«Ο Μπάιρον είναι ένας από τους αθάνατους ήρωες της Ελληνικής ιστορίας, κι από όποια γωνία κι αν σταθούμε για να θεωρήσουμε την επιβλητικήν εικόνα του, θα την αγναντεύουμε πάντα στην προοπτική της πρωτοκάθεδρο· και η έδρα του θα υψώνεται σα θρόνος βασιλικός. Και ή λύρα ή σπαθί κρατά στο χέρι του, πάντα απολλώνεια θα λάμπει η όψη του, όμως με γοητεία διονυσιακή», έγραφε στα 1924 ο Κωστής Παλαμάς «ατενίζοντας», εκατό χρόνια μετά το θάνατό του αυτόν τον γοητευτικό και τολμηρό φιλέλληνα, που για τους Έλληνες είχε προ πολλού  περάσει στη σφαίρα του μύθου.

Σήμερα στα 200 χρόνια πια από την ημέρα, 19 Απριλίου 1824, που άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, ο μύθος για τους Έλληνες συνεχίζεται.

1

Όσες μελέτες κι αν δημοσιευθούν, όσες επιστολές του κι αν αποκαλυφθούν κι όσες βιογραφίες κι αν έχουν ερευνήσει μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια την ταραχώδη ζωή του θα παραμένει πάντα μία από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές του καιρού του, ένας άγγλος αριστοκράτης, που τι τιμή, επέλεξε να αφιερωθεί, για όποιους δικούς του λόγους στον αγώνα των σκλαβωμένων Ελλήνων για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.

«Γιατί τι άλλο πράττει η ποίηση παρά να δημιουργεί/ Απ’ το υπέρτατο καλό ή το κακό· ν’ αποσκοπεί/ Σε μιαν ανώτερη ζωή πέρα απ’ την ειμαρμένη /Ο νέος Προμηθέας ενός νέου ανθρώπου να γενεί/ Κι απ’ τα ουράνια να χαρίσει τη φωτιά στην οικουμένη…», όπως έγραφε ο ίδιος (Η προφητεία του Δάντη, Ιούνιος – Ιούλιος 1819).

Αλλά δεν μπορεί κανείς να σταθεί μόνον εκεί μιλώντας για τον Μπάιρον, κι όποιο πορτρέτο του είναι μισό, αν αφήνεται στην αποθέωση των σχολικών βιβλίων. Μια τέτοια προσωπικότητα άλλωστε, αμφιλεγόμενη ήδη από την εποχή του, δεν μπορεί να περιοριστεί χρονικά στο λίγο, που έζησε ο ίδιος την Ελληνική Επανάσταση ούτε στην αποστειρωμένη παρουσίαση ενός ανθρώπου, που η ζωή του υπήρξε ένα κράμα προκλητικών και ακραίων ενεργειών δοκιμάζοντας τα όριά του μέσα από σκάνδαλα ερωτικά και οικονομικά.

«Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι». Έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη
«Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι». Έργο του Θεόδωρου Βρυζάκη

Ένας διπλός χαρακτήρας

Ποιος ήταν λοιπόν στην πραγματικότητα ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάυρον, 6ος Βαρόνος Μπάυρον, πέρα από αριστοκράτης, ποιητής εκπρόσωπος του Ρομαντισμού και φιλέλληνας; Δύο από τα πορτρέτα του, όπως διαμορφώνονται στα βιβλία «Μία ζωή σε δέκα επιστολές» του Άντριου Στάουφερ, καθηγητή Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Βιρτζίνια και «Η ιδιωτική ζωή του λόρδου Βύρωνα» του  συγγραφέα Άντονι Πίτι δίνουν τις δικές τους ερμηνείες.

Η βιογραφία του Πίτι ξεκινά με ένα ανέκδοτο από τα εφηβικά χρόνια του Μπάιρον, που περικλείει την ψυχολογική του πολυπλοκότητα: «Σε μια βραδιά ερασιτεχνικών θεατρικών παραστάσεων έπαιξε πρώτα ένα σατανικό πρόσωπο σε μελόδραμα και μετά σε μια κωμωδία ηθών. Στο ένα έργο, ήταν ένας μισάνθρωπος με το στίγμα του Κάιν και στο άλλο ένας επιπόλαιος δανδής».

«Όταν δεν έπινε, δεν έπαιζε και δεν έκανε σεξ, ο Μπάιρον έγραφε επίσης και οι 3.000 επιστολές του αγωνίζονταν να συμβαδίσουν με τη ροή των αισθήσεών του, καθώς ζούσε ανάμεσα σε ίντριγκες μοιχείας, λογοτεχνικές διαμάχες και πολιτικές συνωμοσίες», όπως γράφει ο Άντριου Στάουφερ. Ενώ ως έναν παράδοξο άνθρωπο, έναν ποιητή, που πίστευε ότι οι λέξεις είναι διαθέσιμες σαν την ανάσα, ένα ναρκισσιστή που αντιπαθούσε τον εαυτό του και μια διασημότητα, που γελούσε με τη δική του δημοσιότητα» τον περιγράφει ο Άντονι Πίτι.

«Ο Λόρδος Βύρων. Ο υποστηρικτής και υπερασπιστής του Ελληνικού Έθνους». Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Λονδίνο-Παρίσι, 1827
«Ο Λόρδος Βύρων. Ο υποστηρικτής και υπερασπιστής του Ελληνικού Έθνους». Επιζωγραφισμένη λιθογραφία, Λονδίνο-Παρίσι, 1827

Η κακή φήμη

«Εκτός από την ενασχόλησή του με το ποτό, τον τζόγο και την πορνεία στο Κέιμπριτζ, όπου ως αριστοκράτης πήρε πτυχίο χωρίς να χρειάζεται  να δώσει εξετάσεις,  ο Μπάιρον ήταν ενταγμένος στο ιλιγγιώδες, κοινωνικό καρουζέλ του Λονδίνου», γράφει εξάλλου, ο Στάουφερ.

«Κυνηγημένος από πιστωτές και στη σκιά σεξουαλικών σκανδάλων, σύντομα φεύγει στο εξωτερικό. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε έναν κοιτώνα μοναστηριού με μερικούς άγαμους αρσενικούς δόκιμους, τους οποίους  αποκαλεί «συλφίδες». Στην Ιταλία μπλέκεται σε μια επικίνδυνη σχέση με μια κόμισσα, ο σύζυγος σκοπεύει να τον σκοτώσει με ένα στιλέτο. Κι όταν συμμετέχει στον ελληνικό αγώνα ανεξαρτησίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία,  επινοεί εκ νέου τον εαυτό του ως άνθρωπο της δράσης, για να κριθεί ακατάλληλος για μάχη. Πεθαίνει από πυρετό στο βαλτώδες Μεσολόγγι σε ηλικία 36 ετών».

Σύμφωνα πάντως με την ερωμένη του λαίδη Καρολάιν Λαμπ, ο λόρδος Μπάιρον ήταν «τρελός, κακός και επικίνδυνος για να τον γνωρίζεις». Η εξερεύνηση όμως των προσωπικών του ιδιοτροπιών και πνευματικών ιδιορρυθμιών του, όπως παρουσιάζονται από τον Άντονι Πίτι καταρρίπτει οριστικά και τις τρεις κατηγορίες:

«Ο Μπάιρον ειρωνευόταν τον εαυτό του, δεν είχε ποτέ παράνοια», γράφει. «Μπορεί να απολάμβανε την κακή του φήμη αλλά ο παγανισμός του επισκιαζόταν από την κληρονομιά της τιμωρητικής καλβινιστικής ανατροφής του. Και σίγουρα θα ήταν απόλαυση, όχι κίνδυνος, να γνωρίσουμε αυτόν τον ευχάριστο άνθρωπο, του οποίου τα μάτια, όπως είπε ο Κόλεριτζ, ήταν ‘‘«οι ανοιχτές πύλες του ήλιου’’ και το στόμα του  ‘‘«τόσα ακίνητα χαμόγελα’’». (Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ, ποιητής, ένας εκ των ιδρυτών του ρομαντικού κινήματος στην Αγγλία.)

Ο θάνατος του Λόρδου Βύρων, έργο του Ζοζέφ Ντενί Οντεβάιρ
Ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνα, έργο του Ζοζέφ Ντενί Οντεβάιρ

Οι μεταμορφώσεις

Όσον αφορά τις ιδιωτικές επιστολές του, ο Στάουφερ τις χαρακτηρίζει ως  «ημιδημόσιες παραγωγές», που προορίζονταν να μοιραστούν. Λειτουργούσαν επίσης ως υποκατάστατο της γνήσιας οικειότητας, όπως γράφει. Γιατί –προσθέτει- φλερτάροντας τη μέλλουσα σύζυγό του, Αναμπέλα Μιλμπάνκ φαίνεται πιο χαρούμενος στέλνοντάς της εξωφρενικά ερωτικά σημειώματα, παρά όταν είναι πραγματικά μαζί.  Δίνει πάντα ερμηνείες για ένα αόρατο κοινό, πειραματιζόμενος με εναλλακτικές εκδοχές του εαυτού του που συχνά δανείζεται από χαρακτήρες του σαιξπηρικού δράματος. Διαθέτει μάλιστα το κατάλληλο κοστούμι για κάθε του προσωποποίηση. Στα ταξίδια του στην ανατολική Μεσόγειο αποκτά αλβανικά ρούχα και κραδαίνει μια σπάθα, ενώ στην Ιταλία στολίζεται επιδεικτικά  ξαφνιάζοντας τους άγγλους επισκέπτες. Τέλος, για να πάει να πολεμήσει στην Ελλάδα σχεδιάζει μια κόκκινη και χρυσή στολή και ένα κράνος ιππικού, που δεν φοράει ποτέ.

«Αυτές οι αντιφάσεις παρουσιάζουν μία αυτο-δυσαρέσκεια, που υπονομεύει την αίγλη του Βύρωνα», σημειώνει ο Άντονι Πίτι. Θυμίζοντας και το εκ γενετής πρόβλημά του με την χωλότητα του ενός ποδιού του, κάτι για το οποίο κατηγορούσε την μητέρα του, η οποία, παχουλή ούσα, φορούσε κορσέ σε όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της και αρνιόταν να τον αφαιρέσει ακόμη και στη γέννα. Την ίδια θεωρούσε υπεύθυνη και για την τάση του για παχυσαρκία, την οποία για να αντιμετωπίσει, υποβαλλόταν σε μία σειρά από παράλογες, εμμονικές δίαιτες, συμπεριλαμβανομένης μιας, που τον περιόριζε σε σκληρά μπισκότα και σόδα, συμπληρωμένα με καπνό ως κατασταλτικό της όρεξης.

Αυτοκαταστροφή

Γνωστή εξάλλου, ήταν η αποστροφή του για «ζωική τροφή», δηλαδή κρέας, κάτι που συντελούσε στην αποξένωσή του από την Αγγλία. «Το να είσαι κρεατοφάγος στην Αγγλία  ήταν πατριωτικό», όπως λέει ο Πίτι. Σημειώνοντας, ότι η συγκεκριμένη αποχή τον είχε αποδυναμώσει τόσο,  που ο θάνατός του στα ελληνικά έλη οφειλόταν τόσο στην πείνα όσο και στην αγυρτεία του γιατρού του, ο οποίος διέγνωσε επιληψία και του έκανε αφαιμάξεις.

«Όταν αρρώστησε στο Μεσολόγγι οι γιατροί του, αφού του χορήγησαν μια σειρά εμετικών και καθαρτικών, χρησιμοποίησαν βδέλλες και νυστέρια για να αφαιρέσουν δύο λίτρα αίμα, τον σκότωσαν ουσιαστικά», καταλήγει ο Στάουφερ. «Για τον Βύρωνα αυτή η αγωνία μετρούσε ως ολοκλήρωση: ‘‘Ελάτε, καταραμένοι χασάπηδες’’, είπε στους γιατρούς, προκαλώντας τους θυμωμένος να κάνουν το χειρότερο. Ο Μπάιρον ήταν ένας τραγικός κωμικός, με ανεπανόρθωτη πρόθεση στην αυτοκαταστροφή»…

Διαβάστε επίσης:

Γιάννης Φέρτης: Πέθανε σε ηλικία 86 ετών ο σπουδαίος ηθοποιός

Οι κορυφαίες στιγμές: Έλληνες αθλητές και αθλήτριες σε φωτογραφική έκθεση

Ένα βιολί για πάντα – Μαν Ρέι σε δημοπρασία