ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Παράλληλα σημειώνει πως αν και ο πληθωρισμός περιορίζεται στις περισσότερες βασικές οικονομίες, οι κεντρικές τράπεζες το πιθανότερο είναι πως θα κρατήσουν μια περιοριστική στάση το 2024, καθώς ορισμένες πληθωριστικές πιέσεις επιμένουν και παραμένουν σφιχτές οι συνθήκες στην αγορά εργασίας. Τέλος, σχολιάζοντας τη διεθνή κατάσταση σημειώνει πως οι τιμές των ακινήτων παραμένουν στα υψηλότερα επίπεδα ή κοντά σε αυτά, ενισχύοντας τον συνολικό πλούτο των νοικοκυριών, εγείροντας όμως και οικονομικές προκλήσεις. Τονίζει όμως πως παρά την ανησυχία για τα εμπορικά ακίνητα, οι συνολικοί κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα φαίνονται περιορισμένοι.
Ειδικά για την Ελλάδα ο διεθνής οίκος αναφέρει:
- Οι αξιολογήσεις BBB (χαμηλή) της Ελλάδας και η σταθερή προοπτική τάση υποστηρίζονται από τη συμμετοχή της στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ και από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
- Η χώρα συνεχίζει να σημειώνει πρόοδο όσον αφορά την εκτέλεση του ΤΑΑ, το οποίο συνίσταται σε μεταρρυθμίσεις που θα τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις περιορίζοντας το επενδυτικό κενό μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στην ευρωζώνη. Οι κοινοτικοί πόροι θα συνεχίσουν να παρέχουν κίνητρα για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, στηρίζοντας παράλληλα την αύξηση των επενδύσεων με κεφάλαια που διοχετεύονται επίσης μέσω του ισχυροποιημένου τραπεζικού συστήματος.
- Οι αξιολογήσεις της χώρας περιορίζονται από τις «κληρονομιές» εξαιτίας της παρατεταμένης κρίσης στην Ελλάδα, δηλαδή το πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, το ακόμη σημαντικό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και την υψηλή ανεργία.
- Οι ελληνικές αρχές θα παραμείνουν προσηλωμένες στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους θα παραμείνει σε πτωτική τροχιά.
Τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια δεν εμπόδισαν το πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο να επιτύχει πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022. Αναμένεται πλεόνασμα 1,1% το 2023 και 2,1% το 2024. Από την κορύφωσή του το 2020, ο δείκτης δημόσιου χρέους μειώθηκε κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες, εκ των οποίων 23 ποσοστιαίες μονάδες το 2022, επωφελούμενος από τη δημοσιονομική εξυγίανση και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Η σημαντική βελτίωση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων και των αποτελεσμάτων για το χρέος ενισχύεται από την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης για την εφαρμογή ενός συνετού δημοσιονομικού σχεδίου.
Παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες το 2022, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα, αναπτύσσοντας κατά 5,9% με επίσης συνεχιζόμενες βελτιώσεις στην αγορά εργασίας, υποστηριζόμενες από την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και επενδύσεις και την ανάκαμψη του τουριστικού τομέα. Καθώς το ΤΑΑ εξακολουθεί να εφαρμόζεται, οι επενδύσεις θα παραμείνουν σημαντική πηγή ανάπτυξης παρά την ύπαρξη εξωτερικών πτωτικών κινδύνων.
Η βελτίωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης αντανακλά επίσης την ενίσχυση της συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τα θεσμικά όργανα του ευρωσυστήματος, που ακολούθησε την δημοσιονομική εξυγίανση και τη μεταρρυθμιστική πορεία της χώρας.
Ως εκ τούτου, η Ελλάδα εξακολουθεί να επωφελείται από ισχυρά οφέλη στήριξης και χρηματοδότησης σε περιόδους κρίσης, ιδίως με τα νέα εργαλεία στην ΕΕ που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια.
Διαβάστε επίσης:
Dimon (JPMorgan): Δεν αποκλείουμε την πιθανότητα ύφεσης της οικονομίας των ΗΠΑ
Golden Visa τριών «ταχυτήτων» – Σε ποιες περιοχές αυξάνεται στα 800.000 ευρώ