«Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες δεν φέρουν τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερών διοικητικών πράξεων, εκδιδόμενες, ειδικότερα, στα πλαίσια της προαναφερόμενης διαδικασίας, εντάσσονται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Η ένδικη δε αμφισβήτησή τους δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά υπαγόμενη στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), αλλά ιδιωτική διαφορά, για την επίλυση της οποίας αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, είναι τα πολιτικά δικαστήρια.»

Με αποφάσεις του, το Συμβούλιο της Επικρατείας, διευκρίνισε σημαντικά θέματα σχετικά με τη διαχείριση θαλασσίων λιμένων. Οι σχετικές προσφυγές είχαν γίνει κατά αποφάσεων των διοικητικών συμβουλίων του Οργανισμού Λιμένος Ηγουμενίτσας και Οργανισμού Λιμένος Ελευσίνας.

Αναλυτικά:

Το ΣτΕ Δ’ 7μ. 745-747/2024: Παροχή λιμενικών υπηρεσιών (Καν ΕΕ 2017/352). Συστήματα διαχείρισης θαλασσίων λιμένων. Ελάχιστες απαιτήσεις (ανοικτό μοντέλο). Περιορισμός αριθμού παρόχων (κλειστό μοντέλο).

15/07/2024

ΣτΕ Δ’ 7μ. 745-747/2024

Πρόεδρος: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Μαρίνα Παπαδοπούλου, Σύμβουλος

Παροχή λιμενικών υπηρεσιών (Καν ΕΕ 2017/352). Συστήματα διαχείρισης θαλασσίων λιμένων. Ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες αφορούν την ικανότητα των φορέων παροχής λιμενικών υπηρεσιών (ανοικτό μοντέλο). Περιορισμός αριθμού παρόχων (κλειστό μοντέλο).

Η διαδικασία ανάθεσης βάσει κριτηρίων κατ’ αποκλειστικότητα της σύμβασης παροχής λιμενικής υπηρεσίας, ύστερα από σύγκριση και κατάταξη των οικονομικών φορέων, καταλήγει σε σύναψη δημόσιας σύμβασης κατά το ενωσιακό δίκαιο (άρ. 5 παρ. 1 περ. β Οδηγίας 2014/13/ΕΕ) και το ελληνικό δίκαιο (άρ. 2 παρ. 1 περ. β ν. 4413/2016). Πρόσκληση του Δ.Σ. Οργανισμού Λιμένα Α.Ε. (Ν.Π.Ι.Δ.) προς όλους τους ενδιαφερόμενους παρόχους προς υποβολή αιτήματος δραστηριοποίησης.

Η κατ’ ιδίαν σύμβαση του Οργανισμού με καθέναν από τους παρόχους που πληροί τις προκαθορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις για την παροχή λιμενικής υπηρεσίας δεν είναι δημόσια σύμβαση κατά το ενωσιακό δίκαιο ούτε διοικητική σύμβαση, αλλά αποτελεί σύμβαση αναγκαστικής προσχώρησης.

Η πράξη Δ.Σ. Οργανισμού Λιμένα Α.Ε., με την οποία προκρίνεται το κλειστό ή το ανοικτό μοντέλο, εκδίδεται κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και για την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού, δεν εντάσσεται στη διαδικασία του διαγωνισμού για την επιλογή παρόχου και τη σύναψη σύμβασης μεταξύ του Οργανισμού και του παρόχου ή στη διαδικασία για τη σύναψη κατ’ ιδίαν συμβάσεων με τους παρόχους που πληρούν τις ελάχιστες απαιτήσεις και η αμφισβήτησή της γεννά διοικητική διαφορά υπαγόμενη στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Σ.τ.Ε.

Η αμφισβήτηση της πρόσκλησης προς υποβολή αίτησης δραστηριοποίησης και των πράξεων του Δ.Σ. Οργανισμού Λιμένα Α.Ε. για ανάθεση σε εξειδικευμένο τεχνικό σύμβουλο του έλεγχου των φακέλων και για την αποδοχή της αίτησης της παρεμβαίνουσας εταιρείας και την απόρριψη της αίτησης της αιτούσας ένωσης εταιρειών δημιουργεί ιδιωτική διαφορά, για την επίλυση της οποίας αρμόδια, κατά το Σύντ., είναι τα πολιτικά δικαστήρια.

ΣτΕ Δ΄ 7μ. 745-747/2024:

O Κανονισμός (ΕΕ) 2017/352 έχει ως στόχο, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση και τη ρύθμιση ενός πλαισίου για την παροχή λιμενικών υπηρεσιών χάριν της ανάπτυξης και της αποτελεσματικότητας του διευρωπαϊκού εμπορίου.

Αν και ο Κανονισμός αυτός δεν επιβάλλει κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο (σύστημα) για τη διαχείριση των θαλασσίων λιμένων (βλ. αιτιολογική σκέψη 10 του προοιμίου), εντούτοις επισημαίνει (βλ. αιτιολογική σκέψη 11 του προοιμίου) ότι σύμφωνα με τις γενικές αρχές που προβλέπουν οι Συνθήκες, οι πάροχοι λιμενικών υπηρεσιών θα πρέπει να είναι ελεύθεροι να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους θαλάσσιους λιμένες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, με δυνατότητα ωστόσο θέσπισης ορισμένων όρων υπό τους οποίους θα ασκείται η εν λόγω ελευθερία. Στο πλαίσιο αυτό, ο Κανονισμός προβλέπει ένα ανοικτό μοντέλο πρόσβασης πλειόνων παρόχων στην αγορά λιμενικών υπηρεσιών, το οποίο συνοδεύεται από την ευχέρεια του διαχειριστικού φορέα του λιμένα να προβλέψει ελάχιστες απαιτήσεις για τη δέουσα εκτέλεση της λιμενικής υπηρεσίας (άρθρα 3 παρ. 1 και 4 του Κανονισμού).

Κατά την εφαρμογή του μοντέλου αυτού, ο φορέας διαχείρισης του λιμένα χορηγεί, κατόπιν διαδικασίας που ο ίδιος επιλέγει, δικαίωμα παροχής λιμενικών υπηρεσιών σε κάθε ενδιαφερόμενο πάροχο, ο οποίος πληροί τις ελάχιστες απαιτήσεις που ορίστηκαν.

Περαιτέρω, ο Κανονισμός προβλέπει και τη λειτουργία μοντέλου διαχείρισης των θαλασσίων λιμένων κατά το οποίο ο διαχειριστικός φορέας του λιμένα, ύστερα από τη διενέργεια σχετικής διαβούλευσης, εκδίδει απόφαση για τον περιορισμό του αριθμού των παρόχων λιμενικών υπηρεσιών σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή και μόνο για έναν ή περισσότερους από τους λόγους που απαριθμούνται στην παρ. 1 του άρθρου 6 του Κανονισμού, μεταξύ των οποίων είναι και η ανάγκη διασφάλισης της ασφάλειας, της προστασίας και της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας των λιμενικών υπηρεσιών.

Στην περίπτωση αυτή, μετά την έκδοση της απόφασης για τον περιορισμό του αριθμού των παρόχων λιμενικών υπηρεσιών ακολουθεί η διαδικασία επιλογής του παρόχου στον οποίο θα ανατεθεί κατ’ αποκλειστικότητα η σχετική υπηρεσία με την τήρηση διαδικασίας σύμφωνης με τα οριζόμενα στην Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 2014/23/ΕΕ, για τις συμβάσεις παραχώρησης, η οποία μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τον ν. 4413/2016 (Σ.τ.Ε. 1558/2022).

ΣτΕ Δ’ 7μ. 746-747/2024:

Από τον συνδυασμό των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/352, του νόμου 4413/2016 και της οδηγίας 2014/23/ΕΕ προκύπτει ότι, αν ο διαχειριστικός φορέας του λιμένα αποφασίσει κατά διακριτική ευχέρεια να καταφύγει στο μοντέλο (σύστημα) του περιορισμού του αριθμού των παρόχων λιμενικών υπηρεσιών σε έναν κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του Κανονισμού και να προβεί σε επιλογή, ύστερα από σύγκριση και κατάταξη των υποψήφιων οικονομικών φορέων, του οικονομικού φορέα στον οποίο θα ανατεθεί βάσει κριτηρίων κατ’ αποκλειστικότητα η σύμβαση παροχής λιμενικής υπηρεσίας, η διαδικασία αυτή καταλήγει στη σύναψη δημόσιας σύμβασης σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο (ήτοι κατά τις διατάξεις της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 5 Οδηγίας 2014/23/ΕΕ) καθώς και σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο (ήτοι κατά την περ. β της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 4413/2016, με την οποία έχουν μεταφερθεί στην εσωτερική έννομη τάξη οι διατάξεις της περ. β της παρ. 1 του άρθρου 5 της ως άνω Οδηγίας).

Και τούτο, διότι η υπαγωγή στην έννοια της δημόσιας σύμβασης προϋποθέτει τη διαδικασία επιλογής (μέσω μιας οργανωμένης διαγωνιστικής – κατά κανόνα – διαδικασίας με συγκεκριμένους διαδικαστικούς κανόνες στο τελικό στάδιο της οποίας μόνον ένας θα αναδειχθεί ως ανάδοχος – αντισυμβαλλόμενος του διαχειριστικού φορέα του λιμένα). Αντιθέτως, αν ο φορέας διαχείρισης του λιμένα ή η αρμόδια αρχή αποφασίσει κατά διακριτική ευχέρεια να καταφύγει στο ανοικτό μοντέλο (σύστημα) διαχείρισης του λιμένα, θέτοντας τις απαριθμούμενες στο άρθρο 4 παρ. 2 του Κανονισμού ελάχιστες απαιτήσεις, οι οποίες αφορούν την ικανότητα των φορέων παροχής λιμενικών υπηρεσιών για τη δέουσα εκτέλεση της σύμβασης (επαγγελματικά προσόντα, οικονομική επάρκεια, απαραίτητο προσωπικό και εξοπλισμός, αξιοπιστία) και δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς βάσει κριτηρίων ανάθεσης, απευθύνει δε προς όλους τους ενδιαφερόμενους παρόχους λιμενικών υπηρεσιών πρόσκληση προς υποβολή αιτήματος δραστηριοποίησης, καθένας που πληροί τις προκαθορισμένες ελάχιστες απαιτήσεις μπορεί να λάβει μέρος και έτσι να προκύψουν πολλοί αντισυμβαλλόμενοι.

Η κατ’ ιδίαν σύμβαση που ο διαχειριστικός φορέας του λιμένα ή η αρμόδια αρχή συνάπτει με καθέναν από τους παρόχους αυτούς δεν είναι δημόσια σύμβαση κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου (βλ. σχετικώς Δ.Ε.Ε. απόφαση της 2.6.2016, C-410/14, Dr. Falk Pharma GmbH, σκ. 32, 36- 38, 40-42, απόφαση της 14.7.2022 C-436/20 «ASADE» σκ. 68) ακόμα και αν το σύστημα αυτό έχει προθεσμία για τη συμμετοχή με την πάροδο της οποίας κλείνει (βλ. σχετικώς απόφαση Δ.Ε.Ε. της 1.3.2018, C-9/17, Maria Tirkkonen, σκ. 21, 23-37, 41), αλλά αποτελεί σύμβαση αναγκαστικής προσχώρησης, στην οποία οι όροι της σύμβασης υπό την μορφή των ελάχιστων απαιτήσεων διατυπώνονται εκ των προτέρων μονομερώς από τον φορέα διαχείρισης του λιμένα ή την αρμόδια αρχή, τους όρους δε αυτούς ο έτερος συμβαλλόμενος (πάροχος) αποδέχεται ή απορρίπτει (βλ. Σ.τ.Ε. 2423/2023 7μ.).

ΣτΕ Δ΄ 7μ. 745/2024:

Με την προσβαλλόμενη πράξη του Δ.Σ. της Ο.Λ.ΗΓ. Α.Ε., κατ’ επίκληση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/352 ρυθμίζεται ο τρόπος διαχείρισης κοινοχρήστων χώρων του λιμένα Ηγουμενίτσας, όσον αφορά την παροχή της λιμενικής υπηρεσίας της συλλογής και απομάκρυνσης των αποβλήτων πλοίων και καταλοίπων φορτίου, προκρίνεται δε ειδικότερα το κατά τα άρθρα 3 παρ. 1 περ. β και 6 του Κανονισμού αυτού μοντέλο του περιορισμού του αριθμού των παρόχων σε έναν, ανά κατηγορία αποβλήτων, για λόγους αναγόμενους στην ασφάλεια και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα της παροχής της εν λόγω υπηρεσίας.

Η πράξη αυτή έχει εκδοθεί από όργανο διοίκησης του Οργανισμού Λιμένα ,ο οποίος που λειτουργεί μεν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, κατ’ ενάσκηση όμως δημόσιας εξουσίας και για την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού που συνίσταται στην ορθολογική οργάνωση των λιμενικών υπηρεσιών χάριν της αποτελεσματικής χρήσης και λειτουργίας του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και της εσωτερικής αγοράς, με κριτήρια αναγόμενα στην ασφάλεια, την προστασία και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα της παροχής των υπηρεσιών αυτών και, επομένως, έχει κανονιστικό χαρακτήρα.

Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία θεσπίζεται αυτοτελώς το ρυθμιστικό πλαίσιο για την παροχή των υπηρεσιών αυτών, δεν εντάσσεται στη διαδικασία του διαγωνισμού που ακολουθεί για την επιλογή του παρόχου και τη σύναψη της οικείας σύμβασης μεταξύ του Οργανισμού Λιμένα και του παρόχου λιμενικής υπηρεσίας.

Συνεπώς, από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης γεννάται διοικητική διαφορά, η οποία υπάγεται στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ.1 περ. α) του Συντάγματος.

ΣτΕ Δ΄ 7μ. 746/2024:

Με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη του Δ.Σ. της Ο.Λ.Ε. Α.Ε., κατ’ επίκληση των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2017/352, ρυθμίζεται ο τρόπος διαχείρισης κοινοχρήστων χώρων του λιμένα Ελευσίνα, όσον αφορά την παροχή της λιμενικής υπηρεσίας της συλλογής και απομάκρυνσης των αποβλήτων πλοίων και καταλοίπων φορτίου, προκρίνεται δε ειδικότερα το κατά τα άρθρα 3 παρ. 1 περίπ. α και 4 του Κανονισμού αυτού ανοικτό μοντέλο πρόσβασης πλειόνων παρόχων στην αγορά λιμενικών υπηρεσιών με τον καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων για την παροχή των υπηρεσιών αυτών.

Η πράξη αυτή έχει εκδοθεί από όργανο διοίκησης του Οργανισμού Λιμένα, ο οποίος λειτουργεί μεν με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας, κατ’ ενάσκηση όμως δημόσιας εξουσίας και για την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού που συνίσταται στην ορθολογική οργάνωση των λιμενικών υπηρεσιών χάριν της αποτελεσματικής χρήσης και λειτουργίας του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και της εσωτερικής αγοράς, με κριτήρια αναγόμενα στην ασφάλεια, την προστασία και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα της παροχής των υπηρεσιών αυτών και, επομένως, έχει κανονιστικό χαρακτήρα.

Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη αυτή πράξη, με την οποία θεσπίζεται αυτοτελώς το ρυθμιστικό πλαίσιο για την παροχή των υπηρεσιών αυτών, δεν εντάσσεται στη διαδικασία που ακολουθεί για τη σύναψη κατ’ ιδίαν συμβάσεων μεταξύ του Οργανισμού Λιμένα και κάθε παρόχου λιμενικής υπηρεσίας που πληροί τις εκ των προτέρων καθοριζόμενες και εγκεκριμένες με την πράξη αυτή ελάχιστες απαιτήσεις (συμβάσεις προσχώρησης). Συνεπώς, από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης γεννάται διοικητική διαφορά, η οποία υπάγεται στη γενική ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με το άρθρο 95 παρ.1 περ. α) του Συντάγματος.

Η διαδικασία σύναψης με την Ο.Λ.Ε. Α.Ε. κατ’ ιδίαν συμβάσεων για την παροχή υπηρεσιών ευκολιών υποδοχής στερεών και υγρών αποβλήτων και καταλοίπων πλοίων, που επακολούθησε, άρχισε με τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση του Δ.Σ. της Ο.Λ.Ε. Α.Ε. με την οποία εγκρίθηκε η Πρόσκληση Δραστηριοποίησης οικονομικών φορέων παρόχων της λιμενικής υπηρεσίας και κλήθηκαν οι ενδιαφερόμενοι παρόχοι υπηρεσιών παραλαβής και διαχείρισης υγρών και στερεών αποβλήτων και καταλοίπων πλοίων, εγγεγραμμένοι στο ηλεκτρονικό μητρώο αποβλήτων (ΗΜΑ), να υποβάλουν αίτηση (πρόταση) προκειμένου να δραστηριοποιηθούν στην περιοχή ευθύνης της, και έληξε με την κατάρτιση μιας σύμβασης για την υπηρεσία διαχείρισης και απομάκρυνσης των στερεών καταλοίπων και αποβλήτων πλοίων και μιας σύμβασης για την υπηρεσία διαχείρισης και απομάκρυνσης των υγρών καταλοίπων και αποβλήτων πλοίων, επειδή διαπιστώθηκε ότι μόνον ο ένας από τους δύο παρόχους που υπέβαλαν αιτήσεις για την υπηρεσία διαχείρισης και απομάκρυνσης των στερεών καταλοίπων και αποβλήτων πλοίων, καθώς και ο μοναδικός πάροχος που υπέβαλε αίτηση για την υπηρεσία διαχείρισης και απομάκρυνσης των υγρών καταλοίπων και αποβλήτων πλοίων πληρούσαν τις εκ των προτέρων καθοριζόμενες και εγκεκριμένες με την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση του Δ.Σ. της Ο.Λ.Ε. Α.Ε. ελάχιστες τεχνικές απαιτήσεις για τη δέουσα εκτέλεση της υπηρεσίας.

Οι συμβάσεις αυτές δεν αποτελούν δημόσια σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου, δεδομένου ότι η σύναψη αυτών δεν έγινε ύστερα από συγκριτική αξιολόγηση και επιλογή των παρόχων βάσει των κριτηρίων ανάθεσης του άρθρου 41 της Οδηγίας 2014/23 ΕΕ, ούτε αποτελούν τέτοια κριτήρια οι ελάχιστες απαιτήσεις που είχαν οριστεί κατά τα ανωτέρω. Εξάλλου, οι εν λόγω συμβάσεις δεν έχουν το χαρακτήρα διοικητικής σύμβασης κατά τα άρθρα 94 παρ. 1 και 3 και 95 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Α.Ε.Δ., συμβάσεις που συνάπτονται από νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όπως είναι η Ο.Λ.Ε. Α.Ε., δεν έχουν διοικητικό χαρακτήρα.

Επομένως, η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη (πρόσκληση) η οποία δεν φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερούς διοικητικής πράξης, εκδιδόμενη στα πλαίσια της προαναφερόμενης διαδικασίας, εντάσσεται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Η ένδικη δε αμφισβήτησή της δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά υπαγόμενη στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά ιδιωτική διαφορά, για την επίλυση της οποίας αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, είναι τα πολιτικά δικαστήρια.

Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση , καθ ΄ο μέρος στρέφεται κατά της πράξης αυτής του Δ.Σ. της Ο.Λ.Ε. Α.Ε. πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κανονισμού 2017/352 οι Οργανισμοί Λιμένος προκειμένου να διασφαλίσουν την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και την προσήκουσα και αδιάλειπτη παροχή της οικείας λιμενικής υπηρεσίας, διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά τη διαμόρφωση των ελάχιστων απαιτήσεων που αφορούν τα επαγγελματικά προσόντα του παρόχου και τον αναγκαίο για την παροχή της αντίστοιχης υπηρεσίας τεχνικό εξοπλισμό και συνεπώς, δύνανται να θέτουν αυξημένες απαιτήσεις εξοπλισμού σε σχέση με τις προβλεπόμενες στο αντίστοιχο σχέδιο παραλαβής και διαχείρισης αποβλήτων του Λιμένα.

Το σχέδιο παραλαβής αποβλήτων πλοίων της Ο.Λ.Ε. Α.Ε., το οποίο επικαλείται η αιτούσα, έχει εκδοθεί βάσει του άρθρου 5 της 8111.1/41/2009 κοινής υπουργικής απόφασης (Β΄ 412) , το οποίο προβλέπει ότι «Για την παραλαβή και διαχείριση των αποβλήτων από τις … λιμενικές εγκαταστάσεις καταρτίζεται και εφαρμόζεται για κάθε λιμένα , κατάλληλο σχέδιο, με γνώμονα τις απαιτήσεις των άρθρων… του Παραρτήματος Ι…» (παρ.1) και ότι τα σχέδια υποβάλλονται προς έγκριση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας,Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία χρόνια (παρ. 3 και 4). Ο διαχειριστικός φορέας του λιμένα, τηρώντας τις ρυθμίσεις του Κανονισμού δύναται να απαιτήσει από τους παρόχους τη συμμόρφωση τους με ελάχιστες απαιτήσεις οι οποίες μπορούν να αφορούν, μεταξύ άλλων, τα επαγγελματικά προσόντα του παρόχου και τον αναγκαίο για την παροχή της αντίστοιχης υπηρεσίας, εξοπλισμό.

Με τις διατάξεις όμως αυτές δεν απαιτείται ως επιπλέον προϋπόθεση, η πλήρης αντιστοιχία των ελαχίστων αυτών απαιτήσεων προς τις απαιτήσεις που προβλέπονται σε Σχέδια που έχουν καταρτισθεί από το φορέα του λιμένα.

Αντιθέτως, τούτο ρητώς απαιτείται στον ίδιο Κανονισμό (άρθρο 6 παρ. 1 περ. α) στην περίπτωση της θέσπισης περιορισμών στον αριθμό των παρόχων, όπου προβλέπεται ότι η σπανιότητα της παράκτιας ζώνης του λιμένα μπορεί να αποτελέσει λόγο περιορισμού του αριθμού, εφόσον ο περιορισμός είναι σύμφωνος με τις αποφάσεις ή τα σχέδια του διαχειριστικού φορέα του λιμένα.

Εν πάση περιπτώσει, το Σχέδιο το οποίο επικαλείται η αιτούσα (το οποίο είχε εγκριθεί με την 3122.3-1.2/41003/01-06-2018 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής), αντικαταστάθηκε ήδη πριν από τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων μεταξύ της Ο.Λ.Ε. Α.Ε, και των παρεμβαινουσών εταιρειών, αφού έληξε η ισχύς του, από νέο Σχέδιο που εγκρίθηκε με την αριθμ 122.3-1.2/52492/19-07-2021 απόφαση του ίδιου Υπουργού, στο οποίο προβλέπεται τεχνικός εξοπλισμός αυξημένος, αντίστοιχος προς τον επιβαλλόμενο με την προσβαλλόμενη πράξη. Κατόπιν των ανωτέρω, οι ελάχιστες απαιτήσεις που τίθενται ως προς τον εξοπλισμό είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του Κανονισμού και τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχείρισης. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, κατά το μέρος δε με το οποίο αμφισβητείται η ουσιαστική τεχνική κρίση της Ο.Λ.Ε. Α.Ε. ο ίδιος λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.

Η ελάχιστη απαίτηση που αφορά την προηγούμενη εμπειρία, σύμφωνα με την οποία ο υποψήφιος πάροχος, «κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, πρέπει να έχει εκτελέσει ή να εκτελεί αδιάλειπτα, συμβάσεις παροχής συλλογής αποβλήτων και καταλοίπων φορτίου πλοίου σε λιμένες, οι οποίοι εμφανίζουν έκαστος, αντίστοιχη κίνηση με τον λιμένα της Ελευσίνας», ναι μεν συνιστά περιορισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των παρόχων που επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν στην επίμαχη λιμενική υπηρεσία, όμως ο περιορισμός αυτός παρίσταται εύλογος, αφού αναφέρεται σε λιμένες με κίνηση αντίστοιχη προς την κίνηση του λιμένα Ελευσίνας, ενόψει δε του μεγέθους και της σημασίας του λιμένα αυτού, ο εν λόγω περιορισμός δεν εμφανίζεται ως προδήλως δυσανάλογος σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό της διασφάλισης της προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και της προσήκουσας και αδιάλειπτης παροχής της οικείας λιμενικής υπηρεσίας.

Δεν καταλείπεται καμιά εύλογη αμφιβολία ως προς την ερμηνεία του Κανονισμού και δεν συντρέχει λόγος υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ.

ΣτΕ Δ΄ 7μ. 747/2024:

Οι προσβαλλόμενες πράξεις του Δ.Σ. της Ο.Λ.Ε. Α.Ε. για την ανάθεση σε εξειδικευμένο τεχνικό σύμβουλο του έλεγχου των υποβληθέντων από τους ενδιαφερόμενους φακέλων και για την αποδοχή της αίτησης της παρεμβαίνουσας εταιρείας και την απόρριψη της αίτησης της αιτούσας ένωσης εταιρειών εντάσσονται στη διαδικασία σύναψης κατ’ ιδίαν συμβάσεων με την Ο.Λ.Ε. Α.Ε., νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, για την παροχή υπηρεσιών ευκολιών υποδοχής στερεών αποβλήτων και καταλοίπων πλοίων, οι οποίες δεν αποτελούν δημόσιες συμβάσεις κατά την έννοια του ενωσιακού δικαίου.

Η διαδικασία δε αυτή άρχισε με τη δημοσίευση της Πρόσκλησης Δραστηριοποίησης Παρόχων, με την οποία η Ο.Λ.Ε. Α.Ε. απηύθυνε πρόσκληση προς τους εγγεγραμμένους στο ηλεκτρονικό μητρώο αποβλήτων (ΗΜΑ) παρόχους υπηρεσιών παραλαβής και διαχείρισης αποβλήτων και καταλοίπων πλοίων για υποβολή αιτήσεων (προτάσεων) και έληξε με την κατάρτιση μιας σύμβασης, επειδή διαπιστώθηκε ότι ένας από τους παρόχους που υπέβαλαν αιτήσεις πληρούσε τις εκ των προτέρων καθοριζόμενες και εγκεκριμένες με προηγούμενη απόφαση του Δ.Σ. της Ο.Λ.Ε. Α.Ε. ελάχιστες τεχνικές απαιτήσεις για τη δέουσα εκτέλεση της υπηρεσίας.

Επομένως, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, οι οποίες δεν φέρουν τα εξωτερικά γνωρίσματα μονομερών διοικητικών πράξεων, εκδιδόμενες, ειδικότερα, στα πλαίσια της προαναφερόμενης διαδικασίας, εντάσσονται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Η ένδικη δε αμφισβήτησή τους δεν δημιουργεί διοικητική διαφορά υπαγόμενη στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, αλλά ιδιωτική διαφορά, για την επίλυση της οποίας αρμόδια, κατά το Σύνταγμα, είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Διαβάστε επίσης:

Diana Shipping (Σεμίραμις Παληού): Μειωμένα τα έσοδα λόγω χαμηλών ναύλων

ΟΗΕ: Ανησυχία για τον κίνδυνο κλιμάκωσης στη Μέση Ανατολή

Βουλή: Ψηφίστηκε το νομοσχέδιο για την αναδιάρθρωση του Υπεραταμείου