Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο ιδρύθηκε το 1914 και από το 1930 στεγάζεται στη Villa Ilissia, κτηριακό συγκρότημα που ανεγέρθηκε το 1848 από τον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη. Είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία διεθνώς αφιερωμένο στην τέχνη και τον πολιτισμό των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων, διαθέτοντας περισσότερα από 25.000 αντικείμενα, τα οποία χρονολογούνται από 3ο έως και τον 21ο αιώνα. Πρόκειται για εικόνες, τοιχογραφίες, ψηφιδωτά, παλαίτυπα, χειρόγραφα, αντικείμενα από χαρτί, γλυπτά, έργα μικροτεχνίας, κεραμικά, υφάσματα, πίνακες και αντίγραφα, που αναδεικνύονται στους νέους εκθεσιακούς χώρους του μουσείου, οι οποίοι δημιουργήθηκαν μετά την υπόγεια επέκτασή του, έτσι ώστε να αποτελεί σήμερα μία κιβωτό του βυζαντινού και χριστιανικού πολιτισμού.
Παράρτημα του Βυζαντινού Μουσείου είναι το Μουσείο Λοβέρδου, που άνοιξε τις πύλες του για το κοινό το Μάιο του 2021. Στεγασμένο στο Μέγαρο Τσίλλερ-Λοβέρδου φιλοξενεί τη συλλογή του Διονυσίου Λοβέρδου, μία από τις σημαντικότερες και μεγαλύτερες συλλογές μεταβυζαντινής θρησκευτικής τέχνης στην Ελλάδα.
Ακολουθεί το κείμενο της διευθύντριας του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, δρος Κατερίνας Δελλαπόρτα
Πάντοτε διερωτώμαι γιατί να θέλει κάποιος να επισκεφθεί ένα μουσείο και μάλιστα το Βυζαντινό Χριστιανικό Μουσείο, που ο τίτλος του και μόνο καθορίζει το περιεχόμενό του. Τι είναι αυτό που τον παρακινεί; Η απλή επιθυμία να αποδράσει κάποιος από την καθημερινότητα και να αποκτήσει νέες εμπειρίες μέσα σ΄ ένα ευχάριστο χώρο, γιατί όπως πίστευε ο Sherman Emery Lee, ψυχή του Μουσείου Καλών Τεχνών του Κλήβελαντ επί 30 χρόνια «τα μουσεία είναι θεμελιώδης πηγή θαυμασμού και ευχαρίστησης για το νου και την ψυχή»; Είναι η απλή αγάπη για την τέχνη ή κάτι περισσότερο, όπως η αναζήτηση και γνώση του παρελθόντος μέσα από την ιστορία και την αρχαιολογία, αφού τα μουσεία σύμφωνα με την παράδοξη έννοια της ετεροτοπίας του Michel Foucault έχουν το εξαιρετικό προνόμιο να αψηφούν τον χρόνο και τον χώρο και «περιορίζουν σε ένα χώρο όλους τους χρόνους, όλες τις εποχές, όλες τις μορφές, όλα τα γούστα, για να αποτελέσουν έναν τόπο όλων των εποχών που είναι εκτός χρόνου»;
Σε κάθε περίπτωση, όποιοι και αν είναι οι λόγοι που πάει κάποιος σ’ ένα μουσείο και οι τρόποι που το προσεγγίζει, πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους, όλοι, ανεξαρτήτως της παιδείας, του κοινωνικού ή επαγγελματικού επιπέδου τους κάνουν ένα νοητό ταξίδι μέσα στο χρόνο και κατακλύζονται από μια πληθώρα αντικειμένων, που πρέπει να κατανοήσουν. Αυτό από μόνο του είναι για τον επισκέπτη μια πραγματική πρόκληση και του προκαλεί ποικίλα αλλά ισχυρά συναισθήματα και εμπειρίες.
Αν θεωρήσουμε, λοιπόν, ότι ένα μουσείο πρέπει να αποτελεί πηγή θαυμασμού και ευχαρίστησης για το μυαλό και το συναίσθημα θα πρότεινα σίγουρα ως πρώτα, δύο εκ διαμέτρου αντίθετα έργα, που ταυτόχρονα είναι και από τα μοναδικά του μουσείου:
Τον Ορφέα να γοητεύει τα άγρια ζώα παίζοντας λύρα, συμβολίζοντας τον Χριστό, καθώς δεν είναι μόνο η σπανιότητα του θέματος στο μαρμάρινο τραπεζοφόρο του 4ου αιώνα μ.Χ., που εντυπωσιάζει αλλά και η υψηλή απόδοση του έργου σε διάτρητη γλυπτική, αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για έργο από πλανόδιο εργαστήριο από την Νικομήδεια που εντοπίστηκε στην Αίγινα.
Από την άλλη, ο APX(ΩN) MIXAHΛ O MEΓAC TAΞIAPXHC επιβάλλεται και μόνο από τον τίτλο του εκπέμποντας ταυτόχρονα την έντονη αισθητική συγκίνηση, εφ΄ όσον πρόκειται για ένα μοναδικό αριστούργημα παλαιολόγειας αναγέννησης της ζωγραφικής του α΄ μισού του 14ου αιώνα από εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης.
Ο διευθυντής ενός μουσείου οφείλει να αναγνωρίζει το δικαίωμα ισότητας σε όλα τα έργα του και να μην τα ξεχωρίζει, αδιαμφισβήτητα όμως το καθένα από αυτά έχει την δική του οντότητα και προσωπικότητα στην ιστορία και αρχαιολογία, φέρει την δική του προσωπική αξία, δημιουργώντας έτσι μια διαπροσωπική σχέση.
Στο πνεύμα αυτό υπάρχουν κάποια έργα που τα ξεχωρίζω γι’ αυτό που εκφράζουν και αντικατοπτρίζουν, όπως το Χρυσόβουλο που εξέδωσε ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος για την επικύρωση προνομίων προς τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Νικόλαο. Το χρυσόβουλο αυτό, που χρονολογείται το 1301 είναι από τα ελάχιστα που έχουν διασωθεί με μικρογραφία του αυτοκράτορα. Έτσι για τον επισκέπτη, που έρχεται στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο αναζητώντας την συλλογική του μνήμη μέσα από ιστορικά τεκμήρια, το χρυσόβουλο της Μονεμβασίας εκτός από σπάνιο είναι και αποκαλυπτικό, μεταξύ άλλων για τον τρόπο διοίκησης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, άρρηκτα συνυφασμένης με την χριστιανική πίστη.
Από την άλλη η ψηφιδωτή εικόνα της Θεοτόκου Γλυκοφιλούσας από την Τρίγλεια της Μ. Ασίας, που χρονολογείται στα τέλη του 13ου αιώνα αιχμαλωτίζει τον επισκέπτη και συγκρατεί την προσοχή του για την μοναδικότητά της, ως από τα λίγα σωζόμενα έργα φορητής εικόνας αυτής της τεχνικής του ψηφιδωτού, ενώ η προέλευσή της ως ένα από τα «κειμήλια προσφύγων» του Βυζαντινού Μουσείου σημαδεύει και διεγείρει τα συναισθήματα, βοηθώντας στην κατανόηση της ιστορίας.
Ο επισκέπτης του Μουσείου αξίζει, όμως, να σταθεί περισσότερο και στις αποτοιχισμένες τοιχογραφίες του 13ου αιώνα από την Επισκοπή Ευρυτανίας, όπως και στο σύνολο των πινακίων του 12ου αιώνα με ποικίλη εγχάρακτη διακόσμηση γιατί οι δύο αυτές ομάδες εκθεμάτων προκαλούν την περιέργεια.
Η μεν πρώτη επειδή προέρχεται από τον ναό της Επισκοπής Ευρυτανίας, που καταβυθίστηκε στην τεχνητή λίμνη, η οποία κατασκευάστηκε για τις ανάγκες του φράγματος Κρεμαστών, η δε δεύτερη γιατί προέρχεται από βυζαντινά ναυάγια του 12ου αιώνα, όπως δηλώνουν οι επίπαγοι μικροοργανισμοί στην επιφάνεια των πινακίων.
Ο λόγος που επέλεξα τις επόμενες δύο εικόνες του Βυζαντινού Μουσείου είναι γιατί ενώ πραγματεύονται το ίδιο θέμα και χρονολογούνται στην ίδια περίοδο, τον 14ο αιώνα προσφέρουν στον επισκέπτη διαφορετική εικαστική εμπειρία: Είναι η αμφιπρόσωπη Σταύρωση του 14ου αιώνα από την Θεσσαλονίκη, προϊόν όμως Κωνσταντινουπολίτικου εργαστηρίου, που ξεχωρίζει για την αριστοκρατική της λιτότητα, ενώ η πολυπρόσωπη Σταύρωση, που αποδίδεται στον Paolo Veneziano είναι μια έντονα δραματική σύνθεση, που συνδυάζει την γοτθική τέχνη των μέσων του 14ου αιώνα με βυζαντινά στοιχεία.
Η δύναμη της αφήγησης εντυπωσιάζει ιδιαίτερα στην εικονογραφική σύνθεση με το σπάνιο θέμα «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε μετά ψυχής» του Θεόδωρου Πουλάκη του 17ου αιώνα, που εκτίθεται στο παράρτημα του Βυζαντινού Μουσείου, που είναι το Μουσείο Διονυσίου Λοβέρδου. Ενώ στο ίδιο μουσείο ξεχωρίζουν πολλά έργα επώνυμων αγιογράφων της μεταβυζαντινής περιόδου, όπως η «Θεοτόκος η Καιόμενη Βάτος» του Εμ. Λαμπάρδου (1593) και ο «Χριστός Μέγας Αρχιερεύς» του Μιχαήλ Δαμασκηνού του 16ου αιώνα.
Εντούτοις τα πλούσια στοιχεία στην αφήγηση του Εμ. Τζάνες στην «Προσκύνηση Μάγων», έργο του 1667, αντιγράφοντας επί της ουσίας φλαμανδικό χαρακτικό πρότυπο, διεγείρει και αιχμαλωτίζει το ενδιαφέρον του θεατή.
Στο ίδιο Μουσείο Λοβέρδου, τέλος, βρίσκω ιδιαίτερα πρωτότυπη και μοναδική την παράσταση αρχαγγέλων σε κυκλική ομόκεντρη διάταξη, έργο του 1930 του Δ. Πελεκάση από τον τρούλο του παρεκκλησίου, το οποίο ο συλλέκτης διατηρούσε μέσα στο κτήριο.
Η φιλοδοξία στο Βυζαντινό και Χριστιανικό μουσείο δεν είναι απλώς η παρουσίαση των συλλογών του, αλλά αυτό που ο Charles Péguy αποκάλεσε «promotion de l’être» όταν επισκέφθηκε το Μουσείο του Λούβρου: Η άμεση αντίληψη ενός μακρού πνευματικού ταξιδιού μέσα στον κόσμο του Βυζαντίου και της χριστιανικής τέχνης.
Η αισθητική συγκίνηση όμως, που προκαλούν τα έργα συμπληρώνεται από ένα σκηνικό που εκπλήσσει. Είναι η αρχιτεκτονική του μουσείου, η διαδρομή περιήγησης, τα έργα τα ίδια που αποτελούν ένα ενιαίο σύστημα. Έτσι στην ερώτηση, ποιο είναι το έργο που προτιμώ, θα απαντούσα η ατμόσφαιρα, που εκπέμπει το ίδιο το μουσείο. Γιατί το καθένα από τα αντικείμενα είναι μοναδική οντότητα, χωρίς context, αλλά συμπληρώνοντας το ένα το άλλο και δημιουργώντας έτσι μια ενιαία ατμόσφαιρα.
Χωρίς όμως να είναι μόνον η ατμόσφαιρα της έκθεσης αλλά και η αίσθηση που επιφυλάσσουν για τον επισκέπτη οι κήποι του μουσείου, οι μυρωδιές από τη λεβάντα και τις τριανταφυλλιές, τα πουλιά, τα άπειρα πολύχρωμα παπαγαλάκια, έτσι που κάθε μέρα να σκέφτομαι την σπάνια τύχη και το προνόμιο να διατηρείται ένα τέτοιο μέρος στην καρδιά της Αθήνας, ανοικτό σε όλους από κάθε άποψη.
Βιογραφικό
Η κυρία Κατερίνα Δελλαπόρτα σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και Γαλλική Φιλολογία και Πολιτισμό στο ίδιο Πανεπιστήμιο.
Έλαβε μεταπτυχιακό στην Βυζαντινή Ιστορία από το Πανεπιστήμιο PARIS I, Panthéon – Sorbonne με καθηγήτρια Ελένη Γλύκατζη – Ahrweiler και διδακτορικό στην Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης από τη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ διετέλεσε υπότροφος του Γαλλικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών CNRS (1989-90). Έχει ειδίκευση στην υποβρύχια Αρχαιολογία (Συμβούλιο της Ευρώπης, Πύλος 1983 και Gerona 1988), καθώς και στο δίκαιο προστασίας αρχαιοτήτων και πολιτιστικής κληρονομιάς και στην πολιτιστική διαχείριση.
Υπηρέτησε στο υπουργείο Πολιτισμού (1979-2021) αρχικά ως επιμελήτρια της 6 ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ακολούθως ως εκπρόσωπος του ΥΠΠΟΑ στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία στην ΕΕ στις Βρυξέλλες (1992-1997), ως Έφορος Αρχαιοτήτων στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων (1998-2006) και στην 2η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κυκλάδων (2006-2014). Από το 2014-2021 διετέλεσε διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών ενώ από το 2023 κατέχει τη θέση της Γενικής Διευθύντριας του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου.
Έχει συμμετάσχει ως εκπρόσωπος του υπουργείου Πολιτισμού σε Διεθνείς Οργανισμούς, (ΕΕ, ΟΥΝΕΣΚΟ, Συμβούλιο της Ευρώπης, ΔΑΣΕ), ως εμπειρογνώμων εκπρόσωπος της Ελλάδος στις εργασίες της ΟΥΝΕΣΚΟ για την Σύμβαση Προστασίας της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς και ως σύμβουλος του υπουργείου Πολιτισμού στο ΥΠΕΞ για την προετοιμασία της επικύρωσης της Σύμβασης της Ουνέσκο για την Προστασία της Υποβρύχιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς, 2001 από την Ελλάδα. Πρόσφατα τιμήθηκε στην Ιταλία με το διεθνές βραβείο Sebastiano Tusa για την συμβολή της για θέματα προστασίας της υποβρύχιας πολιτιστικής κληρονομιάς στους διεθνείς οργανισμούς.
Έχει διενεργήσει μεγάλο αριθμό υποβρυχίων ανασκαφών και ερευνών βαθέων υδάτων, εφαρμόζοντας υψηλή τεχνολογία, όπως στο πλαίσιο του προγράμματος χαρτογράφησης αρχαίων ναυαγίων σε εκτεταμένες θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου και Ιονίου Πελάγους ενώ έχει πραγματοποιήσει ανασκαφές στον βυθισμένο οικισμό στο Πλατυγιάλι Αστακού Αιτωλοακαρνανίας, σε ισπανικό ναυάγιο 16 ου αιώνα στο λιμάνι Ζακύνθου, έρευνες για τον εντοπισμό του Περσικού στόλου στην θαλάσσια περιοχή του Αγίου Όρους – Άθωνα κ. ά. Επίσης έχει διευθύνει χερσαίες σωστικές ανασκαφές στις Κυκλάδες, μεταξύ άλλων στις Κατακόμβες Μήλου και έχει επιβλέψει την αναστήλωση βυζαντινών μνημείων στην Νάξο, Αμοργό κ.ά.
Το 2020-21 οργάνωσε την επανίδρυση του Μουσείου Διονυσίου Λοβέρδου (Αθήνα) ως παραρτήματος του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου Αθηνών ενώ στο τομέα των εκθέσεων έχει διοργανώσει και συμμετάσχει σε 40 περίπου μεγάλες περιοδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Όπως στην Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων & ΑΜΦΟΡΕΙΣ & ΘΑΛΑΣΣΑ& επί νήα θοήν και θίνα θαλάσσης ΒΥΘΙΣΜΕΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ’’ και στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο: «Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως Φαντασία και Χειρ», “Ναύπακτος 1571. 450 χρόνια από τη μεγαλωτάτη Βιτωρία των Χριστιανών”, «Ερμιτάζ: Πύλη στην Ιστορία» «Αντρέϊ Ρουμπλιόφ, Ο θεόπνευστος αγιογράφος» , «Byzantium through the Centuries – Hermitage, St. Petersbourg. «Crossroads exhibition on view at the Allard Pierson Museum», Άμστερνταμ, «ΕΡΓΑ ΚΙΝΕΖΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΑΠΌ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι. & Δ. ΠΑΣΣΑ» κ.ά.
Παράλληλα έχει διοργανώσει έντεκα διεθνή συνέδρια με αντικείμενο την υποβρύχια αρχαιολογία και την νομική προστασία της υποβρύχιας αρχαιολογικής κληρονομιάς .
Έχει διδάξει Πολιτιστική Διαχείριση κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Μουσειολογίας του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ συνέταξε το curriculum πρόγραμμα σπουδών για την Ενάλια Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, όπου και δίδαξε. Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο, με πλήθος άρθρων σε τιμητικούς και συλλογικούς ενώ έχει πραγματοποιήσει μεγάλο αριθμό επιστημονικών δημοσιεύσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ανακαλύψτε το «Αφιέρωμα – Μουσεία»
- Μιχάλης Σιαμίδης στο mononews: Κάθε επιχείρηση πρέπει να χτίσει το δικό της επιχειρηματικό μοντέλο
- Τι θα εισφέρει η Μπάρμπα Στάθης στην Ideal Holdings
- OΠΑΠ: Γιατί η αγορά περιμένει ότι θα σπάσει το φράγμα των 770 εκατ. ευρώ EBITDA φέτος
- Αρ. Παντελιάδης (ΕΣΕ): Οι τιμές στα σούπερ μάρκετ δεν θα επιστρέψουν ποτέ στα προ 3ετίας επίπεδα