

(1) τη φθηνότερη χρηματοδοτική βάση, η οποία αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες που καθορίζουν τα μεσοπρόθεσμα επίπεδα ROTE,

(2) τα χαμηλότερα επίπεδα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και υψηλότερα επίπεδα κάλυψης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και

(3) τα υψηλότερα επίπεδα δείκτη CET1 που ανοίγουν περιθώρια για μεγαλύτερη ανάπτυξη και μερισματική ευελιξία.

Συνεχίζουμε να έχουμε μια προσέγγιση ROTE/COE προσαρμοσμένη στο κεφάλαιο για να αποτυπώσουμε τη διαφορά των κεφαλαιακών αποθεμάτων των ελληνικών τραπεζών χρησιμοποιώντας το 2025 ως έτος αποτίμησης», εξηγεί η τράπεζα.

«Επαναλαμβάνουμε τη σύσταση αγοράς για την ΕΤΕ, η οποία διαθέτει από τα ισχυρότερα κεφαλαιακά αποθέματα σε προβλέψεις μας (μοντελοποιούμε περίπου 21,5% το 2026) με κάλυψη NPE >100% και ROTE του 13,5% το 2026, και αναμένουμε ότι θα είναι η πρώτη τράπεζα στην Ελλάδα που θα φτάσει το μέσο ευρωπαϊκό δείκτη διανομής μερισμάτων (περίπου 50% εκτίμηση GS για το 2025). Η νέα τιμή στόχος είναι €11,00 (€10,00 προηγουμένως) και συνεπάγεται περιθώριο ανόδου 38%», συνεχίζει η τράπεζα.

«Επαναλαμβάνουμε τη σύστασή μας για αγορά στη Eurobank, η οποία προσφέρει από τους ισχυρότερες συνδυασμούς κεφαλαιακής θέσης (CET1 το 2026 στο 18,5%) και ROTE (12,5% το 2026), με δείκτη NPE στο 3% το 2026. Προβαίνουμε στη μεγαλύτερη ανοδική αύξηση των κερδών ανά μετοχή στις αναθεωρήσεις για τη Eurobank στην κάλυψή μας (κατά 22% το 2024 και 12-13% το 2025-2027, καθώς η εταιρεία έχει πλέον ολοκληρώσει μια συμφωνία για την απόκτηση πρόσθετου ποσοστού στην Ελληνική Τράπεζα Κύπρου, οδηγώντας σε αύξηση της συμμετοχής της σε 55,48% (από 29,2% το α’ τρίμηνο). Η νέα τιμή στόχος είναι τα €2,70 (€2,50 προηγουμένως) και συνεπάγεται 31% περιθώριο ανόδου», εξηγεί ο οίκος.

«Επαναλαμβάνουμε τη σύσταση αγορά για την Πειραιώς, για την οποία βλέπουμε το υψηλότερο περιθώριο ανόδου της τιμής της μετοχής στο 47% στην κάλυψή μας, δεδομένου του υψηλού προβλεπόμενου ROTE για το 2025, που είναι περίπου 14%, το οποίο ευθυγραμμίζεται με την ΕΤΕ/Eurobank στα ίδια έτη, ενώ η Πειραιώς διαπραγματεύεται με 23% περίπου έκπτωση σε σχέση με τους ομολόγους της το 2025 σε όρους P/TBV. Η νέα τιμή στόχος είναι τα €5,90 (από €5,30 προηγουμένως)», υπογραμμίζει η Goldman Sachs.

«Τέλος, επαναλαμβάνουμε την ουδέτερη θέση μας για την Alpha εν μέσω ενός σχετικά χαμηλότερου ανοδικού περιθωρίου που βλέπουμε στη μετοχή σε σύγκριση με τις αντίστοιχες μετοχές. Η νέα τιμή στόχος είναι τα €2,00 (από €1,95 προηγουμένως) και συνεπάγεται 27% περιθώριο ανόδου», καταλήγει η τράπεζα.

Morgan Stanley

Η Morgan Stanley και η Nida Iqbal εξηγούν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν υποχωρήσει κατά 8% από τα ανώτατα επίπεδά τους φέτος, παρά τη βελτίωση κατά 12% του β’ τριμήνου φέτος και την αύξηση κατά 9% των προβλέψεων για τα κέρδη ανά μετοχή της φετινής χρήσης.

Οι τιμές στόχοι των ελληνικών τραπεζών είναι για την Εθνική Τράπεζα στα 10,43 ευρώ, για την Τράπεζα Πειραιώς 5,51 ευρώ, για την Alpha Bank στα 2,5 ευρώ και για τη Eurobank στα 2,66 ευρώ.

Με 39% μέσο περιθώριο ανόδου στους στόχους τιμών, η MS εξακολουθεί να είναι αγοραστής στις ελληνικές μετοχές (συστάσεις overweight).

«Σε αυτό το report, απαντάμε στις ερωτήσεις των επενδυτών γύρω από το περιθώριο κέρδους, την ευαισθησία στα επιτόκια, τις επιλογές που προκύπτουν λόγω του πλεονάζοντος κεφαλαίου και τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις – DTCs. Επίσης αναλύουμε τι έχει τιμολογηθεί. Παραμένουμε overweight σε όλες τις ελληνικές τράπεζες που καλύπτουμε», εξηγεί ο οίκος.

Τα βασικά συμπεράσματα της Morgan Stanley είναι ότι:

  1. H αγορά τιμολογεί ένα ρυθμό αύξησης των δανείων για τα έτη 2024-2026 της τάξης του 2,5% με τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια NIMs να συρρικνώνονται κατά 110 μονάδες βάσης (1,10%), υποδηλώνοντας έναν δείκτη αποδοτικότητας ROTE 9,3% έναντι του βασικού σεναρίου της MS για 13% το 2026. Οι μερισματικές προσδοκίες είναι πολύ χαμηλές. Το εναλλακτικό σενάριο της MS προτείνει συρρίκνωση του NIM κατά 70 μ.β. το 2024-2026 και δείκτη διανομής μερίσματος 0%.
  2. Οι επιλογές των ελληνικών τραπεζών για τα πλεονάζοντα κεφάλαια είναι πολλές. Μετά τη διανομή των μερισμάτων, η MS βλέπει 23% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς σε πλεόνασμα κεφαλαίου (2026). Η απόσβεση του DTC σε 10 έτη (έναντι 20 ετών) έχει αντίκτυπο 30 μ.β. με 50 μ.β. στο κεφάλαιο.
  3. Η αποτίμηση εξακολουθεί να είναι φθηνή με 0,7 φορές το 2025 σε όρους P/B για τις ελληνικές τράπεζες και δείκτη αποδοτικότητας ROTE 13%. Βλέπει ότι το 26% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς θα επιστρέφεται σε μερίσματα τα έτη 2024-2026.

«Στα τρέχοντα επίπεδα, οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με 5,8 φορές σε όρους P/E έναντι 6,7 φορές για τον μέσο όρο των ομοειδών της ΕΕ και 7 φορές για τις ομοειδείς της περιφέρειας της ΕΕ (ιταλικές και ισπανικές τράπεζες). Σε όρους P/BV 0,7 φορές το 2025 έναντι 0,8 φορές για τον μέσο όρο των ομοειδών της ΕΕ και μια φορά για τις ομοειδείς της περιφέρειας της ΕΕ. Ο δείκτης αποδοτικότητας ROTE για το 2025 και το 2026 για τις ελληνικές τράπεζες είναι 13,1% και 13% κατά μέσο όρο έναντι 12,7% και 12,9% για τις ομοειδείς της ΕΕ κατά μέσο όρο και 14,8% και 14,6% για τις ομοειδείς της περιφέρειας της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, η σωρευτική μερισματική απόδοση των ελληνικών τραπεζών τα έτη 2024 -2026 είναι 26% έναντι 31% για τον μέσο όρο των ομοειδών της ΕΕ (μερίσματα και επαναγορές)», επισημαίνει η MS.

«Οι συζητήσεις μας με τους επενδυτές υποδεικνύουν: 1) ανησυχίες σχετικά με τα περιθώρια κέρδους σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων, δεδομένης της ευαισθησίας των ελληνικών τραπεζών στα επιτόκια κατά τον κύκλο ανόδου και 2) έλλειψη πεποίθησης σχετικά με τις αποδόσεις για τους μετόχους, παρά την αύξηση των κεφαλαιακών δεικτών. Δεδομένης της πρόσφατης μεταβλητότητας της αγοράς λόγω των ανησυχιών γύρω από μια παγκόσμια μακροοικονομική επιβράδυνση, η ανάλυσή μας ελαστικοποιεί την αύξηση των δανείων για το οικονομικό έτος 2024-2026 και τα περιθώρια κέρδους για το οικονομικό έτος 2026 για τις ελληνικές τράπεζες.

Η ανάλυσή μας δείχνει ότι, κατά μέσο όρο, η αγορά υποδηλώνει 1) μέσο ετήσιο ρυθμό (CAGR) αύξησης δανείων 2,5%, 270 μ.β. χαμηλότερα έναντι του μέσου όρου της MS για 5,2% το 2024-2026 για τις ελληνικές τράπεζες και 2) συρρίκνωση του NIM κατά 110 μ.β. μεταξύ 2024-2026 έναντι του στόχου της MS για 35 μ.β.. Υποθέτοντας το βασικό μας σενάριο για το κόστος κεφαλαίου (περίπου 12,8%), υπολογίζουμε ότι, στα τρέχοντα επίπεδα, οι ελληνικές τράπεζες κατά μέσο όρο τιμολογούν έναν δείκτη αποδοτικότητας RΟTE 9,3%, 360 μ.β. χαμηλότερα από το βασικό σενάριο μας (13% κατά μέσο όρο), κάτι που θεωρούμε ότι είναι υπερβολικό», εξηγεί ο οίκος.

«Η δυναμική απόδοσης για τους μετόχους υποτιμάται. Οι μερισματικές πληρωμές για το οικονομικό έτος 2023 για τις ελληνικές τράπεζες κυμάνθηκαν μεταξύ 10% (Πειραιώς) και 30% (Εθνική Τράπεζα και Eurobank). Μέχρι το 2026, αναμένουμε ότι οι πληρωμές θα αυξηθούν στο 50% με 70%, από 30% με 50% το 2024. Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσο όρο το 26% της τρέχουσας κεφαλαιοποίησης της αγοράς θα επιστραφεί στους μετόχους σε μερίσματα μεταξύ 2024 και 2026. Μετά τη διανομή μερισμάτων, εκτιμούμε 300 μ.β. πλεονάζοντος κεφαλαίου έναντι των στόχων της διαχείρισης έως το 2026 για τις ελληνικές τράπεζες, ή 23% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς.

Η εναλλακτική μας ανάλυση ελαστικοποιεί τα περιθώρια κέρδους και τις μερισματικές πληρωμές για τις ελληνικές τράπεζες και υποδηλώνει ότι στα τρέχοντα επίπεδα η αγορά προεξοφλεί μηδενικές πληρωμές από τις ελληνικές τράπεζες και συμπίεση του NIM κατά 70 μ.β. έναντι 35 μ.β. που υποθέτει η ανάλυση μας μεταξύ 2024-2026. Θεωρούμε ότι αυτό είναι αδικαιολόγητο», καταλήγει η επενδυτική τράπεζα

Jefferies

Η αμερικανική τράπεζα Jefferies και ο Alexander Demetriou αναφέρουν ότι ο Αύγουστος ήταν ένας ήσυχος μήνας για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ελληνικών τραπεζών, με τα ποσά υπό διαχείριση (AUMs) να αυξάνονται κατά 1%.

Οι τιμές στόχοι των ελληνικών μετοχών είναι για την ΕΤΕ τα 11 ευρώ ανά μετοχή, για την Τράπεζα Πειραιώς τα 5,60 ευρώ, για την Alpha Bank τα 2,60 ευρώ και για τη Eurobank τα 2,85 ευρώ.

Η Εθνική Τράπεζα σημείωσε την καλύτερη επίδοση με +4% σε ετήσια βάση. Τα τριμηνιαία AUMs έχουν αυξηθεί κατά μέσο όρο 5%, με την ΕΤΕ να ξεπερνά επίσης τις επιδόσεις των ανταγωνιστών της με αύξηση 11%. Ο οδηγός της αύξησης των ΑUM το τελευταίο δωδεκάμηνο ήταν οι καθαρές πωλήσεις και όχι οι επιπτώσεις του mark to market για τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες. Οι καθαρές ροές σε ετήσια βάση ύψους 3,2 δισ. ευρώ ξεπέρασαν τις καθαρές ροές του 2023 των 3 δισ. ευρώ. Το φετινό πρώτο εξάμηνο σημειώθηκε κατά μέσο όρο 30% αύξηση σε ετήσια βάση στις επενδυτικές αμοιβές για τις τράπεζες.

Η Eurobank διατηρεί την πρώτη θέση με την ΕΤΕ να αυξάνει το μερίδιο της. Τα μερίδια αγοράς ήταν σταθερά τον Αύγουστο για τις τράπεζες, με τη Eurobank να έχει το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς με 26% και την ΕΤΕ το μικρότερο με 12%. Η ΕΤΕ σημείωσε τη μεγαλύτερη αύξηση του μεριδίου αγοράς τον Αύγουστο (+41 μ.β.) και σε ετήσια βάση (+180 μ.β.). Οι τράπεζες είδαν το συνολικό μερίδιο αγοράς τους να αυξάνεται στο 82% τον Αύγουστο (79% τον Δεκέμβριο του 2023).

Οι καθαρές πωλήσεις ήταν ασθενέστερες τον Αύγουστο του 2024 σε 200 εκατ. ευρώ (255 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο). Οι μεγάλες τράπεζες είδαν τις καθαρές ροές ως ποσοστό AUM στο 2% τον Αύγουστο, με την ΕΤΕ να είναι η ισχυρότερη με 4%. Εξετάζοντας τις επιδόσεις του τριμήνου, η ΕΤΕ είχε τις ισχυρότερες καθαρές ροές σε 209 εκατ. ευρώ.

Οι επενδυτικές αμοιβές αυξήθηκαν κατά 30% σε ετήσια βάση και συνέχισαν να βελτιώνονται για τις ελληνικές τράπεζες. Οι επενδυτικές αμοιβές συνεισφέρουν το 20% περίπου των συνολικών εσόδων από αμοιβές για τις τράπεζες με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται πρόσφατα. Τα συνολικά έσοδα από αμοιβές ήταν κατά 15% υψηλότερα σε ετήσια βάση για το πρώτο φετινό εξάμηνο.

Η Τράπεζα Πειραιώς είδε τα κεφάλαια υπό διαχείρισή της να αυξάνονται σε 10,4 δισ. ευρώ (+27% σε ετήσια βάση, τα οποία περιλαμβάνουν επίσης χαρτοφυλάκια πελατών και περιουσιακά στοιχεία υπό θεματοφυλακή) και ήδη ξεπέρασε τον στόχο για το τέλος του έτους για 10,2 δισ. ευρώ.

Το κεφάλαια υπό διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων της Alpha Bank αυξήθηκαν κατά 51% στο δωδεκάμηνο έως το α’ φετινό εξάμηνο. Κατά τη διάρκεια του 2024, η Alpha Bank έχει σημειώσει τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση του μεριδίου αγοράς με +100 μ.β. (με μερίδιο αγοράς 23% και το δεύτερο μεγαλύτερο).

Η ΕΤΕ συνεχίζει να εφαρμόζει τη στρατηγική της για διασταυρούμενες πωλήσεις επενδύσεων και προϊόντων bancassurance με αποτέλεσμα την αύξηση κατά 33% των προμηθειών λιανικών επενδύσεων το α’ εξάμηνο. Η ΕΤΕ έχει σχεδόν διπλασιάσει τα κεφάλαια υπό διαχείρισή της (AUM) το τελευταίο έτος.

Η Eurobank είδε τα συνολικά διαχειριζόμενα κεφάλαια να ανέρχονται σε 6,4 δισ. ευρώ ή αύξηση 32% σε ετήσια βάση (περιλαμβάνει διακριτικά AUM και αμοιβαία κεφάλαια τρίτων), έναντι στόχου για το έτος ύψους 6,5 δισ. ευρώ.

Οι αμοιβές ως ποσοστό του συνόλου ενεργητικού στην Ελλάδα είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ και των ομόλογων χωρών της Νότιας Ευρώπης. Οι ελληνικές τράπεζες, κατά μέσο όρο έχουν 55 μ.β. απόδοση ως ποσοστό του συνόλου ενεργητικού, με την Τράπεζα Πειραιώς να είναι η υψηλότερη με 74 μ.β. και την Εθνική Τράπεζα η χαμηλότερη με 50 μ.β. για το 2023. Στο πλαίσιο της ΕΕ, η Ελλάδα βρίσκεται σημαντικά κάτω από τις αντίστοιχες τράπεζες, με AUM ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 10% περίπου έναντι 35% περίπου του μέσου όρου της ΕΕ. Συγκρίνοντας τα κεφάλαια υπό διαχείριση με τις καταθέσεις των νοικοκυριών, η Ελλάδα βρίσκεται επίσης κάτω από τις αντίστοιχες χώρες με ποσοστό 10% έναντι 46% του μέσου όρου της ΕΕ.

Διαβάστε επίσης

Τράπεζες: Μπαράζ μειώσεων στις τραπεζικές προμήθειες έφερε η επέλαση του IRIS

Εξάρχου για νέα Attica Bank: Μεγάλα funds έχουν δείξει ενδιαφέρον

Εθνική: Ο Μητσοτάκης αποφασίζει για το ποσοστό που θα πουληθεί στο placement