Ούτε στην εποχή των μνημονίων δεν ήταν τόσο αναμενόμενος ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2024.
Κινείται με ακρίβεια στις παραμέτρους που είχαν από κοινού προσδιοριστεί από την κυβέρνηση και τα αρμόδια κοινοτικά όργανα, χωρίς παρεκκλίσεις και εξάρσεις. Αν υπάρξουν εκπλήξεις αυτές έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να προέλθουν από εξωγενείς παρά από ενδογενείς παράγοντες. Ταυτόχρονα, όμως, αυτός ακριβώς είναι ο μεγάλος κίνδυνος, κίνδυνος απρόβλεπτος—οπότε δύσκολα να υπάρξει σχετική προετοιμασία για την αντιμετώπιση του.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση ποντάρει στην ομαλότητα – στην συνέχιση της κανονικότητας. Όλα τα ελληνικά πολιτικά κόμματα εμμένουν στην προετοιμασία προϋπολογισμών που είναι μονοδιάστατοι και, σε μεγάλο βαθμό γραμμικοί. Όσο κι αν είναι δύσκολο, χρονοβόρο, κοστοβόρο και, εν πολλοίς μπορεί να αποδειχθεί άχρηστο, ίσως οφείλει και η ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει τις πρακτικές των σύγχρονων επιχειρήσεων και να φτιάχνουν προϋπολογισμούς με τρία σενάρια: το απαισιόδοξο, το αισιόδοξο και της κανονικότητας.
Σε γενικές γραμμές πρόκειται για προϋπολογισμό που εκφράζει την ευρωπαϊκή οικονομική ορθοδοξία, διατηρώντας ένα συντηρητικό δημοσιονομικό χαρακτήρα, που εκμεταλλεύεται όμως, την καλή πορεία της οικονομίας για να ελαφρύνει το βάρος του πληθωρισμού για τους πιο ευάλωτους. Ως ένα βαθμό, κάπως παρακινδυνευμένη μπορεί να θεωρηθεί, πάντως, η μάλλον χαλαρή πολιτική αμοιβών – που περιλαμβάνει το απολύτως απαράδεκτο μέτρο του ξεπαγώματος των τριετιών. Είναι πιασάρικο να δίνεις αυξήσεις, ιδιαίτερα όταν βασίζεσαι στον γενικό δείκτη τιμών καταναλωτή που κινείται πτωτικά, αλλά κάπως επικίνδυνο όταν ο πολίτης αισθάνεται την τσέπη του να ελαφρύνει με κύριο αίτιο τον ουσιαστικά ανεξέλεγκτο πληθωρισμό στα τρόφιμα.
Αυτός ο προϋπολογισμός, ως απεικόνιση της οικονομικής διαχείρισης δεν επιδιώκει, βέβαια, να αλλάξει το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας. Συγκρατημένη αισιοδοξία φέρνει το γεγονός ότι η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία που προσφέρει η βιομηχανία δείχνει να αυξάνεται διαχρονικά – έστω και οριακά—αλλά κατά τα άλλα, οι κατασκευές σε συνδυασμό με τον τομέα του real estate, το εμπόριο, ο τουρισμός και η άμυνα παραμένουν οι πυλώνες του συστήματος. Όταν γνωρίζουμε πολύ καλά πως οι ελλείψεις τροφίμων θα αποτελέσουν ένα τεράστιο πρόβλημα στο άμεσο μέλλον, είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι ακόμη και στην κατανομή των δαπανών, η κυβέρνηση δείχνει να αγνοεί παντελώς την εξαιρετικά χαμηλή συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας. Έμμεσα ο προϋπολογισμός υπογραμμίζει και στηρίζει προτεραιότητες και η γεωργία δεν είναι σ’ αυτές της κυβέρνησης.
Αντίθετα με την παραδοσιακή θέση της αριστεράς, η κατανομή των δαπανών σε παιδεία, υγεία και δικαιοσύνη δεν μπορεί να εκφράσει θετικά ή αρνητικά την μεταρρυθμιστική διάθεση της κυβέρνησης. Το θέμα δεν είναι τα περισσότερα ή τα λιγότερα χρήματα, είτε σε απόλυτο μέγεθος είτε ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, αλλά η αποτελεσματική χρήση τους. Θαύματα μπορούν να γίνουν και με αναλογικά λιγότερα χρήματα, ακριβώς όπως προκύπτει μηδέν στο πηλίκο ακόμη και με περισσότερα χρήματα. Από την πλευρά αυτή τα αποτελέσματα θα φανούν στην πράξη και όχι στις προβλεπόμενες δαπάνες.
Εντύπωση, όμως, προκαλεί η αισιοδοξία σχετικά με την εκτίμηση για μεγάλη αύξηση των επενδύσεων. Με δεδομένη την έλλειψη γηγενών κεφαλαίων και με ξεκάθαρη την αρνητική τάση που δείχνει το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών, θα είναι έκπληξη αν υλοποιηθεί η πρόβλεψη για αύξηση τους πάνω από 15% το 2024.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προϋπολογισμός αισιοδοξίας — η κοινωνία χρειάζεται να πάρει μία ανάσα και η κυβέρνηση επιχειρεί να την δώσει. Πολύ ορθά, φτάνει να μην παρασυρθούμε και μπερδέψουμε τις στατιστικές με την πραγματικότητα. Ένα παράδειγμα επαρκεί: στην τριετία 2022-2024 το δημόσιο χρέος παραμένει σταθερό στα 357 δισ. ευρώ – ποσό τεράστιο για μία μικρή χώρα όπως η Ελλάδα. Η μείωση του από 172% του ΑΕΠ στο 152%, απλά αντανακλά την σχέση του χρέους προς ένα ΑΕΠ που αυξάνεται. Για τους μακροοικονομολόγους και τους διεθνείς οργανισμούς τα πάντα είναι έτσι ορθά. Για την τσέπη του πολίτη δεν κάνει καμία διαφορά.
Διαβάστε επίσης
Έφτασε η ώρα των ουσιαστικών συγκρούσεων