Όσο οι δηλώσεις των ηγετών της γειτονικής χώρας δυναμιτίζουν τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών και de facto θέτουν εν αμφιβόλω τη Συμφωνία των Πρεσπών, οι δυνατότητες της Ελλάδας για αντίδραση βρίσκονται κάπου στη μέση. Ούτε είναι εφικτό, όπως διατείνονται με ευκολία τα κόμματα του ακροδεξιού χώρου, να ακυρωθεί εν μία νυκτί η διεθνής συνθήκη, αλλά ούτε είναι απόλυτα δεμένα τα χέρια της κυβέρνησης, όπως εξηγεί σε κάθε ευκαιρία που θέλει να υπενθυμίσει ότι η ίδια δεν συνέβαλε στην κύρωσή της.

Όταν πριν 6 χρόνια ψηφιζόταν η Συμφωνία των Πρεσπών, ήταν για πολλούς προδιαγεγραμμένο ότι πολύ σύντομα θα εμφανίζονταν τα πρώτα προβλήματα. Και αυτό επειδή πρόκειται για μια συμφωνία που κατά βάση καμία από τις δύο χώρες δεν ήθελε και έχει οδηγήσει σε σημαντικούς συμβιβασμούς και τις δύο πλευρές.

1

Ωστόσο, τα κυριότερα ζητήματα που είχαν επισημανθεί σχετίζονταν με το άρθρο 7 που αφορά τις έννοιες «Μακεδονία» και «Μακεδόνας» και το πώς αυτές γίνονται αντιληπτές σε κάθε κράτος, δίνοντας μεγάλη ελευθερία και στις δύο πλευρές να τις ερμηνεύσουν με τον δικό τους τρόπο. Όμως, η τόσο κατάφωρη παραβίαση του ονόματος, το οποίο υποτίθεται ήταν το πιο ξεκάθαρο από όλα τα σημεία της συμφωνίας, προκαλεί αν όχι έκπληξη, τουλάχιστον προβληματισμό.

Η Ελλάδα, ευτυχώς, έχει αρκετούς τρόπους να αντιδράσει. Σε θεωρητικό επίπεδο βέβαια, γιατί επί του πρακτέου στη διπλωματική σκηνή οι επιλογές είναι διαφορετικές.

Μονομερής καταγγελία της σύμβασης

Γενικά, η αρχή που ισχύει για τις συνθήκες, όπως και για οποιαδήποτε σύμβαση, είναι ότι τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρούνται. Διαφορετικά, δεν θα υπήρχε λόγος να καταρτίζεται κανένα νομικό έγγραφο. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι συνήθως δεν υπάρχει κάποια πρόβλεψη για την καταγγελία ή την ακύρωσή του στο ίδιο το έγγραφο. Η Συμφωνία των Πρεσπών, ωστόσο, δεν έχει τέτοια πρόβλεψη.

Επομένως, για το ζήτημα της μονομερούς λύσης της συμφωνίας, θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. Η διεθνής αυτή σύμβαση ορίζει ότι καταρχήν μια διεθνής συνθήκη λύεται με διμερείς διαπραγματεύσεις και αμοιβαία συναίνεση. Όμως, μπορεί να γίνει και μονομερής λύση για συγκεκριμένους λόγους που αφορούν είτε την ακύρωση είτε την καταγγελία.

Η ακύρωση σημαίνει ότι η συμφωνία είναι σαν να μην έγινε ποτέ και το αποτέλεσμα της λύσης λειτουργεί αναδρομικά. Μια τέτοια δραστική ενέργεια μπορεί να γίνει μόνο αν το ένα μέρος αποδείξει ότι η υπογραφή της συνθήκης ήταν προϊόν πλάνης, απάτης, απειλής άσκησης ένοπλης βίας, άσκησης ένοπλης βίας, δωροδοκίας ή ότι τελεί σε σύγκρουση με αναγκαστικό κανόνα του διεθνούς δικαίου.

Προφανώς κάτι τέτοιο ούτε μπορεί να αποδειχθεί ούτε ισχύει, οπότε το μόνο νομικό εργαλείο που έχει η Ελλάδα για μονομερή καταγγελία είναι αυτό της καταγγελίας. Το άρθρο 60 της Σύμβασης της Βιέννης ορίζει ότι, αν ένα μέρος παραβιάσει ουσιωδώς μια διμερή συνθήκη, το άλλο μέρος μπορεί να επικαλεστεί αυτή την παραβίαση ως λόγο για την αναστολή ή την καταγγελία της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει.

Συνεπώς, η Ελλάδα θα μπορούσε να επικαλεστεί παραβίαση των όρων της Συμφωνίας των Πρεσπών εκ μέρους της Βόρειας Μακεδονίας και να καταγγείλει τη συμφωνία, όμως προηγουμένως θα έπρεπε να δώσει εύλογο χρονικό διάστημα στο άλλο μέρος για την επίλυση της διαφοράς.

Διμερής προσφυγή σε δικαιοδοτικά όργανα

Η μόνη πρόβλεψη που περιλαμβάνει η Συμφωνία των Πρεσπών για τη λύση της αφορά τη διμερή επίλυση των διαφορών μέσω της προσφυγής και των δύο πλευρών σε διαιτησία ή διεθνές δικαστήριο.

Μάλιστα, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θα μπορούσε να γίνει ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από τις προβλέψεις της Συμφωνίας των Πρεσπών. Ωστόσο, όπως είναι άλλωστε γνωστό και από διαφορές της Ελλάδας με την Τουρκία, η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης απαιτεί τη συγκατάθεση και των δύο μερών.

Γιατί η νομική οδός είναι η λιγότερο κατάλληλη

Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η Ελλάδα έχει ορισμένες νομικές επιλογές, αν θέλει να «απαλλαγεί» από τη Συμφωνία των Πρεσπών, ακόμα και μονομερώς. Φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι εύκολο, καθώς είτε η μονομερής καταγγελία είτε η προσφυγή σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο απαιτεί άριστη προετοιμασία και συνυπολογισμό των συνεπειών.

Άλλωστε, σπανίως επιλέγεται αυτός ο δρόμος, όπως γενικότερα σπανίως επιλέγεται η νομική οδός, όταν παρουσιάζονται προβλήματα σε μία σύμβαση. Κάποιος λόγος και κάποια ανάγκη οδήγησε στην υπογραφή της και η λύση της σχεδόν ποτέ δεν είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος αντιμετώπισης παραβιάσεων, ειδικά όταν μιλάμε για μια συμφωνία μεταξύ κρατών, των οποίων οι ανάγκες, οι επιδιώξεις και οι παλινωδίες έχουν το βάρος από πίσω ενός ολόκληρου λαού.

Γι’ αυτό, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, στόχος είναι όχι η εξαφάνιση της συμφωνίας, αλλά το αντίθετο, η επαναφορά του παραβιάζοντος μέρους στους όρους της. Αυτό ακριβώς θα επιδιώξει η ελληνική πλευρά μέσω διαπραγματεύσεων και διεθνών πιέσεων.

Διότι το ζητούμενο είναι να πείσει τη γείτονα να εφαρμόσει τη συμφωνία και όχι να καταγγείλει τη συνθήκη για την παραβίαση των όρων της, αφού η εξαφάνιση της συνθήκης θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων στην ίδια -αν όχι σε χειρότερη- παραβίαση. Γι’ αυτό έχει περισσότερο νόημα να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις διπλωματικές διεργασίες και βεβαίως στο ισχυρό χαρτί της Ελλάδας για βέτο στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρά η συζήτηση για τη μη κύρωση των μνημονίων συνεργασίας. Είναι προφανώς ώρα να υπάρξει μια συνεπής στρατηγική με συνεπή απόφαση από τον πολιτικό κόσμο αν η χώρα μας θέλει να πιέσει προς την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών ή προτιμά να την κρατά στον αέρα. Και τα δύο δεν γίνονται.

Διαβάστε επίσης:

Ασφαλιστικές εταιρείες: Τα μεγάλα deals που έγιναν τα τελευταία χρόνια