Η Φυσικό Αέριο Ελληνική Εταιρεία Ενέργειας, προειδοποιεί, σχολιάζοντας σχετική διαβούλευση της ΡΑΑΕΥ, ότι το προτεινόμενο Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2024-2028  της enaon EDA αναμένεται να έχει επίπτωση στη μέση Χρέωση Διανομής κάθε περιοχής, οδηγώντας  σε αυξήσεις της τάξης του 10% ή και περισσότερο, ακόμα και σε ήδη υπάρχοντα και αναπτυγμένα δίκτυα.

Σημειώνει επίσης ότι πρέπει  να συνυπολογιστεί και η εφαρμογή της σταδιακής απομείωσης των εκπτώσεων στα τέλη σύνδεσης, γεγονός που θα λειτουργήσει τόσο σαν εμπόδιο στις νέες συνδέσεις, όσο και σαν επιπλέον επιβάρυνση για τους καταναλωτές φυσικού αερίου στο μέλλον.

1

Ειδικότερα, σχετικά με τη Δημόσια Διαβούλευση της ΡΑΑΕΥ επί του Προγράμματος Ανάπτυξης Δικτύου Διανομής της εταιρείας enaon EDA για την περίοδο 2024-2028, στην οποία συμπεριλαμβάνονται στοιχεία σχετικά με τον τρόπο ανάκτησης των αντίστοιχων επενδύσεων και την αντίστοιχη επίπτωση στα Τιμολόγια Βασικής Δραστηριότητας Δικτύου Διανομής , η Φυσικό Αέριο Ελληνική Εταιρεία Ενέργειας, αναφέρει:
Με την Απόφαση ΡΑΑΕΥ Ε-14/2024 καθορίστηκαν τα τιμολόγια διανομής στις περιοχές που δραστηριοποιείται η enaon EDA για τη Ρυθμιστική Περίοδο 2023-2026, με εφαρμογή από 1η Φεβρουαρίου 2024, τα οποία οδηγούν σε σημαντικές αυξήσεις στις περισσότερες περιοχές, ειδικά στη Χρέωση Δυναμικότητας, οι οποίες υπερβαίνουν ακόμα και το 30%. Επιπλέον, καθορίστηκε για πρώτη φορά η «Προσαύξηση Διείσδυσης» ως επιπλέον χρέωση διανομής για ολόκληρη τη Ρυθμιστική Περίοδο 2023- 2026.
Ταυτόχρονα λοιπόν με αυτές τις αυξήσεις, το προτεινόμενο Πρόγραμμα Ανάπτυξης 2024-2028 αναμένεται να έχει επίπτωση στη μέση Χρέωση Διανομής κάθε περιοχής, οδηγώντας με βάση την εκτίμηση του Διαχειριστή σε αυξήσεις της τάξης του 10% ή και περισσότερο, ακόμα και σε ήδη υπάρχοντα και αναπτυγμένα δίκτυα, τα οποία προβλέπεται να πυκνώσουν. Σε αυτό θα πρέπει πλέον να συνυπολογιστεί και η εφαρμογή της σταδιακής απομείωσης των εκπτώσεων στα τέλη σύνδεσης, γεγονός
που θα λειτουργήσει τόσο σαν εμπόδιο στις νέες συνδέσεις, όσο και σαν επιπλέον επιβάρυνση για τους καταναλωτές φυσικού αερίου στο μέλλον.
Τονίζει, πως προκειμένου το φυσικό αέριο να προωθηθεί αποτελεσματικά σε όλες τις περιοχές, ως φθηνότερη και περιβαλλοντικά φιλικότερη επιλογή καυσίμου σε σχέση με το πετρέλαιο, ειδικότερα μετά από μια περίοδο ενεργειακής κρίσης, θα πρέπει να υπάρξει προσπάθεια οι αυξήσεις στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις να παραμένουν εντός ενός εύλογου εύρους που δεν θα προκαλεί απότομες και μεγάλες επιβαρύνσεις στους λογαριασμούς φυσικού αερίου.

Οι καταναλωτές που ήδη επιβαρύνονται με βάση τα νέα τιμολόγια της Ρυθμιστικής Περιόδου 2023-2026, θα πρέπει, τονίζεται, με συμβολή όλων των εμπλεκόμενων μερών, να προστατευτούν από περαιτέρω μεγάλες αυξήσεις λόγω του Προγράμματος Ανάπτυξης 2024-2028.

Όπως τονίζει, “τα δίκτυα διανομής αποτελούν «φυσικά» μονοπώλια, καθώς δεν μπορούν λογικά να διαχωριστούν, λαμβανομένων υπόψη των οικονομιών πολύ μεγάλης κλίμακας που συνδέονται με αυτά. Από άποψη ανταγωνισμού, επομένως, ο ιδιοκτήτης του δικτύου διανομής ελέγχει μια ουσιώδη υποδομή («essential facility») η οποία συνδέει την προμήθεια με την κατανάλωση και ενισχύει τη θέση του στην αγορά σε σχέση τόσο με τους προμηθευτές όσο και με τους καταναλωτές”.
Έχοντας υπόψη τις πρόσφατες αυξήσεις στα τιμολόγια διανομής που εγκρίθηκαν με την προαναφερθείσα απόφαση της ΡΑΑΕΥ και τις προτάσεις του Διαχειριστή του δικτύου διανομής για περαιτέρω επιβαρύνσεις όπως αυτές αποτυπώνονται στο προτεινόμενο πρόγραμμα ανάπτυξής του, η εταιρεία εκφράζει  προβληματισμούς σχετικά με την ομαλή εξέλιξη των τιμών διανομής με βάση τα βασικά σενάρια ζήτησης όπως έχουν παρουσιασθεί στη Μελέτη ανάπτυξης δικτύου του διαχειριστή.

Θεωρεί η εταιρεία πως θα πρέπει οι επιπτώσεις του Πλάνου Ανάπτυξης 2024- 2028 στις χρεώσεις διανομής να αξιολογηθούν πολύ προσεκτικά και οι εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται σε αυτό να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικές, ώστε να μην προκύψουν τα επόμενα χρόνια δυσανάλογα κόστη στους καταναλωτές φυσικού αερίου.

Η εταιρεία καταλήγει ότι θα πρέπει να ληφθούν, όλα τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο, έτσι ώστε οι τιμές διανομής να αντικατοπτρίζουν τις εκάστοτε εξελίξεις στην αγορά ενέργειας με τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση των καταναλωτών.