Η J.P. Morgan επισημαίνει ποια ήταν τα ερωτήματα που κυριάρχησαν στις συζητήσεις της με Αμερικανούς επενδυτές την περασμένη εβδομάδα στις συναντήσεις που έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ (Νέα Υόρκη και Βοστώνη) με τα βασικά θέματα να αφορούν τις τράπεζες της Ελλάδας, της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Τουρκίας.

«Αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες, οι εγχώριες μετοχές αποτέλεσαν σαφές επίκεντρο των συζητήσεών μας. Ένα μεγάλο μέρος αυτών που συναντήσαμε έχουν ήδη επενδύσει και όσοι δεν κατέχουν μετοχές φάνηκαν πρόθυμοι να αποκτήσουν έκθεση και το κλίμα ήταν γενικά θετικό. Δεχτήκαμε αρκετές ερωτήσεις σχετικά με τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII), την ευαισθησία για τα χαμηλότερα επιτόκια, το οποίο είναι μια ένδειξη ότι η εστίαση μετατοπίζεται στους κινδύνους της πρώτης γραμμής μετά από τις πολύ ισχυρές επιδόσεις φέτος», επισημαίνει το δίδυμο Mehmet Sevim και Samuel Goodacre της J.P. Morgan Securities Plc.

1

Το βασικό ερώτημα στις συζητήσεις για τις ελληνικές Τράπεζες

Πόσο ανησυχούμε για την ευαισθησία της ανώτατης γραμμής σε χαμηλότερα επίπεδα επιτοκίων;”, ήταν το βασικό ερώτημα των συζητήσεων αναφορικά με τις ελληνικές τράπεζες. Η απάντηση που δόθηκε ήταν ότι καθώς ο κύκλος αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) που καθοδηγείται από το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (NIM) πλησιάζει πλέον το τελικό στάδιο, ορισμένοι επενδυτές ανησυχούσαν για την πάνω γραμμή των τραπεζών και την πορεία από εδώ και πέρα, υποστηρίζοντας ότι ορισμένοι από τους ίδιους παράγοντες που οδήγησαν στην απότομη αύξηση του NII του τομέα (+51% κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση στο εννεάμηνο φέτος) μπορεί να το οδηγήσουν σε πίεση και πάλι όταν ο κύκλος των επιτοκίων γυρίσει.

«Σε γενικές γραμμές συμφωνούμε με αυτή την αφήγηση, λαμβάνοντας υπόψη τις δομές δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και τις σχετικά περιορισμένες διαρθρωτικές αντισταθμίσεις στην Ελλάδα, αλλά πιστεύουμε ότι η επιτάχυνση της αύξησης του όγκου και οι σχετικά χαμηλές πιέσεις στο κόστος καταθέσεων θα διατηρήσουν το NII υποστηριγμένο. Όσον αφορά τον όγκο των δανείων, μετά από ένα αδύναμο εννεάμηνο φέτος, θεωρούμε ότι είναι δυνατή μια ορατή βελτίωση μέχρι το 2024, όταν οι εταιρικές αποπληρωμές μειωθούν και ‘παίρνουμε παρηγοριά’ από τα ανθεκτικά νέα δάνεια και τις νέες εκταμιεύσεις, οι οποίες τείνουν πλέον στο 14% περίπου του ΑΕΠ ετησίως από 7% περίπου το 2018. Βλέπουμε το NII του τομέα σε γενικές γραμμές αμετάβλητο το επόμενο έτος και μειωμένο κατά 5% το 2025 με το παρεμβατικό επιτόκιο (DFR) της ΕΚΤ στο 2,5% στο 2025, και είμαστε 8% και 6% πάνω από τις εκτιμήσεις του consensus των αναλυτών του Bloomberg, κατά μέσο όρο. Προβλέπουμε το δείκτη αποδοτικότητας RοTE του τομέα στο 11,5% το 2025 (για τα έτη 2023-2025 ο μέσος όρος είναι 13%) με σχετικά συντηρητικές παραδοχές, με ανοδικό κίνδυνο ιδίως από την αναμενόμενη προς τα κάτω εξομάλυνση του κόστους κινδύνου, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της διοίκησης, έναντι στις τρέχουσες εκτιμήσεις μας για 0,8%-1,0%», συμπεραίνουν οι Mehmet Sevim και Samuel Goodacre.

Επισημαίνεται ότι στο τελευταίο report των Mehmet Sevim και Samuel Goodacre της J.P. Morgan Securities Plc, οι συστάσεις για τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών είναι υπεραπόδοση (overweight):

  • Alpha Bank στα €2,20 από €2 προγενέστερα,
  • Eurobank στα €2,25 από €1,90 προγενέστερα,
  • Εθνική Τράπεζα στα €8,10 από €7,30 προγενέστερα,
  • Tράπεζα Πειραιώς στα €4,65 από €3,90 προγενέστερα.

Διαβάστε επίσης:

Πρώιμο χριστουγεννιάτικο πάρτι στις αγορές

Morgan Stanley: Το big event της χρονιάς στο Λονδίνο, οι 37 εταιρείες, το πάνελ με τους τραπεζίτες και ο Μητσοτάκης

Τράπεζα Πειραιώς: 500 αποχωρήσεις με το πρόγραμμα εθελουσίας