Στην τελευταία δημοσκόπηση της GPO υπάρχουν δύο ενδιαφέροντα στοιχεία για τον πολιτικό χάρτη της χώρας, τον Κυριάκο Μητσοτάκη, τη ΝΔ και τα άλλα κόμματα.

Το πρώτο επιβεβαιώνει την απόλυτη κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, καθώς προηγείται με ποσοστό 32,9% με το ΠΑΣΟΚ να ακολουθεί με 12,3% και τον ΣΥΡΙΖΑ να είναι στο 10,1%.

Δηλαδή, τα δύο κόμματα που εκπροσωπούν και αντιμάχονται αυτή την περίοδο για το χώρο της Κεντροαριστεράς, συνολικά έχουν ποσοστό 22,4% και υπολείπονται (και τα δύο μαζί) της ΝΔ κατά 10 μονάδες.

Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει δύο πράγματα: Κατ’ αρχάς η Νέα Δημοκρατία έχει τον απόλυτο έλεγχο της πολιτικής κατάστασης στη χώρα κι έχει πετύχει μεγάλη διείσδυση στον κεντρώο χώρο, «κλέβοντας» το μεγαλύτερο ποσοστό των αυτοπροσδιοριζόμενων και ως κεντρώων ψηφοφόρων.

Κι επίσης, δείχνει ότι τα δύο κόμματα που βρίσκονται παραδοσιακά στον Κεντροαριστερό χώρο πρέπει να κάνουν πολλά ακόμη για να τον ξανακερδίσουν.

Το δεύτερο στοιχείο της έρευνας με μεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι ποσοστό 38,8% των ερωτηθέντων λέει ότι υπάρχει χώρος δεξιά της Νέας Δημοκρατίας για νέο κόμμα και ένα 13,9% δήλωνε ότι θα το ψήφιζε.

Με απλά λόγια ένα κομμάτι των συντηρητικών ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας δεν συμφωνεί με την πιο… κεντρώα προσέγγιση του Κυριάκου Μητσοτάκη και θα ήθελε ένα πιο δεξιό κόμμα για να ψηφίσει. Ένα κοινό που την περίοδο αυτή οδηγείται σε κόμματα όπως η Ελληνική Λύση ή η Νίκη.

Είναι όμως ένα ποσοστό που αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση και να διαμορφώσει πολιτικές εξελίξεις εντός της Νέας Δημοκρατίας.

Όλα τα δεδομένα συγκλίνουν στην άποψη ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης εδώ και περισσότερο από μια δεκαετία, πριν ακόμη γίνει αρχηγός της ΝΔ, έκανε την επιλογή του, τη στηρίζει και αυτή αποδίδει.

Ποια είναι αυτή; Είναι η στροφή προς το πολιτικό κέντρο, δηλαδή προς τους ψηφοφόρους που είναι μετριοπαθείς, δεν αντιδρούν ακραία, δεν έχουν παρωπίδες, πιστεύουν στις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη ο τόπος, που καταδικάζουν τα άκρα, που συγκρίνουν προγράμματα και υποψήφιους, που δεν είναι δογματικοί και τελικά που ψηφίζουν όχι με βάση την κομματική τους ταυτότητα αλλά με βάση την ιδεολογική τους επάρκεια και είναι απαιτητικοί από τους πολιτικούς τόσο ώστε να αλλάζουν κόμμα αν βλέπουν ότι δεν εξυπηρετούνται τα συμφέροντά τους και αυτά της Ελλάδας.

Είναι τελικά οι ψηφοφόροι που θα δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία σε μια κυβέρνηση, όπως τώρα στη ΝΔ, αλλά που δεν θα διστάσουν να την καταδικάσουν ή να στείλουν μήνυμα για αλλαγή πορείας.

Η μάχη ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ

Αναφορικά με την κυριαρχία στο κέντρο, πλην της Νέας Δημοκρατίας, είναι φανερό ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δίνουν τη δική τους μάχη. Εξ΄ ου και οι πρόσφατες αντιπαραθέσεις Κασσελάκη με Ανδρουλάκη με αφορμή τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Στην τελευταία μέτρηση της Metron Analysis, επί της πρόθεσης ψήφου, 23% των ψηφοφόρων που προσδιορίζονται ως Αριστεροί δηλώνουν τη στήριξή τους στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Αντίστοιχα 25% όσων δηλώνουν Κεντροαριστεροί, 7% όσων προσδιορίζονται ως Κεντρώοι, 1% ως κεντροδεξιοί και 3% όσων δηλώνουν Δεξιοί.

Στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, 7% των ψηφοφόρων του δηλώνουν Αριστεροί, 27% Κεντροαριστεροί, 21% Κεντρώοι, 4% Κεντροδεξιοί και 1% Δεξιοί.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης συμμετέχει σε συζήτηση με τον Neil Rimer, συνιδρυτή της εταιρείας Index Ventures, στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωσε η Endeavor Greece με θέμα «Η Ελλάδα και ο κόσμος του 2024» (ΑΠΕ-ΜΠΕ)
Ο πρωθυπουργός και Πρόεδρος της ΝΔ, Κυριάκος Μητσοτάκης

Το εύρημα αυτό δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπερτερεί έναντι του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στους Αριστερούς ψηφοφόρους, όπου είναι μια μεγάλη δεξαμενή για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ωστόσο, στη μεγάλη μάχη του Κέντρου, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προηγείται -για 2%- στους Κεντροαριστερούς ψηφοφόρους και με μεγάλη διαφορά στους Κεντρώους. Αρά, ως λογικό επόμενο προκύπτει ότι ο νικητής των Κεντροαριστερών και πέρα ψηφοφόρων στη δημοσκόπηση της Metron Analysis, που είναι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, θα προηγηθεί και στη μάχη της δεύτερης θέσης.

Στην ευρύτερη κινητικότητα που παρατηρείται στο χώρο αυτό δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες οι φήμες περί σύμπραξης Τσίπρα – Παπανδρέου, με επανάκαμψη του πρώτο μετά τις ευρωεκλογές κι αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορέσει να δείξει σημάδια ανάκαμψης και το ΠΑΣΟΚ σημάδια μιας ευρύτερης στήριξής του ώστε να αποτελέσει το αντίπαλον δέος στη ΝΔ.

Γιατί ο Μητσοτάκης

Βεβαίως, το κέντρο βρίσκεται πλέον στα χέρια του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος έχει καταφέρει αυτό που δεν κατάφεραν οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί της Νέας Δημοκρατίας. Δηλαδή να κερδίζει μεγάλο μέρος των κεντροαριστερών ψηφοφόρων και ταυτόχρονα να μη δημιουργούνται μεγάλα ρήγματα στον συντηρητικό χώρο. Με τον τρόπο αυτό η ΝΔ έχει καταφέρει στις τελευταίες δύο εκλογικές αναμετρήσεις να διατηρεί ποσοστά πάνω από 40%. Ποσοστά που ένα συντηρητικό κόμμα όπως η Νέα Δημοκρατία, δεν έχει από μόνη της, αλλά που χρειάζεται και τις κεντρώες ψήφους για να μαζέψει.

Δηλαδή, σύμφωνα με τους ειδικούς, η απόλυτη κυριαρχία της ΝΔ είναι αποτέλεσμα των κινήσεων που έχει κάνει ο πρωθυπουργός ώστε να διεισδύσει στον κεντρώο χώρο χωρίς να προκαλέσει πρόβλημα στη Νέα Δημοκρατία.

Κάποιοι μιλούν για «μετάλλαξη» της Δεξιάς ή για τη «ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη» που χωράει κεντρώες επιλογές και θεωρίες καθώς και πρόσωπα που δεν ανήκουν στην παραδοσιακή δεξιά παράταξη.

Είναι, όμως, μια στρατηγική που βγαίνει στον κ. Μητσοτάκη και γι’ αυτό συνεχίζει να την στηρίζει.

Μια στρατηγική που φαίνεται ότι έχει προσωπικά χαρακτηριστικά, είναι δηλαδή ο ίδιος ο πρωθυπουργός περισσότερο κεντρώος παρά συντηρητικός δεξιός.

Η διαφοροποίησή του από την παραδοσιακή δεξιά παράταξη ξεκίνησε από τότε που ο κ. Μητσοτάκης ήταν υπουργός στην κυβέρνηση Σαμαρά και όταν αρνήθηκε ο ίδιος να ψηφίσει τον Προκόπη Παυλόπουλο (έναν συντηρητικό πολιτικό) για Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Συνεχίστηκε με επιλογές που προκάλεσαν συζητήσεις, αλλά που έδειξαν και το στίγμα του, όπως η ψήφιση του νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για το σύμφωνο συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών.

Και βεβαίως κορυφώθηκε όταν η ΝΔ έγινε κυβέρνηση το 2019 και ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε για υπουργούς πρόσωπα εκτός της ΝΔ ή ακόμη και στηρίζοντας την Κατερίνα Σακελλαροπούλου για την Προεδρία της Δημοκρατίας.

Η κεντρώα ατζέντα

Εκτοτε ο πρωθυπουργός επέλεξε να προωθήσει ένα μεγάλο μέρος της κυβερνητικής ατζέντας του με καθαρά κεντρώα χαρακτηριστικά.

Νομοθετήματα όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, η επιστολική ψήφος, η ίδρυση μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών ΑΕΙ, μεταρρυθμίσεις στην οικονομία, στις σχέσεις του πολίτη με το κράτος, στην ψηφιακή διακυβέρνηση, στην υγεία ή στην παιδεία, αγγίζουν ιδιαίτερα τους μετριοπαθείς ψηφοφόρους.

Αυτούς που όπως λένε στις δημοσκοπήσεις θέλουν κάποιον «να κάνει τη δουλειά». Ακόμη και η woke ατζέντα, θέμα ταμπού για τη δεξιά παράταξη, περνά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη χωρίς πολλές αναταράξεις.

Και κάποιοι λένε π.χ. για το γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, ό,τι δεν τόλμησε ο Αλέξης Τσίπρας να κάνει το κάνει τώρα ο Κ. Μητσοτάκης, έστω και σε ημιτελή μορφή μιας και πρόκειται για μια τεράστια αλλαγή που δεν μπορούν να «χωνέψουν» περισσότεροι από τους μισούς πολίτες.

Στο ερώτημα, λοιπόν, γιατί ο Μητσοτάκης είναι κυρίαρχος του κέντρου η απάντηση δεν είναι μία. Είναι πολλές.

Από το γεγονός ότι μετά την μνημονιακή κρίση και τον ακραίο λαϊκισμό οι Ελληνες ήθελαν μια κυβέρνηση λιγότερο λαϊκίστικη ή που να πολεμά τον «ποπουλισμό» με μεταρρυθμίσεις.

Μέχρι και από το κενό που έχει δημιουργηθεί στο χώρο της Κεντροαριστεράς μετά την πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναμία, προς ώρας, του ΠΑΣΟΚ να εκφράσει ένα μαζικό κεντρώο κίνημα.

Και στο ερώτημα «τι πρέπει να κάνουν ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ» για να αμφισβητήσουν την κυριαρχία Μητσοτάκη στο κέντρο η απάντηση είναι «να μη γίνουν ΝΔ» αλλά να διαμορφώσουν μια διαφορετική από τη ΝΔ πολιτική πρόταση. Μπορούν να το κάνουν; Προς το παρόν όχι.

Διαβάστε επίσης:

Μητσοτάκης για ομόφυλα ζευγάρια: Πρόθεσή μου δεν είναι να διχάσω την ελληνική κοινωνία

Μητσοτάκης από Γαλάτσι: Δεν θα ανεχτώ τον πληθωρισμό της απληστίας

Μητσοτάκης: Μίλησε για την ευρωστία των ελληνικών τραπεζών με την πρόεδρο του SSM της ΕΚΤ