Στην ανατολή του 2024, όποιος είναι μακρόχρονα αισιόδοξος για την παγκόσμια οικονομία (και μαζί την ελληνική) καλά θα κάνει να επανεξετάσει τα πιστεύω του.
Εδώ και πολλές δεκαετίες, ουσιαστικά στον τελευταίο μισό αιώνα, η παραγωγικότητα αυξάνεται με χαμηλούς ρυθμούς (στις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια μόλις κατά 1,7% το χρόνο), επηρεάζεται άμεσα από φαινόμενα όπως η πανδημία (ο ρυθμός μειώθηκε στο 0.55%) και σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, η αύξηση της είναι σχεδόν μηδενική. Σε συνδυασμό με τους φθίνοντες εργατικούς πληθυσμούς και τις αλλαγές στις αγορές εργασίας (π.χ. μεγαλύτερη έμφαση στην έλλειψη στρες) το μέλλον προδιαγράφει χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, πληθωριστικές πιέσεις, υψηλά επιτόκια, αυξημένο κόστος κεφαλαίου, μειωμένες δημόσιες επενδύσεις.
Πολλοί περιμένουν πολλά από την τεχνολογική επανάσταση και ειδικά από την δημιουργική τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ ή regenerative AI). Βέβαια, η ΤΝ είναι δίπλα μας εδώ και μερικές δεκαετίες. Είχε, όμως, την συγκεκριμένη μορφή της εκτέλεσης συγκεκριμένων οδηγιών – όπως π.χ. στην αυτοκινητοβιομηχανία. Σταδιακά η χρήση της ξεπέρασε την απλή ρομποτική και εισήλθε σε τομείς όπως η λογιστική, η λιανική τραπεζική, οι εφοδιαστικές αλυσίδες. Ακόμη πιο σημαντικό ήταν το γεγονός ότι η πληροφόρηση έγινε σε μεγάλο βαθμό ψηφιακή – επιτρέποντας έτσι μέσω της συσσώρευσης της, την πιο αποδοτική εκμετάλλευση της και την απόκτηση νέων γνώσεων. ΟΙ εξελίξεις αυτές επέφεραν βελτίωση στον παραγωγικότητα, χωρίς να διασφαλίζουν μακρόχρονη ικανότητα για αυξανόμενο ρυθμό ανάπτυξης.
Η μεγάλη αλλαγή οπότε και οι μεγάλες προσδοκίες) των τελευταίων 3-4 ετών εστιάζεται στην νέα ικανότητα της ΤΝ όχι απλά να αναγνωρίζει αντικείμενα και την φύση τους (π.χ. αναγνώριση προσώπου ή να «λέει» αυτό είναι γάτα, αυτό είναι σκύλος) ) αλλά να μαθαίνει με την χρήση των λεγόμενων Large language Models και να μπορεί να αναγνωρίζει μοτίβα (patterns) και δομές. Σύμφωνα με τον ορισμό που επικρατεί είναι η δυνατότητα να παράγει κώδικα, βίντεο, εικόνες, ήχο και τρισδιάστατά μοντέλα. Ελπίδα, λοιπόν, είναι ότι με την εξάπλωση της χρήσης της η παγκόσμια οικονομία θα ξεπεράσει το δομικό πρόβλημα της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας.
Τα προβλήματα, όμως, είναι πολλά. Μολονότι κορυφαίοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι η ΤΝ δεν μπορεί να αποκτήσει αυτόνομη συνείδηση και βούληση, ο πανάρχαιος, αταβιστικός, ανθρώπινος φόβος για την «μηχανή που σκέφτεται» δεν εξαλείφεται. Η συγκέντρωση, εξάλλου, των τεχνολογικών αλμάτων σε μερικούς, ελάχιστους, εταιρικούς ομίλους, δημιουργεί πρόσθετες αμφιβολίες και φόβους. Η πίεση για τον έλεγχο της νομοτελειακά σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ισχυρή.
Ήδη, πρώτα βήματα έγιναν με την Ε.Ε. (AI Act) όπου η χρήση εξαρτάται από τον βαθμό ρίσκου που ενέχει – οπότε καθορίζονται θεμιτές, απαγορευτικές και… ενδιάμεσες χρήσεις. Προσπάθειες γίνονται και στο επίπεδο των G7 (The Hiroshima Process), χωρίς ωστόσο να έχει συμφωνηθεί μέχρι στιγμής κοινή κατεύθυνση και πολιτική. Η διαδικασία συναντά στην ουσία δύο προβλήματα. Το ένα είναι πως μπορούν να προβλεφθούν οι μακροχρόνιες επιπτώσεις μίας τεχνολογίας που εισάγεται ταχύτατα και ευρύτατα – το λεγόμενο pacing problem. Το δεύτερο είναι πως πραγματικά ελέγχεται μία τεχνολογία που έχει ήδη ευρέως υιοθετηθεί -–το λεγόμενο Δίλημμα Collingridge.
Οι εξελίξεις δύσκολα προσδιορίζονται, ενώ, δυστυχώς, στα καθ’ ημάς η εικόνα είναι ακόμη πιο θολή. Δύο είναι τα βασικά δομικά προβλήματα. Πρώτο, όπως αποδεικνύει ένα εξαίρετο άρθρο του διευθυντή περιεχομένου της «διαΝέοσις» Θοδωρή Γεωργακόπουλου, το ποιοτικά υψηλό ελληνικό ανθρώπινο δυναμικό είναι ένας μύθος. Η δημιουργική ΤΝ απαιτεί γνώσεις και δεξιότητες, απαιτεί αριστεία. Αλλά αριστεία δεν έχουμε.
Το δεύτερο, όπως δείχνει έρευνα της Deloitte για τον ΣΕΠΕ (Σύνδεσμο Εταιρειών Πληροφορικής Ελλάδος) είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έχουν στρατηγική μετάβασης στην ψηφιακή εποχή, πολύ περισσότερο στην δημιουργική ΤΝ. Οι περισσότερες, και ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες, φαίνεται πως θεωρούν την μηχανογράφηση ως το σημαντικό βήμα, ο διορισμός ενός chief technology officer δεν είναι στα σχέδια, ενώ για έρευνα και ανάπτυξη δεν γίνεται βέβαια λόγος. Έτσι, ένας συνδυασμός γεγονότων (π.χ. έλλειψη κανονιστικού πλαισίου), φόβων (π.χ. διαρροή απόρρητων πληροφοριών) και ελλείψεων (π.χ. δεξιοτήτων και γνώσεων) βάζει την επιχειρηματική Ελλάδα στα τελευταία βαγόνια του τραίνου της τεχνολογικής επανάστασης.
Τα ανωτέρω οδηγούν σ’ ένα συμπέρασμα και σ’ ένα ερώτημα.
Το συμπέρασμα αφορά την χώρα μας: το ελληνικό κράτος σε στενή συνεργασία με τις επαγγελματικές οργανώσεις και ιδιαίτερα με το δίκτυο των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων (όπου ειδικά το ΕΒΕΑ θα έχει πρωτεύοντα ρόλο) οφείλει κατεπειγόντως να σχεδιάσει πολιτικές και μέτρα που θα βοηθήσουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (οι λίγες μεγάλες δεν έχουν ανάγκη) να εξοικειωθούν με την ΤΝ, να σχεδιάσουν τα βήματα της μετάβασης και να τα εφαρμόσουν. Η βοήθεια πρέπει να είναι πρακτική και άμεση – όχι θεωρητική με την μορφή της επιμόρφωσης αλλά με «μονάδες κρούσης» που θα επισκεφτούν τις επιχειρήσεις και θα καθίσουν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν με άμεσα ρεαλιστικά βήματα. Διαφορετικά, τα τελευταία βαγόνια θα αποσυνδεθούν από το τραίνο.
Το ερώτημα είναι γενικότερο: μπορεί ακόμη και η δημιουργική ΤΝ να ξεπεράσει την βραχυχρόνια φύση που διέπει τις αποφάσεις του καπιταλισμού-καζίνο; Ένα παράδειγμα είναι χαρακτηριστικό. Την Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2023 η Nike ανακοίνωσε παγκόσμιες πωλήσεις ύψους $13,39 δισ. ενώ οι αναλυτές περίμεναν $13,43 δισ. Η τιμή της μετοχής έπεσε αμέσως κατά σχεδόν 12%. Άμεση ήταν και η αντίδραση της εταιρείας, που ανακοίνωσε την περικοπή δαπανών κατά $3 δισ. στην επόμενη τριετία, με τα πρώτα 2 δισ. στον πρώτο χρόνο –γεγονός που σαφέστατα θα επηρεάσει ζωές ανθρώπων. Και όλα αυτά με το λειτουργικό της κέρδος είναι στο15%!
Η ΤΝ δεν είναι πανάκεια. Το οικονομικά δυστοπικό μέλλον (χωρίς να έχουμε λάβει υπόψη την κλιματική κρίση) μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο αν η ΤΝ χρησιμοποιηθεί για αύξηση της προστιθέμενης αξίας που θα φέρει αύξηση της παραγωγής και όχι για την μείωση των εισροών κόστους που αφήνει την παραγωγικότητα και την παραγωγή σε μόνιμα χαμηλά επίπεδα. Αν η παραγωγικότητα παραμένει πεισματικά χαμηλή αυτό, σήμερα πλέον, οφείλεται πρωταρχικά στη σύγχρονη μορφή του καπιταλισμού που δεν ενδιαφέρεται για την δημιουργία αξίας αλλά για τα άμεσα κέρδη – όπως δείχνει το παράδειγμα της Nike. Αν αυτό δεν αλλάξει, καμία ΤΝ δεν θα βοηθήσει. Αντίθετα θα συμβάλει και στην περαιτέρω διεύρυνση των ανισοτήτων –με ότι αυτό θα σημαίνει για την πολιτική ζωή και την κοινωνική συνοχή.
Διαβάστε επίσης
Η Ελλάδα μπαίνει σε περίοδο διαρκών αλλά ουσιαστικών συγκρούσεων