Η J.P. Morgan φιλοξένησε 22 ελληνικές επιχειρήσεις στο Greek Investment Forum ( στη Νέα Υόρκη στις 25 Ιανουαρίου, το οποίο διοργανώθηκε σε συνεργασία με το Χρηματιστήριο Αθηνών.

Οι Mehmet Sevim και Samuel Goodacre εξηγούν ότι το μήνυμα ήταν θετικό για τον τραπεζικό τομέα και οι οικονομικοί δείκτες σηματοδοτούν μια σχετικά αισιόδοξη προοπτική για το 2024.

Οι τράπεζες θεωρούν ότι είναι σε καλή θέση να υπερασπιστούν τους δείκτες αποδοτικότητας τους, παρά τις προοπτικές χαμηλότερων επιτοκίων, με αναμενόμενη ανάκαμψη της αύξησης των δανείων, ισχυρή παραγωγή προμηθειών και χωρίς ενδείξεις επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού.

«Η μεσοπρόθεσμη θετική μας άποψη για τις ελληνικές τράπεζες παραμένει άθικτη.

Το ευνοϊκό μακροοικονομικό περιβάλλον, οι καθαροί ισολογισμοί, η καλή πορεία αύξησης των δανείων και τα διαρθρωτικά θεμελιώδη, συμπεριλαμβανομένης της υψηλής αποδοτικότητας κόστους και της υψηλής ενοποίησης της αγοράς, καθώς και τις βελτιωμένες προοπτικές για την επιστροφή κεφαλαίου είναι τα βασικά στοιχεία της θετικής μας προσέγγισης.

Είμαστε ‘άνετοι’ με τις αξιολογήσεις overweight και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες», συνεχίζει η τράπεζα.

Τα πέντε σημαντικότερα συμπεράσματα από το συνέδριο:

1. Ανάκαμψη της αύξησης των δανείων στον ορίζοντα: Μετά από μια δύσκολη χρονιά για την αύξηση των δανείων το 2023 – λόγω των υψηλότερων επιτοκίων και των μεγάλων αποπληρωμών του εταιρικού τομέα – ακούσαμε ότι η ανάκαμψη βρίσκεται τώρα σε εξέλιξη, με το 4ο τρίμηνο του 2023 να δείχνει πολλά υποσχόμενο.

Οι τράπεζες προβλέπουν ετήσια αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων κατά 4%-6% για τα επόμενα έτη, με κινητήρια δύναμη τις εταιρικές επενδύσεις και τις χρηματοδοτήσεις που υποστηρίζονται από το RRF, γεγονός που σε γενικές γραμμές συνάδει με τις προηγούμενες προβλέψεις.

Η χρηματοδότηση που σχετίζεται με το RRF αναμένεται να φτάσει τα 5 δισ. ευρώ το 2024, ή περισσότερο από 2% του ΑΕΠ, και θα διατεθεί κυρίως σε έργα στον τομέα της φιλοξενίας, της πράσινης μετάβασης και της ανάπτυξης υποδομών.

Οι Αμερικανοί επενδυτές έδωσαν μεγάλη έμφαση στην αδύναμη δυναμική των δανείων προς τα νοικοκυριά και στις μακροπρόθεσμες δυνατότητες ανάκαμψης σε αυτά, ιδίως στην αγορά ενυπόθηκων δανείων, με ετήσιες εκταμιεύσεις ύψους 1 δισ. ευρώ-1,2 δισ. ευρώ που εξακολουθούν να βρίσκονται μόλις στο 10% περίπου των προ της κρίσης επιπέδων.

Οι προσπάθειες των τραπεζών για τον εξορθολογισμό των διαδικασιών και τη βελτίωση των προτάσεων προς τους πελάτες, σε συνδυασμό με κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όπως το ψηφιοποιημένο κτηματολόγιο και τα προγράμματα επιδότησης στεγαστικών δανείων, αναμένεται να δώσουν ώθηση στη χορήγηση δανείων από το 2025.

2. Οι πρόσθετες πιέσεις στα NII από τα προθεσμιακά επιτόκια αναμένεται να είναι μέτριες: Οι προοπτικές του καθαρού εσόδου από τόκους  των Ελληνικών Τραπεζών αποτέλεσαν βασικό σημείο εστίασης των επενδυτών, καθώς ο κύκλος ανάπτυξης που καθοδηγείται από το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο NIM πλησιάζει στο τελικό του στάδιο, και λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένοι από τους ίδιους παράγοντες που οδήγησαν στην απότομη άνοδο του NII του κλάδου (αύξηση 51% σε ετήσια βάση στο 9μηνο του 2023) ενδέχεται να το φέρουν και πάλι υπό πίεση όταν ο κύκλος των επιτοκίων γυρίσει.

Παρά το γεγονός ότι η προθεσμιακή καμπύλη σηματοδοτεί χαμηλότερα επιτόκια νωρίτερα, το μήνυμα από τις τράπεζες είναι ότι η υπονοούμενη διαφορά από την υφιστάμενη καθοδήγηση θα είναι σχετικά μέτρια, κυρίως λόγω των προσπαθειών για μείωση της ευαισθησίας, της καλύτερης αναμενόμενης αύξησης των δανείων και των ευνοϊκών τάσεων στις καταθέσεις.

3. Η αλλαγή παραδείγματος στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και στην τραπεζική ασφάλιση προσφέρει μια σημαντική ευκαιρία στην αγορά: Οι ελληνικές τράπεζες είναι αισιόδοξες όσον αφορά την αύξηση των εσόδων από προμήθειες και προμήθειες, ενώ ιδιαίτερη έμφαση στο φόρουμ των επενδυτών δόθηκε στην αυξανόμενη διείσδυση στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και στο bancassurance.

Τα ελληνικά υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία γνωρίζουν μεγάλη άνθηση με αξιοσημείωτη ετήσια αύξηση 10% τα τελευταία τρία χρόνια, ξεπερνώντας το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης.

Ωστόσο, το μέγεθος της ελληνικής αγοράς παραμένει μέτριο, σημαντικά μικρότερο από αντίστοιχες χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, για λόγους που χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όπως η μεγαλύτερη εξάρτηση από το κράτος για την ασφάλεια, τόσο για την ασφάλιση υγείας όσο και για τις συντάξεις ή ο μεγάλος κατακερματισμός του τραπεζικού τομέα που οδηγεί σε καλύτερα ποσοστά αποταμίευσης για τα προϊόντα καταθέσεων.

Τώρα η ανάπτυξη οφείλεται στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος, στην ανάκαμψη από τη χρηματοπιστωτική κρίση και στη βελτίωση της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στις τεχνολογικές εξελίξεις που διευρύνουν την προσβασιμότητα των προϊόντων και στις υποστηρικτικές κυβερνητικές πρωτοβουλίες.

4. Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ανθεκτική, το κόστος κινδύνου θα ομαλοποιηθεί σε κάτω από 50 μ.β. κατά τη διάρκεια του κύκλου: Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ισχυρή παρά τα υψηλότερα επιτόκια, υποστηριζόμενη από την ισχυρή μακροοικονομική δυναμική, τη χαμηλή μόχλευση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, καθώς και τα ανώτατα όρια επιτοκίων που προσφέρονται στα ευάλωτα νοικοκυριά.

Όσον αφορά το εταιρικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο περιλαμβάνει τα δύο τρίτα του συνόλου των δανείων, οι τράπεζες θέλησαν να τονίσουν ότι η κερδοφορία του εταιρικού τομέα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα πολλών ετών.

Όσον αφορά τα ενυπόθηκα δάνεια, η αύξηση της απασχόλησης και οι υψηλότεροι πραγματικοί μισθοί βελτιώνουν την οικονομική δυνατότητα των νοικοκυριών, ενώ οι διοικήσεις τόνισαν επίσης ότι τα περισσότερα από τα εναπομείναντα ενυπόθηκα δάνεια είναι παλαιών ετών που επέζησαν της περιόδου της κρίσης και είναι δομικά λιγότερο ευαίσθητα στις μεταβολές των επιτοκίων (με 40%-50% μετακύλιση έναντι 70%-80% για το συνολικό χαρτοφυλάκιο).

5. Ισχυρό μήνυμα σχετικά με την αξιοποίηση κεφαλαίων και την απόδοση κεφαλαίων: Οι ελληνικές τράπεζες ακούστηκαν αισιόδοξες για την επιστροφή κεφαλαίου από το 2024, ενώ αναμένεται προσεκτική έγκριση πληρωμών από τον SSM για τα κέρδη του 2023.

Οι αρχικοί δείκτες διανομής μερισμάτων αναμένονται σε μέτρια επίπεδα, που κυμαίνονται από 10% για την Πειραιώς έως πάνω από 25% για τη Eurobank και την ΕΤΕ (σύμφωνα με προηγούμενες οδηγίες), αλλά εκτιμάται ότι θα αυξηθούν σταδιακά, φτάνοντας δυνητικά το 40%-50%.

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρούς δείκτες κεφαλαίου αφετηρίας, ιδίως για την ΕΤΕ και τη Eurobank, καθώς και την υψηλή οργανική παραγωγή κεφαλαίων που αναμένεται κατά τη διάρκεια του 2024-2026, η αντιμετώπιση του πλεονάζοντος κεφαλαίου καθίσταται όλο και πιο σημαντική.

Ενώ η Eurobank τόνισε τις συνεχιζόμενες συγχωνεύσεις και εξαγορές της στην Κύπρο, η ΕΤΕ υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου ευκαιρίες συγχωνεύσεων και εξαγορών που να έχουν οικονομικό νόημα και ως εκ τούτου, η τράπεζα θα επικεντρωθεί σε αγορές χαρτοφυλακίου καθώς και σε συνεργασίες για την αξιοποίηση κεφαλαίων.

Ένας βασικός τομέας εστίασης είναι τα χαρτοφυλάκια επαναλαμβανόμενων δανείων (RPLs) που βρίσκονται σήμερα στα χέρια των διαχειριστών και των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων που πωλήθηκαν κατά τη διάρκεια της εξυγίανσης των NPEs, καθώς και η χρηματοδότηση για την επαναφορά περιουσιακών στοιχείων και την απόκτηση NPEs, με το δυνητικό μέγεθος της αγοράς να εκτιμάται σε 20 δισ. ευρώ-40 δισ. ευρώ.

Οι επαναγορές είναι επίσης σαφώς στο επίκεντρο και ακούσαμε από μία τράπεζα ότι ο SSM ενδέχεται να προτιμά τις εφάπαξ επαναγορές για τη βελτιστοποίηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου έναντι μιας υψηλότερης τακτικής μερισματικής διανομής βραχυπρόθεσμα.

Σημειώνουμε ότι υποθέτουμε ήδη μια επαναγορά 8% από την Εθνική Τράπεζα το 2024 σε σχέση με το υπόλοιπο 18% του μεριδίου του ΤΧΣ στην τράπεζα, ενώ η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας τόνισε ότι τα σχέδια επαναγοράς εξετάζονται, αλλά δεν αφορούν αποκλειστικά το μερίδιο του ΤΧΣ.

Διαβάστε επίσης:

Ντίμον: Τι κρύβουν οι ανακατατάξεις στην JP Morgan

Goldman Sachs: Παραμένει «ταύρος» για το ΧΑ – Σχεδόν περιθώριο 15% στις 1.550 μονάδες το Xρηματιστήριο μέσα στο 2024

Τράπεζα Πειραιώς: Μεγάλο ενδιαφέρον για το placement – Επαφές με πάνω από 45 επενδυτές στο roadshow της JP Morgan