ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Το αν θα θεσπιστεί ως ιδιώνυμο έγκλημα η γυναικοκτονία στον Ποινικό Κώδικα είναι μια συζήτηση χωρίς τόσο καθοριστικό νόημα όσο της αποδίδεται. Υπάρχουν τρόποι για την αυστηρότατη ποινική μεταχείριση του δράστη ακόμα και χωρίς αυτή την προσθήκη. Το θέμα, όμως, είναι να κοιτάξουμε αρκετά βήματα πριν φτάσουμε στο τελικό σημείο της ανθρωποκτονίας.
Σε κάθε καινούρια δολοφονία γυναίκας που γίνεται από τον νυν ή τον πρώην σύντροφο/ σύζυγό της, το σοκ είναι οπωσδήποτε τεράστιο. Και όπως σε κάθε τεράστια τραγωδία, το να τη συζητάμε και να ψάχνουμε λύσεις είναι ένας τρόπος συλλογικής επούλωσης. Ποια είναι, όμως, η λύση; Κρύβεται πίσω από κάποια νομοθετική τροποποίηση που δεν έχουμε σκεφτεί;
Το αν θα πρέπει η γυναικοκτονία να ενταχθεί στον Ποινικό Κώδικα ως ιδιώνυμο έγκλημα είναι ένα ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο του κοινωνικού διαλόγου σε κάθε δυστυχές περιστατικό, σε συνδυασμό με ένα γενικευμένο κατηγορώ προς όποιους η κοινωνία θεωρεί ότι θα έπρεπε να την προστατεύσουν. Την αστυνομία, την κυβέρνηση, τη δικαιοσύνη.
Όμως, δεν είναι τόσο απλό. Με εξαίρεση, φυσικά, γεγονότα που φανερώνουν μια εξοργιστική αγκύλωση σε γραφειοκρατικές διαδικασίες ή απλά αδιαφορία, όπως ο άδικος θάνατος της Κυριακής έξω από το αστυνομικό τμήμα, το φαινόμενο έχει πολύ πιο περίπλοκες αιτίες από τον ελλιπή κρατικό μηχανισμό, ειδικά αυτόν της καταστολής, και απαιτεί πολύ πιο συνολικές λύσεις από τη θέσπιση ενός ακόμη άρθρου στον Ποινικό Κώδικα.
Το φαινόμενο δεν γνωρίζει έξαρση μόνο στην Ελλάδα
Μπορούμε, βεβαίως, να μιλάμε για ώρες το πώς η ανικανότητα του κρατικού μηχανισμού έχει στοιχίσει τη ζωή πολλών γυναικών, όπως και γενικότερα πολλών θυμάτων σε διαφόρων ειδών εγκλήματα. Ωστόσο, θα βοηθούσε πολύ περισσότερο τον δημόσιο διάλογο αν συνυπολογίζαμε μια οδυνηρή αλήθεια.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη (ανεπτυγμένη δυτική) χώρα, όπου σημειώνονται γυναικοκτονίες. Ούτε είναι η μόνη που βλέπει με τρόμο το φαινόμενο να διογκώνεται τα τελευταία χρόνια. Είναι λογικό να ψάχνουμε έναν απτό, απλό και ξεκάθαρο υπαίτιο. Αναμενόμενο σε στιγμές συλλογικού πένθους. Και αποπροσανατολιστικό ταυτόχρονα, αφού δεν μας αφήνει να δούμε ολοκληρωμένη την τραγική κατάσταση.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπολογίζεται ότι περίπου 2.600 γυναίκες χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο από ενδοοικογενειακή βία σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Νοέμβριο του 2019. Στη Γερμανία, οι αρχές κάνουν λόγο για μία γυναικοκτονία ανά τρεις ημέρες!
Αν και δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα, καθώς οι αρχές δεν καταγράφουν ξεχωριστά τις γυναικοκτονίες από τις ανθρωποκτονίες, τη διετία της πανδημίας γνώρισαν αύξηση άνω του 100% οι γυναικοκτονίες όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στη Σουηδία, τη Σλοβενία, την Ιταλία και την Εσθονία.
Θα μπορούσε αυτό το κύμα να ανακοπεί με την απειλή της αυστηρότερης ποινικής μεταχείρισης στους δράστες ενός εγκλήματος, το οποίο πέρα από την απαξία της αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής συγκεντρώνει και τα χαρακτηριστικά των έμφυλων διακρίσεων;
Το πώς αντιμετωπίζουν αυτόν τον δυσεπίλυτο γρίφο αντίστοιχες χώρες με εμάς ίσως θέσει τη συζήτηση σε μια πιο ρεαλιστική βάση.
Πώς αντιμετωπίζουν νομικά άλλες χώρες τη γυναικοκτονία
Στην Ευρώπη, ο προβληματισμός για το αν πρέπει να θεσπιστεί ως ιδιαίτερο έγκλημα η γυναικοκτονία έχει αναδυθεί κυρίως τα τελευταία έτη, όμως σε άλλα σημεία του πλανήτη, ο προβληματισμός αυτός έχει ξεπεραστεί προ πολλού. Στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, το έγκλημα της γυναικοκτονίας έχει εισαχθεί εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες στους ποινικούς κώδικες των κρατών, ως απάντηση σε μια κατάσταση που έβαινε ανεξέλεγκτη (και δυστυχώς παραμένει).
Στην Ευρώπη, το ίδιο παράδειγμα έχει ακολουθήσει η Κύπρος, η οποία το 2021 τροποποίησε τον Ποινικό της Κώδικα, για να εισάγει το εν λόγω έγκλημα. Η τάση αυτή, όμως, δεν γενικεύτηκε στις υπόλοιπες χώρες. Ναι, υπάρχουν ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν τη δολοφονία που είναι προϊόν σεξιστικής βίας ως επιβαρυντική περίσταση ή τη συσχετίζουν με αυξημένες ποινές που προκύπτουν από ειδικούς ποινικούς νόμους κατά της ενδοοικογενειακής βίας. Ως ειδικό αδίκημα, όμως, κανένας από τους γνωστούς ποινικούς κώδικες (ενδεικτικά της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας ή του Ηνωμένου Βασιλείου) δεν την τυποποιεί.
Δεν είναι, λοιπόν, μόνη της η Ελλάδα σε αυτή τη στάση. Ούτε είναι απαραίτητα ολιγωρία μια τέτοια αντίληψη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ποινικός νομοθέτης υιοθετεί αφελή σχόλια του τύπου ότι η θέσπιση ιδιώνυμου αδικήματος για τη δολοφονία γυναικών τις υποβιβάζει, αφού είναι σαν να μην τις λογίζει μέσα στην έννοια του ανθρώπου, όπως είναι το πρώτο συστατικό της ανθρωποκτονίας.
Κάθε άλλο, φυσικά. Το ζητούμενο, όμως, είναι να ξεκαθαρίσουμε αν κάτι τέτοιο είναι σκόπιμο και κυρίως κατάλληλο, για να ανακόψει το φαινόμενο.
Επιτείνει ο όρος γυναικοκτονία την ανισότητα;
Η σύντομη και κατηγορηματική απάντηση είναι όχι. Το να αντιμετωπίζεται η γυναίκα διαφορετικά είναι μια πρακτική που ρητά δεν θεωρείται διακριτική μεταχείριση ούτε από το Σύνταγμα ούτε από τη διεθνή Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών.
Είναι μια συναφής προβληματική με αυτή των ποσοστώσεων στην αγορά εργασίας. Αν πρέπει να ληφθούν ειδικά μέτρα, έτσι ώστε να αμβλυνθεί η υφιστάμενη ανισότητα, τότε αυτά δεν την εγκαθιδρύουν ούτε την επιτείνουν. Αντίθετα, την αναγνωρίζουν και προσπαθούν σε ένα πραγματιστικό πλαίσιο να την εξαλείψουν. Άλλωστε, η αρχή της ισότητας έχει δύο όψεις. Όχι μόνο ότι οι όμοιες καταστάσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται όμοια. Αλλά και ότι οι ανόμοιες καταστάσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ανόμοια.
Ούτε βεβαίως η θέσπιση ιδιώνυμου εγκλήματος σημαίνει ότι η γυναίκα δεν συμπεριλαμβάνεται στην έννοια του ανθρώπου. Σημαίνει ότι κρίνεται πως πρέπει να γίνει ειδική αναφορά σε αυτή, ώστε το εν λόγω έγκλημα να αντιμετωπιστεί διαφορετικά. Σε κοινωνικό επίπεδο, αυτό αποτυπώνεται συνεχώς στη γλώσσα μας με λέξεις, όπως «μητροκτονία», «αδελφοκτονία» κλπ, αφού αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει ένα μεγαλύτερο επίπεδο απαξίας σε τέτοια εγκλήματα. Η αφαίρεση ανθρώπινης ζωής με πρόθεση είναι το χειρότερο έγκλημα, σύμφωνοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, αυτό συνοδεύεται και από επιπρόσθετα χαρακτηριστικά που φέρουν από μόνα τους έναν αυτόνομο βαθμό κατακραυγής.
Στον αντίποδα, υπάρχει και το έγκλημα της παιδοκτονίας, το οποίο τυποποιείται στον Ποινικό Κώδικα. Μήπως το νεογέννητο βρέφος δεν είναι άνθρωπος; Ο νομοθέτης, όμως, έκρινε ότι η δολοφονία του από τη λεχώνα μητέρα του που βρίσκεται σε διατάραξη των ψυχικών λειτουργιών της έχει διαφορετικό βαθμό απαξίας (εδώ μικρότερη) σε σχέση με την ανθρωποκτονία.
Επομένως, είναι εντελώς παρελκυστικός ο συλλογισμός αυτού του είδους, μια επιχειρηματολογία που δεν οδηγεί πουθενά και συσκοτίζει το τοπίο, προκαλώντας συναισθηματικές φεμινιστικές εξάρσεις από τους κατεξοχήν αρμόδιους, οι οποίες με τη σειρά τους επίσης δεν οδηγούν πουθενά. Φυσικά και η ζωή μιας γυναίκας δεν έχει ούτε μεγαλύτερη ούτε μικρότερη αξία από αυτή του άντρα.
Το έγκλημα, όμως, που εκμεταλλεύεται την ψυχολογική ή σωματική δύναμη που έχει ένα μέλος της οικογένειας απέναντι σε μια αδύναμη γυναίκα (αδύναμη είτε ως προς τη σωματική της ρώμη είτε ως προς τα ψυχικά της χαρακτηριστικά λόγω της ανασφάλειας που της έχει δημιουργήσει έπειτα από χρόνια ψυχολογικής ή σωματικής κακοποίησης), αποδοκιμάζεται σε υψηλότερο βαθμό από αυτόν της ανθρωποκτονίας. Μα και ακόμα όταν δεν μιλάμε για σχέσεις μεταξύ δυνατού και αδύναμου, και μόνο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος σκοτώνει έναν άλλο, επειδή δεν μπορεί να αποδεχτεί την αυτονομία της ύπαρξής του, ενέχει οπωσδήποτε έναν περαιτέρω υποβιβασμό της αξιοπρέπειάς του.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, κάποιο συνταγματικό ή δογματικό πρόβλημα με τη θέσπιση ιδιώνυμου εγκλήματος. Ενός εγκλήματος που θα συνοψίζει δύο χαρακτηριστικά. Την αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής σε συνδυασμό με ρατσιστικά στοιχεία έμφυλης βίας.
Η ποινική μεταχείριση της γυναικοκτονίας
Θα λύσει, όμως, το πρόβλημα μια τέτοια θέσπιση; Τα παραδείγματα των χωρών που έχουν προχωρήσει σε αυτή είναι μάλλον αποθαρρυντικά.
Αν, μάλιστα, αναλογιστούμε ότι στην Ελλάδα η ανθρωποκτονία επισύρει τη μέγιστη ποινή της ισόβιας κάθειρξης, τότε είναι εύλογο να αναρωτιόμαστε τι παραπάνω θα προσφέρει η ξεχωριστή αναφορά της γυναικοκτονίας.
Πέρα από τον συμβολικό χαρακτήρα μιας τέτοιας κίνησης, θα είχε νόημα και για να αποτρέψει το λεγόμενο «σπάσιμο των ισοβίων» στην ανθρωποκτονία, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί είτε αν το δικαστήριο αποδεχτεί ότι αυτή έγινε εν βρασμώ είτε με την επίκληση της ελαφρυντικής περίστασης τους πρότερου έντιμου βίου.
Αυτό, όμως, θα μπορούσε να γίνει και μέσω του άρθρου 82 Α του Ποινικού Κώδικα, το οποίο αναφέρει ως επιβαρυντική περίσταση το έγκλημα που φέρει ρατσιστικά χαρακτηριστικά. Το πρόβλημα με το συγκεκριμένο άρθρο είναι ότι δεν αναφέρει ρητά τη σεξιστική βία, καθώς κάνει λόγο απλώς για «χαρακτηριστικά του φύλου», αλλά και ότι επιτείνει μεν την ποινή, αλλά μόνο για δύο χρόνια.
Αν, λοιπόν, τροποποιούνταν το άρθρο αυτό, ώστε να επιβάλλει μια γενικότερη πιο αυστηρή ποινική μεταχείριση στην περίπτωση που, όπως ρητά θα αναφέρεται, το έγκλημα γίνει στα πλαίσια έμφυλης βίας, η όλη προβληματική θα έπαυε να υπάρχει, χωρίς να χρειάζεται καν να θεσπιστεί το ιδιώνυμο έγκλημα της γυναικοκτονίας.
Δυστυχέστατα, όμως, ούτε αυτό θα ανέκοπτε το φαινόμενο. Διότι ο σύντροφος, ο οποίος θολωμένος από τη ζήλια και την χρόνια κακοποιητική του συμπεριφορά απέναντι σε ένα θύμα που θεωρεί κτήμα του, προβαίνει στη δολοφονία της συντρόφου του, δεν κινείται εκείνη τη στιγμή υπό τη σκέψη ότι μπορεί να σπάσει τα ισόβια αν επικαλεστεί βρασμό ψυχικής ορμής ή πρότερο έντιμο βίο. Δεν κινείται από καμία λογική σκέψη, παρά μόνο από το τυφλό μίσος του.
Επομένως, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει τόσο καθοριστική σημασία, όπως παρουσιάζεται, η πλέον αυστηρή μεταχείριση σε τέτοια εγκλήματα. Και όσο και αν ακούγεται αντιφατικό, δεν έχει τόσο νόημα να στεκόμαστε πάνω από την ανθρωποκτονία ως το μοναδικό φαινόμενο που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Μπορεί να πρόκειται για την πιο ειδεχθή και μη αναστρέψιμη περίπτωση, όμως η ανθρωποκτονία είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι και όχι όλο το νερό του ποτηριού. Είναι το τέλος μιας αλληλουχίας κινήσεων, η κορωνίδα τους μεν, αλλά όχι το κατάλληλο σημείο αναφοράς.
Πριν την ανθρωποκτονία έχουν πάντα προηγηθεί δεκάδες άλλες κακοποιητικές συμπεριφορές. Σωματικές βλάβες, καθημερινή ψυχολογική κακοποίηση, βιασμοί ενδεχομένως. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να βρεθεί τρόπος, τόσο σε επίπεδο ποινικής μεταχείρισης όσο και σε επίπεδο καταστολής, να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά αυτά τα εγκλήματα.
Να εκπαιδευτεί κάθε γυναίκα, από την εφηβεία της ακόμα, να αναγνωρίζει τέτοιες συμπεριφορές από τη γέννησή τους, να παύει να της ανέχεται και να μην τις αμφισβητεί μέσα της, φορώντας τους την ταμπέλα του παθιασμένου έρωτα. Να γνωρίζει κάθε ένας κρατικός λειτουργός της αστυνομίας πώς πρέπει να διαχειρίζεται τέτοιες καταστάσεις. Και να θεσπιστούν και εφαρμοστούν νόμοι που δεν θα επιτρέπουν στους δράστες τέτοιων «μικροεγκλημάτων», όπως η ελαφριά σωματική βλάβη, να συνεχίζουν να παρενοχλούν τις συντρόφους τους.
Διότι, όταν δεν ενεργοποιείται η διαδικασία του αυτόφωρου σε μια καταγγελία γυναίκας που ξυλοκοπήθηκε από τον σύντροφό της, όταν η υπόθεση εκδικάζεται μετά από χρόνια και ο δράστης είναι εξαιρετικά πιθανό να τιμωρηθεί μόνο με αναστολή, πώς μπορούμε να μιλάμε έστω για το ελάχιστο επίπεδο προστασίας του θύματος; Το πρόβλημα εδώ δεν είναι η ανθρωποκτονία που δυστυχώς είναι πιθανό να ακολουθήσει, αλλά η ποινική μεταχείριση του μικρότερου εγκλήματος εν τη γενέσει του.
Ας αφήσουμε, λοιπόν, τις υποκριτικές συμπεριφορές και την κατάθεση τροπολογιών από μέλη του κοινοβουλίου που επί των εποχών τους είχαν αναγάγει τη μικροεγκληματικότητα σε κατεξοχήν πεδίο ατιμωρησίας και ας δούμε πώς μπορούμε να σταματήσουμε αυτή την τραγική αλληλουχία κινήσεων στο επίπεδο του πλημμελήματος και όχι του κακουργήματος, όταν πλέον είναι αργά.
Διαβάστε επίσης:
Άγιοι Ανάργυροι: Απόπειρα αυτοκτονίας έκανε ο δολοφόνος της Κυριακής – Μεταφέρθηκε στο «Αττικόν»