Επέβαλλε την κατάργηση πολλών ελληνικών σχολείων και υποχρέωσε τους έλληνες δασκάλους στα εναπομείναντα, να μιλούν και να διδάσκουν ιταλικά. Τα παιδιά ηλικίας από 6 ως 11 ετών έπρεπε να φοιτούν σε ιταλικά εκπαιδευτήρια και για τη νεολαία ήταν υποχρεωτική η εγγραφή στη φασιστική οργάνωση.

Τοπωνύμια εξιταλίσθηκαν, ονομασίες των δρόμων άλλαξαν, ακόμη και τα ονόματα των ανθρώπων.

Και όσον αφορά τα μνημεία επέβαλλε την ανάδειξη της «λατινικότητάς» τους, αποτυπώνοντας σε αυτά την κυρίαρχη «φασιστική αισθητική», που επικράτηση την ίδια περίοδο σε πολλές πόλεις της Ιταλίας.

΄Ηταν ο Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκι, ένας από τους «τετράρχες» του φασισμού, διοικητής της Ρόδου, όπου συνέβησαν όλα αυτά  στο κρίσιμο διάστημα από το 1936 ως τη λήξη του πολέμου.

Ο ίδιος άλλωστε, στέγασε την κατοικία του  στο Παλάτι των Ιπποτών – κτήριο που συμβόλιζε ασφαλώς την ισχύ τους – μεταφέροντας μάλιστα και εντάσσοντας σ’ αυτό, προς δόξαν της εξουσίας του ψηφιδωτά δάπεδα, κίονες και γλυπτά από άλλα μνημεία.

Αυτή ήταν η τελευταία περίοδος της Ιταλοκρατίας στη Ρόδο και σε όλα τα Δωδεκάνησα βεβαίως, περίοδος που άρχισε το 1912 , αρχικά «ανεπίσημα» κατά κάποιο τρόπο, για να εδραιωθεί στη συνέχεια, αφήνοντας σημαντικότατα δείγματα της παρουσίας της, που φθάνουν ως σήμερα, καθώς έχουν διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα του νησιού.

Άλλωστε ανεξαρτήτως της προσπάθειας επιβολής φασιστικών προτύπων «Η τριακονταετής και πλέον ιταλική Κατοχή της Δωδεκανήσου κληροδότησε στην ελληνική διοίκηση αξιόλογο μνημειακό σύνολο, του οποίου, αν και είχε σκόπιμα τονισθεί, μέσω επεμβάσεων ο λατινικός χαρακτήρας, σε αρκετά σημεία είχε διατηρηθεί η πολυσύνθετη μορφή του», όπως σημειώνει ο αρχιτέκτονας – μηχανικός  Κωνσταντίνος Καρανάσος στο βιβλίο του «Ρόδος 1912-1947.

Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και τη διαχείριση των μνημείων κατά την ιταλική Κατοχή», νέα έκδοση του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς.

Το βιβλίο «Ρόδος 1912-1947. Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και τη διαχείριση των μνημείων κατά την ιταλική Κατοχή»
Το βιβλίο «Ρόδος 1912-1947. Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και τη διαχείριση των μνημείων κατά την ιταλική Κατοχή»

Η πολιτική διαχείριση

Οι αρχιτεκτονικές και αναστηλωτικές επεμβάσεις στο νησί  της Ρόδου – μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την UNESCO από το 1988-  καθώς  και ο συνολικός πολεοδομικός σχεδιασμός  για τη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου,  που τέθηκαν σε εφαρμογή από την ιταλική διοίκηση, μέσω των επιστημονικών και πολιτικών εκπροσώπων της καταγράφονται σε αυτή την έκδοση.

Πρόκειται για το  αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας ετών, κατά τη διάρκεια των οποίων ο συγγραφέας εντόπισε και μελέτησε στην Ελλάδα και την Ιταλία ανέκδοτο, αρχειακό υλικό (σχέδια, χάρτες, φωτογραφίες, διοικητικά έγγραφα της εποχής), το οποίο δημοσιεύεται πρώτη φορά. 

Η Πύλη του Αγίου Αθανασίου
Η Πύλη του Αγίου Αθανασίου

Παράλληλα ωστόσο, η παρουσίαση  της αποκατάστασης των μνημείων της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου τοποθετείται στο ιστορικό πλαίσιο της ιταλικής πολιτικής διαχείρισης, κατά την οποία εμφανίζονται σημαντικές μορφές  ιταλών αρχαιολόγων, όπως ο Τζουζέπε Τζερόλα και ο Αμεντέο Μαγιούρι, οι οποίοι πρότειναν την υλοποίηση ευρείας κλίμακας αναστηλωτικών εργασιών.

Ταυτόχρονα όμως και  πολιτικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι της ιταλικής φασιστικής διοίκησης, που επιδίωξαν τόσο την τουριστική αξιοποίηση του μνημειακού συνόλου όσο και την ενίσχυση του ιδεολογικού αφηγήματος της romanità του Μουσολίνι (της κληρονομιάς δηλαδή, από την αρχαία Ρώμη, κεντρικής ιδέας στον ιταλικό φασισμό).

Οι «νόμιμοι» κληρονόμοι

Η ιταλική Κατοχή  διακρίνεται από τον συγγραφέα σε τρεις περιόδους: Η πρώτη (1912 -1923), αν και επισήμως ήταν προσωρινή, έθεσε εν τούτοις τα θεμέλιας της ιταλικής παρουσίας στη Ρόδο.

Οι αποκαταστάσεις βασίστηκαν σε πουριστικές αντιλήψεις για την επαναφορά μνημείων και συνόλων στην αρχική τους μορφή, παράλληλα όμως, διαμορφώθηκε το πλαίσιο προστασίας της ιστορικής πόλης και του άμεσου περιβάλλοντός της  ως ενιαίου μνημείου.

Η δεύτερη περίοδος (1923 -1936), όταν πια τα νησιά είχαν περάσει οριστικά στην ιταλική κατοχή χαρακτηρίζεται από την διαμόρφωση του ιταλικού εποικοδομήματος: Εκπονείται ρυθμιστικό σχέδιο, οι επεμβάσεις συνεχίζονται στα μνημεία και η πόλη αρχίζει να αντιμετωπίζεται, όπως οι ιταλικές.

Το foro italico στο Μανδράκι (μέσα δεκαετίας 1930)
Το foro italico στο Μανδράκι (μέσα δεκαετίας 1930)

Στην τρίτη χρονική περίοδο όμως, από το 1936 ως το 1947  οι Ιταλοί  συμπεριφέρονται πλέον ως οι νόμιμοι κληρονόμοι και μεταχειρίζονται τα μνημεία  και τον περιβάλλοντα χώρο τους με τρόπο τέτοιο, που να υπογραμμίζεται η λατινική ταυτότητα της «αποικίας».

Γίνονται εκτεταμένες επεμβάσεις, άδικες για τους γηγενείς απαλλοτριώσεις, χρησιμοποιούνται αμφίβολης επιστημονικής αρτιότητας τεχνικές μέθοδοι ενώ το όλο πρόγραμμα υπακούει σαφώς  σε «σκηνογραφικά» κριτήρια.

Οι επεμβάσεις στα ιπποτικά μνημεία

Βασική αρχή των επεμβάσεων ήταν η μορφολογική και στιλιστική ενότητα των μνημείων και του περιβάλλοντα χώρου τους, όπως επισημαίνει ο κ. Κααρανάσος.  Έτσι  καθαιρούνται στοιχεία από μεταγενέστερες φάσεις -κυρίως οθωμανικές – και επιδιώκεται  η συμπλήρωση ελλειπόντων στοιχείων τους.

Όπως  στο κτήριο του νοσοκομείου των Ιπποτών, στις προσόψεις κτισμάτων της οδού Ιπποτών και στο κατάλυμα της «γλώσσας» της Ιταλίας , τις πύλες του Αποστόλου Παύλου , του Αγίου Αθανασίου και D’ Abroise, στο κτήριο της Καστελλανίας.

Άποψη του καταλύματος της «γλώσσας» της Ιταλίας μετά την αποκατάσταση, το 1936
Άποψη του καταλύματος της «γλώσσας» της Ιταλίας μετά την αποκατάσταση, το 1936

Σε άλλες περιπτώσεις ωστόσο, που τα κτίσματα παρουσίαζαν μεγάλες απώλειες, η συμπλήρωση που επιχειρήθηκε αφ΄ενός δεν στηριζόταν σε ακριβή στοιχεία και αφ΄ετέρου  δύσκολα διακρινόταν  από την αρχική κατασκευή, ακόμη και από εξειδικευμένο μάτι.  Όπως οι επεμβάσεις στα κτήρια του καταλύματος της «γλώσσας» της Ωβέρνης, της Οπλοθήκης  αλλά και του «ιπποτικού» κτίσματος της Banco di Roma και της Καστελλανίας.

Άποψη του εσωτερικού της μεγάλης αίθουσας των ασθενών του Νοσοκομείου των Ιπποτών
Άποψη του εσωτερικού της μεγάλης αίθουσας των ασθενών του Νοσοκομείου των Ιπποτών

Τέλος, οι επεμβάσεις  σε μνημεία που βρίσκονταν σε ερειπιώδη κατάσταση χαρακτηρίζονται στην πραγματικότητα ως ανακατασκευές με πολύ αμφίβολα αποτελέσματα. Εδώ  συγκαταλέγονται το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, η  εκκλησία και το μοναστήρι της Παναγίας στο Φιλέρημο, όσο και αρχαία μνημεία, όπως η ακρόπολη της αρχαίας Ρόδου. 

Σε κάθε περίπτωση, όπως αναφέρει ο συγγραφέας  στόχευαν στην ικανοποίηση του αισθητικού  κυρίως κριτηρίου, δίνοντας  βάρος πρώτα στην ανάδειξη των καλλιτεχνικών και περιβαλλοντικών αξιών τους,  παρά στην επιστημονική και ιστορική τους διάσταση.

Ο συμβολισμός  της Ρόδου

Τόσο ο αυταρχικός,  βίαιος και προσκολλημένος στα φασιστικά ιδεώδη και τον Μουσολίνι, Ντε Βέκι, όσο και ο προκάτοχός του, ο οξυδερκής και ήπιος  Μάριο Λάγκο είχαν εξάλλου, έναν κοινό στόχο: Την «εικονογραφία» της Ιταλικής Ρόδου!

Άλλωστε οι Ιταλοί δεν βρέθηκαν τυχαία στη Ρόδο και στα άλλα νησιά της Δωδακανήσου, υπενθυμίζει ο κ. Καρανάσος, καθώς γνώριζαν φυσικά τη σημασία τους. «Η Ρόδος τους έδωσε τη δυνατότητα, με το εποικοδόμημα που κατασκεύασαν, να επικυρώσουν το ρόλο της Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Παναγία του Μπούργκου
Η Παναγία του Μπούργκου

Γι’ αυτούς η Ρόδος συμβόλιζε τη στρατιωτική βάση της Δύσης στην Ανατολή και αυτό προσπάθησαν με κάθε τρόπο να υπογραμμίσουν», αναφέρει.

Προσθέτοντας, πως η εικόνα της ιστορικής πόλης της Ρόδου σήμερα, διατηρώντας σχεδόν αυτούσιο το μνημειακό της απόθεμα, τις οχυρώσεις, τον πολεοδομικό της ιστό, το χαρακτήρα της γενικότερα και φυσικά, το ότι  παραμένει ζωντανός οργανισμός οφείλεται στο γεγονός, ότι επί της ιταλικής διοίκησης απέκτησε νομική υπόσταση η διευρυμένη έννοια του μνημείου, στην οποία συμπεριλήφθηκαν τόσο τα δημιουργήματα του ανθρώπου όσο και της φύσης.

Και μάλιστα όλα αυτά, πριν την θέσπιση των διεθνών κανονισμών σχετικά με την προστασία οικιστικών συνόλων και του περιβάλλοντός τους. 

’Αποψη της κατοικίας του Γάλλου καπελάνου με παρεκκλήσι μετά τις εργασίες αποκατάστασης του 1920
’Αποψη της κατοικίας του Γάλλου καπελάνου με παρεκκλήσι μετά τις εργασίες αποκατάστασης του 1920

Ο λόγος του Πικιώνη

  Ο Δημήτρης Πικιώνης  πάντως, ευρισκόμενος στη Ρόδο αμέσως μετά την ενσωμάτωση έγραφε σχετικά: 

  «…Με τα απομεινάρια τούτης της πόλης  έχτισε ο Φράγκος καταχτητής  τη δικιά του. Και τελευταίος ο Ιταλός  βάλθηκε μ’ άμετρο ζήλο να βάλει παντού της παρουσίας του τη σφραγίδα στον ελληνικό τούτο τόπο. Επιβολή των δικών μας μέτρων, των δικών μας υποθετικών αξιών απάνω στους άλλους που εδώ παίρνει τη μορφή μιας αυθαίρετης παρέμβασης  στο ‘καρμα’ ενός λαού, ενός εκβιασμού αβάσταγου και τη συνείδηση την ελληνική… Να  ’ταν τουλάχιστο πραγματικές οι αξίες τούτες! Οι πολλοί μπορούνε να γελαστούνε… Δικαίωμά τους να θεωρήσουν τα ιταλικά τούτα έργα ως αξιόλογες και αντάξιες της σύγχρονης μάθησης πραγματώσεις, πλέρια ανταποκρινόμενες στους σκοπούς ενός υπαγορευμένου πολιτικού προγράμματος…».

Διαβάστε επίσης: 

Μενδώνη για επίδειξη μόδας μπροστά στα Γλυπτά: Το Βρετανικό Μουσείο προσβάλλει τον Παρθενώνα

Άλεξ Μιχαηλίδης: Διεθνή μπεστσέλερ και Χόλιγουντ στην τσέπη

Ανατροπή: Κατοικία και όχι ξενοδοχείο το ιστορικό κτήριο της Ρηγίλλης