Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τόση σπουδή για έναν αμετανόητο αρχηγό ατάκτων ακροδεξιών που βαρύνονται με δολοφονίες, επιθέσεις, ρατσιστικό μίσος, εγκληματικές ενέργειες κάθε είδους.
Τι μήνυμα έστειλε άραγε το δικαστήριο της Λαμίας και οι δικαστές που αποφάσισαν -παρά την αντίθεση του εισαγγελέα- να απελευθερώσουν τον Μιχαλολιάκο;
Το έκαναν επηρεασμένοι από τον θείο λόγο που ακούμε αυτές τις ημέρες στις εκκλησιές;
Αισθάνθηκαν την ανάγκη να δείξουν μια κάποια συμπόνοια σε έναν γηραιό φασίστα που και καμιά μετάνοια δεν έχει επιδείξει, αλλά και το μίσος του για την αστική, ελληνική δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό παραμένει ασίγαστη;
Ή μήπως τον λυπήθηκαν τον κακόμοιρο που ήταν κλεισμένος σε κάποιο ανήλιαγο μπουντρούμι και είπαν να του δώσουν την ευκαιρία να κάνει Πάσχα με την οικογένειά του;
Ε όχι δα, σε… καμπ στους Αγίους Αναργύρους βρισκόταν επί μια διετία.
Αδυνατώ να καταλάβω την… ευσπλαχνία ορισμένων δικαστών, όταν το αίμα των δολοφονημένων από τη Χρυσή Αυγή είναι ακόμη εδώ.
Αδυνατώ να καταλάβω προς τι αυτή η απόφαση, όταν δυστυχώς ο χρυσαυγιτισμός βρίσκεται ακόμη στην ελληνική κοινωνία, έχει ρίζες βαθιές και δεν μπορεί εύκολα να ξεριζωθεί.
Και αδυνατώ να καταλάβω γιατί πρέπει να δίνουμε σωσίβιο επιβίωσης στον φασισμό που κρύβεται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής και ψάχνει τρόπους να βγει στην επιφάνεια.
Βεβαίως, κάθε καταδικασμένος έχει δικαίωμα να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, να ζητήσει υφ’ όρων απόλυση, να πάει σπίτι του έπειτα από κάποια χρόνια έκτισης της ποινής.
Όμως, υπάρχουν κι εγκλήματα που πρέπει να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση. Και κυρίως να λαμβάνονται υπόψιν οι ουσιαστικοί λόγοι, κι όχι οι τυπικοί για την αποφυλάκιση ενός καταδικασμένου.
Και στην περίπτωση του Νίκου Μιχαλολιάκου δεν τηρήθηκαν οι ουσιαστικοί λόγοι, αυτοί της μετάνοιας, της συγγνώμης, της ειλικρινούς μεταμέλειας ενός εχθρού της Δημοκρατίας.
Κι ενός ανθρώπου που κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, ξεκίνησε να βάζει βόμβες και κατέληξε να διοικεί ένα κόμμα που πάνω από 600.000 συμπολίτες μας το έφεραν στη Βουλή.
Μια ντροπή για την μεταπολεμική Δημοκρατία, ένα αιώνιο αίσχος που θα πρέπει κάποτε να αναλύσουμε και να κάνουμε τα πάντα για να μην επαναληφθεί.
Αρνητές της Δημοκρατίας, υμνητές του ναζισμού που εξόντωσε εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο, κι όμως, εμείς οι Ελληνες, τους νομιμοποιήσαμε.
Και με ανησυχεί πολύ περισσότερο από τον γηραιό, απεχθή Μιχαλολιάκο, το γεγονός ότι αυτήν την ευσπλαχνία της Δημοκρατίας (να αποφυλακίζει έναν νεοναζί) μπορούν να την εκμεταλλευτούν οι κρυφοφασίστες που ζουν αναμέσά μας.
Ολοι αυτοί που κρύβονται πίσω από θεωρίες συνωμοσίας, που κρύβονται μέσα στους 4 τοίχους της οικογενειακής κακοποίησης, που κρύβονται στα γήπεδα, στους χώρους δουλειάς, στην Εκκλησία μέσα, στους αρνητές της Δημοκρατίας ή τους αμφισβητούντες τη Δικαιοσύνη.
Και ξέρετε: Ολοι αυτοί οι μικροί, κρυφοί Μιχαλολιάκοι, όλοι αυτοί οι λύκοι που φορούν προβιά, είναι εξαιρετικά πιο επικίνδυνοι διότι και δύναμη έχουν, και λόγο έχουν, και εξουσία.
Ε, και κάποια στιγμή όταν θα μπορούν να βγάλουν το προσωπείο τους, τότε πράγματι θα δούμε και πόσο επικίνδυνοι είναι.
Με φοβίζουν όλοι εκείνοι που σήμερα ολοφύρονται για την αποφυλάκιση του «μικρού Φύρερ», αλλά ψάχνουν την ευκαιρία να εκδηλώσουν τον πραγματικό τους εαυτό.
Και γελάω πραγματικά ή μάλλον λυπάμαι όλους εκείνους τους κήρυκες της Δημοκρατίας που οργισμένοι για τη δικαστική απόφαση ξεχνούν ποιοι είναι και τι έχουν κάνει.
Ξεχνούν πόσο ξεπουλημένοι είναι οι ίδιοι. Και πώς αλλάζουν προσωπείο, όπως κάνουν οι καλοί και ευφυείς φασίστες.
Γιατί ο φασισμός δεν είναι μόνο ο Μιχαλολιάκος, ο Κασιδιάρης και οι Χρυσαυγίτες. Είναι και όλοι εκείνοι που κρύβονται πίσω από φανταχτερούς τίτλους, λεφτά, εξουσία.
Κι αυτοί είναι οι πιο επικίνδυνοι. Γιατί δουλεύουν υπογείως, το «παίζουν» ιδεολόγοι, στρατολογούν ανόητους, έχουν δύναμη, εκφοβίζουν.
Αλλά δεν πρέπει να τους περάσει.
Κι ότι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιο δυνατούς.
Αυτό πρέπει να το ξέρουν.
Διαβάστε επίσης:
O Κασσελάκης πουλά τον εαυτό του με τον ΣΥΡΙΖΑ στα αζήτητα
Tα σενάρια για την πώληση της United Group, οι Άραβες και o Νίκος Σταθόπουλος
Ο «χάρτης» των περσινών φορολογικών δηλώσεων – 1 στους 2 δήλωσε εισόδημα κάτω των 10.000 ευρώ