Οι προσδοκίες για τα εγχώρια περιουσιακά στοιχεία φαντάζουν θετικές και για το επόμενο έτος, καθώς τόσο ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών όσο και τα ελληνικά κρατικά ομόλογα «φιγουράρουν» στις τοπ επιδόσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών αγορών.

Ανάμεσα στους ξένους επενδυτές που προβλέπουν ότι ελληνικές μετοχές θα πρωταγωνιστήσουν και το 2024 είναι η διοργανώτρια του συνεδρίου στο Λονδίνο Morgan Stanley. Μετά από μια δεκαετία και πλέον, η Ελλάδα επέστρεψε στην επενδυτική βαθμίδα, επισημαίνει η Chiarra Zangarelli, οικονομολόγος της Morgan Stanley στην ανάλυση για τις ευρωπαϊκές οικονομίες για το 2024.

1

«Μετά από περισσότερο από μια δεκαετία, η Ελλάδα επέστρεψε στην κατηγορία επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους DBRS και S&P. Οι οίκοι της Moody’s και της Fitch παραμένουν κάτω από την αξιολόγηση της επενδυτικής βαθμίδας και πιστεύουμε ότι είναι θέμα χρόνου να αναβαθμίσουν τη χώρα σε IG, το αργότερο το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους.

Ένα από τα πιο άμεσα οφέλη από το νέο καθεστώς είναι η ένταξη της Ελλάδας σε δείκτες, καθώς και η επιλεξιμότητα στο πλαίσιο των εξασφαλίσεων της ΕΚΤ, και ως εκ τούτου για τις αγορές περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ. Οι ισχύοντες κανόνες, με εξαίρεση το PEPP, απαιτούν τα κρατικά ομόλογα να είναι επενδυτικής βαθμίδας από τουλάχιστον έναν από τους οίκους DBRS, S&P, Fitch και Moody’s. Η αναβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε IG θα πρέπει επίσης να έχει θετικές δευτερογενείς επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία μέσω της μείωσης του κόστους δανεισμού της χώρας, καθώς και με την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων», εξηγεί η Zangarelli.

Οι εκτιμήσεις, ωστόσο, για τις ελληνικές μετοχές είναι θετικές και από την έτερη επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs, η οποία προβλέπει ότι ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών θα φτάσει τις 1.325 μονάδες το επόμενο δωδεκάμηνο, με το περιθώριο ανόδου από τα τρέχοντα επίπεδα να διαμορφώνεται σε 10%.

Σύμφωνα με την ετήσια στρατηγική της αμερικανικής τράπεζας και τον αναλυτή Caesar Maasry, η προβλεπόμενη απόδοση συνδυάζεται μαζί με μια ιδιαίτερα υψηλή μερισματική απόδοση της τάξεως του 6%, γεγονός που τοποθετεί την αγορά υψηλά και σίγουρα υψηλότερα από τις ανταγωνιστικές αναδυόμενες αγορές της Κεντρικής & Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA). Ο πολλαπλασιαστής τιμής προς κέρδη P/E για το επόμενο δωδεκάμηνο (P/E Next Twelve Months – NTM) για τον Γενικό Δείκτη του ΧΑ εκτιμάται σε 6,8 φορές μόλις, έναντι 7 φορών που θέτει ως δίκαιη αποτίμηση ο αμερικανικός οίκος. Τα κέρδη ανά μετοχή του δείκτη (EPS) αναμένεται να αυξηθούν κατά 8% τους επόμενους 12 μήνες, ενώ το consensus των αναλυτών είναι απαισιόδοξο, προβλέποντας ότι η ανάπτυξη των EPS θα είναι μηδενική.

Ποιοι ποντάρουν στις αγορές κρατικών και τραπεζικών ομολόγων

Από την πλευρά των ελληνικών κρατικών ομολόγων, Société Générale και J.P. Morgan συνεχίζουν να δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στα ελληνικά ομόλογα και το 2024.

Η «ματιά» της Société Générale στα ελληνικά ομόλογα είναι αισιόδοξη, στηριζόμενη σε διάφορα θετικά στοιχεία που επηρεάζουν την οικονομία της Ελλάδας. Η βελτίωση της δημοσιονομικής εικόνας της χώρας, η προοπτική για να λάβει επενδυτική βαθμίδα από ορισμένους οίκους αξιολόγησης και η προσεκτική της πολιτική για τις εκδόσεις ομολόγων αποτελούν στοιχεία που ενισχύουν την προοπτική των ελληνικών τίτλων στις αγορές. Η εκτίμηση της Société Générale για την αύξηση της αξίας των ελληνικών ομολόγων συγκριτικά με τα ιταλικά είναι ενδιαφέρουσα και είναι ένα από τα τοπ trade που προτείνει στους επενδυτές της για το 2024, βάσει της επενδυτικής στρατηγικής της. Το trade που προτείνει είναι άνοιγμα long θέσεων στα ελληνικά δεκαετή ομόλογα και αντίστοιχη short θέση στα ιταλικά δεκαετή ομόλογα.

Η πρόβλεψη της Société Générale είναι ότι το spread Ελλάδας-Ιταλίας θα συνεχίσει να γίνεται πιο αρνητικό και θα φτάσει στις -90 μονάδες βάσης από τις περίπου -55 μονάδες που είναι σήμερα, κάτι που αποτελεί μια σημαντική πρόβλεψη. Το stop loss του trade που προτείνει ο γαλλικός οίκος είναι οι 30 μονάδες βάσης.

Η δυναμική των ομολόγων της Ελλάδας μπορεί να επηρεαστεί από την έκδοση πράσινων ομολόγων, αλλά η αβεβαιότητα σχετικά με αυτήν την κίνηση είναι παρούσα λόγω της χρηματοδότησης που μπορεί να προέρχεται ήδη από άλλα κεφάλαια. Η προοπτική για περιορισμένη διεύρυνση των spreads στην ευρωζώνη για το 2024, παρά τα δυσμενή οικονομικά δεδομένα ορισμένων χωρών, μπορεί να αποδειχθεί ως αποτέλεσμα της υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής των κεντρικών τραπεζών.

Η J.P. Morgan, επίσης, στη στρατηγική της για τις κρατικές αγορές ομολόγων για το 2024, έχει συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στις κορυφαίες επιλογές της. Η επενδυτική τράπεζα επαναλαμβάνει την εποικοδομητική της στάση για τα ελληνικά ομόλογα και επισημαίνει ότι διατηρεί θέσεις αγοράς (long) στα δεκαετή ελληνικά ομόλογα έναντι των αντίστοιχων ιταλικών ομολόγων. Η τράπεζα επιθυμεί να είναι τοποθετημένη για τις πιθανές εισροές που θα φέρει η συμπερίληψη της Ελλάδας στους διεθνείς δείκτες ομολόγων μετά την αξιολόγηση της Fitch την 1η Δεκεμβρίου και επίσης λόγω του ότι τηρεί στάση underweight στην Ιταλία.

Σε έτερη ετήσια στρατηγική της για τις προοπτικές στα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για το 2024, την οποία υπογράφει η ομάδα των Gareth Davies και Drishti Sharma, European Credit – Financials, βλέπει την αλλαγή του ‘ρεύματος’ για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Για τις ελληνικές τράπεζες, ο αμερικανικός οίκος διατηρεί τη σύσταση υπεραπόδοσης (overweight) για την Πειραιώς, καθώς θα συνεχίσει να προσφέρει σημαντική απόδοση σε σχέση με τις υπόλοιπες ελληνικές τράπεζες. Για την Alpha Bank, τη Eurobank, την Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Κύπρου, η σύσταση είναι ουδέτερη (neutral).

«Για την Εθνική Τράπεζα και τη Eurobank η σύσταση για τα ομόλογα των δύο τραπεζών είναι ουδέτερη. Αν και αναγνωρίζουμε ότι και οι δύο τράπεζες μπορεί κάλλιστα να δουν μια περαιτέρω έξαρση της δέσμευσης των επενδυτών κατά την έκδοση των Additional Tier 1 (AT1) ομολόγων κάποια στιγμή το επόμενο έτος, πιστεύουμε ότι οι εκτιμήσεις της σχετικής αξίας αρχίζουν τώρα να θέτουν ένα όριο στο βαθμό υπεραπόδοσης, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της καλύτερης σχέσης κινδύνου-απόδοσης που είναι διαθέσιμη στις μεσαίου μεγέθους τράπεζες», εξηγούν οι Gareth Davies και Drishti Sharma.

«Για την Τράπεζα Πειραιώς η σύσταση είναι οverweight γιατί πιστεύουμε ότι είναι η τράπεζα που συνεχίζει να προσφέρει σημαντική άνοδο σε σχέση με τους ομολόγους της (ιδίως την Alpha Bank), για παρόμοιους βασικούς στόχους (KPIs) που συνιστούν κλειδιά της απόδοσης, σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, και ένα αποδεδειγμένο ιστορικό υλοποίησης της διοίκησης», συνεχίζει η J.P. Morgan.

«Για την Alpha Bank, η σύσταση είναι ουδέτερη, αν και η αιφνιδιαστική ανακοίνωση της συνεργασίας με την ιταλική τράπεζα UniCredit Bank θα προσφέρει σημαντική ώθηση στο κεφάλαιο. Θεωρούμε ότι η συνεχιζόμενη υστέρηση του εκδότη έναντι των ομοειδών σε ποιότητα του ενεργητικού θα περιορίσει την υπεραπόδοση, ιδίως με τα περιθώρια να βρίσκονται σε στενή συνάφεια με τους μεγαλύτερους και πιο ‘νοικοκυρεμένους’ ομολόγους της, όπως η Eurobank και η Εθνική Τράπεζα», εξηγεί το δίδυμο της JPMorgan.

Διαβάστε επίσης

To placement σε ΕΤΕ και η συμφωνία Alpha-UniCredit ‘ξεκλειδώνουν’ τις μετοχές στις τράπεζες

Η Εθνική… δύναμη επιρροής σε τρεις χρηματιστηριακούς δείκτες

Roadshow της Morgan Stanley: Τι θα πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στους ξένους επενδυτές στο Λονδίνο