Μικρότερη συσκευασία στα σούπερ μάρκετ επιλέγει το 15% των καταναλωτών προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για τις αγορές βασικών αγαθών. Ενώ τέσσερις στους δέκα για τον ίδιο λόγο έχουν στραφεί σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας και σχεδόν πέντε στους δέκα αλλάζουν μάρκα προϊόντος για περιορισμό της δαπάνης.

Η καταναλωτική αυτή συμπεριφορά, απόρροια της ακρίβειας, αποτυπώνεται στην τελευταία έρευνα του ΙΕΛΚΑ (23-29 Ιουνίου 2024) για την επίδραση των ανατιμήσεων στις καταναλωτικές συνήθειες στην Ελλάδα, και αποτελεί έναν από τους τέσσερις βασικούς παράγοντες που διαμορφώνουν τις τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ.

Ακριβότερη κατά 10% η Ελλάδα στα τυποποιημένα προϊόντα

Μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα είναι κατά  10% ακριβότερη στα τυποποιημένα προϊόντα σουπερμάρκετ από την Ευρωζώνη, αποτυπώνει το πώς οι καταναλωτές επηρεάζουν σε κάποιο βαθμό τις τιμές στο ράφι με τις αγοραστικές τους συνήθειες.

Σύμφωνα με τη μελέτη, οι υψηλές τιμές στην Ελλάδα αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό αυξημένη συγκέντρωση στην αγορά των προμηθευτών, όπου δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές οι οποίες προμηθεύουν την αγορά με εισαγόμενα προϊόντα, στρεβλώσεις στην αγορά της λιανικής, καθώς και διαφορές στις καταναλωτικές συνήθειες.

Ποιες όμως είναι αυτές οι διαφορές στις πρακτικές των καταναλωτών που έχουν αντίκτυπο στις τιμές;

Η συσκευασία: Καθοριστικό ρόλο παίζει και το μέγεθος συσκευασίας που επιλέγουν οι καταναλωτές. Στην Ελλάδα οι καταναλωτές αγοράζουν μικρότερες συσκευασίες έναντι του μέσου όρου που καταγράφεται στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Και   όσο μεγαλύτερη είναι η συσκευασία, τόσο χαμηλότερη τείνει να είναι η τιμή της μονάδας. Ο καταναλωτής είναι εκείνος που θα επιλέξει ποιο μέγεθος συσκευασίας θα αγοράσει  (εφόσον βεβαίως υπάρχουν μεγαλύτερες συσκευασίες). Η επιλογή αυτή θεωρείται και ως ένα χαρακτηριστικό του καταναλωτή που δείχνει κατά πόσον αυτός προσέχει την τιμή της μονάδας που διαμορφώνεται σε συνάρτηση με το μέγεθος της συσκευασίας ή δεν προσέχει, οπότε οι επιχειρήσεις μπορούν να καθορίζουν υψηλότερες τιμές. Γενικά πάντως, σύμφωνα με τη μελέτη της ΤτΕ οι μεγαλύτερες συσκευασίες συνδέονται με χαμηλότερες τιμές.

Τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας: Το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας είναι σημαντικό ως προς τη διαμόρφωση των τιμών των επωνύμων. Υψηλότερο μερίδιο επηρεάζει μειωτικά τις τιμές των επώνυμων προϊόντων.  Στην Ελλάδα, η αγορά των private label κινείται ανοδικά τα τελευταία χρόνια, ωστόσο υπολείπεται σημαντικά από τα μερίδια άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο με βάση τα στοιχεία της NielseniQ  στο πρώτο εξάμηνο του 2024 στο οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων, τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία, έχοντας αυξήσει τα επίπεδα των πωλήσεών τους σε αξία κατά 4,7% και φτάνοντας, για το πρώτο εξάμηνο του 2024, σε ένα μερίδιο αγοράς της τάξης του 25%. Μάλιστα τα PL στο σύνολό τους παρουσίασαν αξιοσημείωτη μείωση της μέσης τιμής τους κατά -2,0%, με τους πωλούμενους όγκους αυτών να αυξάνονται κατά 6,7% και να κερδίζουν περισσότερο χώρο στο καλάθι του νοικοκυριού.

Το ηγετικό επώνυμο προϊόν: Το μερίδιο των άλλων επώνυμων προϊόντων στην ποσότητα, που μετρά την ένταση του ανταγωνισμού έναντι του ηγετικού επώνυμου προϊόντος. Υψηλότερο μερίδιο των άλλων επώνυμων προϊόντων συνεπάγεται  χαμηλότερες τιμές. Αντίθετα μια αύξηση στη μονοπωλιακή ισχύ του παραγωγού, όπως αυτή εκφράζεται από το μερίδιο του επώνυμου προϊόντος με ηγετική θέση στην αγορά, αυξάνει τις τιμές, ενώ ο υψηλότερος ανταγωνισμός από τους άλλους παραγωγούς, όπως αποτυπώνεται από το μερίδιο των άλλων επώνυμων προϊόντων και των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας, μειώνει τις τιμές, σύμφωνα με τη μελέτη.

Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της ευρωζώνης θα οδηγούσε σε σημαντικές μειώσεις τιμών. Συγκεκριμένα, για την ομάδα προϊόντων με τις υψηλότερες πωλήσεις στο δείγμα, η μείωση τιμών στην Ελλάδα θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 17 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για την ομάδα προϊόντων όπου η Ελλάδα είναι από τις πιο ακριβές χώρες η μείωση τιμών θα έφθανε κατά μέσο όρο τις 30 ποσοστιαίες μονάδες, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.

Σημαντικές μειώσεις θα μπορούσαν επίσης να επιτευχθούν για τα αγαθά με τα υψηλότερα μερίδια στις συνολικές πωλήσεις, τα οποία είναι πιο αντιπροσωπευτικά για το καλάθι του Έλληνα καταναλωτή. Για αυτό το σύνολο αγαθών ειδικότερα, θα μπορούσε να προκύψει μείωση τιμών ίση με 17% κατά μέσο όρο (23% αν εξαιρεθεί το ελαιόλαδο).

Πόσο χαμηλότερα θα ήταν οι τιμές αν γινόταν σωστή τιμολόγηση από τις πολυεθνικές

Φυσικά δεν αρκεί μόνο η καταναλωτική παιδεία- που σύμφωνα με την ΤτΕ θα είχε αποτελέσματα σε μακροπρόθεσμο ορίζονται για να πέσουν οι τιμές, καθώς οι άλλοι παράγοντες που οδηγούν σε υψηλότερες τιμές είναι πάνω από τις δυνατότητες παρέμβασης των καταναλωτών. Όπως για παράδειγμα το ζήτημα των πολυεθνικών που είναι μείζον εν τέλει για τις υψηλές τιμές αναδεικνύοντας τη χώρα μας μια από τις πιο ακριβές στα τυποποιημένα επώνυμα προϊόντα. Όπως επισημαίνεται στη μελέτη της ΤτΕ, «για πολλά χρόνια οι συζητήσεις πολιτικής επικεντρώνονται στη σημασία των παρεμβάσεων για τη βελτίωση του ανταγωνισμού από την πλευρά του παραγωγού, ενώ πρόσφατα η προσοχή έχει στραφεί στο ρόλο των παρεμβάσεων που θα μπορούσαν να περιορίσουν την τιμολογιακή ισχύ των πολυεθνικών. Τα αποτελέσματα της μελέτης μας επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή, με τις μειώσεις τιμών να φθάνουν έως και το 14% σε περίπτωση που οι συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά των παραγωγών θα συνέκλιναν προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».

Διαβάστε επίσης

Γιατί είδε «χρυσό» στο ελαιόλαδο ο Νίκος Καραμούζης

SARKK: Τα σχέδια της οικογένειας Σαράντη για Calvin Klein και Tommy Hilfiger και η νέα επένδυση στη Μύκονο

Unilever: Τι απαντά η εταιρεία για τις απολύσεις στην Ελλάδα