Μετά από μια δεκαετία και πλέον, η Ελλάδα επέστρεψε στην επενδυτική βαθμίδα, επισημαίνει η Chiarra Zangarelli, οικονομολόγος της Morgan Stanley στην ανάλυση για τις ευρωπαϊκές οικονομίες για το 2024.

«Μετά από περισσότερο από μια δεκαετία, η Ελλάδα επέστρεψε στην κατηγορία επενδυτικής βαθμίδας από τους οίκους DBRS και S&P. Οι οίκοι της Moody’s και της Fitch παραμένουν κάτω από την αξιολόγηση της επενδυτικής βαθμίδας και πιστεύουμε ότι είναι θέμα χρόνου να αναβαθμίσουν τη χώρα σε IG, το αργότερο το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους.

1

Ένα από τα πιο άμεσα οφέλη από το νέο καθεστώς είναι η ένταξη της Ελλάδας σε δείκτες, καθώς και η επιλεξιμότητα στο πλαίσιο των εξασφαλίσεων της ΕΚΤ, και ως εκ τούτου για τις αγορές περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ.

Οι ισχύοντες κανόνες, με εξαίρεση το PEPP, απαιτούν τα κρατικά ομόλογα να είναι επενδυτικής βαθμίδας από τουλάχιστον έναν από τους οίκους DBRS, S&P, Fitch και Moody’s.

Η αναβάθμιση των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε IG θα πρέπει επίσης να έχει θετικές δευτερογενείς επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία μέσω μείωσης του κόστος δανεισμού της χώρας, καθώς και με την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων», εξηγεί η Zangarelli.

Οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας

Η ανάπτυξη θα συνεχιστεί και θα ξεπεράσει τις επιδόσεις της ευρωζώνης, με τη δημοσιονομική εξυγίανση να προχωράει. Ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας αναμένεται να μειωθεί στο 148% έως το 2025.

Η αύξηση των μισθών θα στηρίξει την κατανάλωση και αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2,3% φέτος και 2,4% το 2024.

Τα ελληνικά πραγματικά εισοδήματα θα πρέπει να επωφεληθούν από το συνδυασμό της μείωσης του πληθωρισμού και της αύξησης των μισθών. Μία από τις βασικές προτεραιότητες της Νέας Δημοκρατίας στο προεκλογικό της πρόγραμμα ήταν η αύξηση του κατώτατου μισθού από 780 ευρώ τώρα σε 950 ευρώ έως το 2027.

Μια τέτοια αύξηση θα πρέπει τελικά να οδηγήσει σε υψηλότερους μισθούς και να ωφελήσει τις προοπτικές της ιδιωτικής κατανάλωσης. Αυτό είναι πολύ καλύτερο από την Ευρωζώνη, με την ιδιωτική κατανάλωση να συνεχίζει να αυξάνεται με σταθερό ρυθμό, αποτελώντας ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξης του 2023 και περίπου το ήμισυ του 2024 και του 2025.

Οι επενδύσεις θα γίνουν ο κύριος μοχλός ανάπτυξης το 2024 και 2025, χάρη στην ανάκαμψη των άμεσων ξένων επενδύσεων, καθώς και στην εφαρμογή του RRF. Αυτό αντισταθμίζει κάπως τη σύσφιξη που προέρχεται από τη νομισματική πολιτική και το υψηλότερο κόστος δανεισμού.

Το σχέδιο ανάκαμψης της Ελλάδας ανέρχεται σε περίπου 17% του ΑΕΠ. Η χώρα έχει ήδη λάβει 12,8 δισ. ευρώ και αναμένεται να λάβει περίπου 23 δισ. ευρώ επιπλέον μέχρι το τέλος του 2026.

Με το δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας στο 170% περίπου στο τέλος του 2022, η δημοσιονομική εξυγίανση αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση.

«Αναμένουμε ότι η κυβέρνηση θα συγκλίνει σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα 2% ήδη το 2024. Ο δείκτης χρέους θα πρέπει να παραμείνει σε πτωτική τροχιά, φθάνοντας στο 148% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2025 σύμφωνα με τις προβλέψεις μας.

Ακόμη και αν τα επιτόκια παραμείνουν αυξημένα, το χρέος αποτελείται κυρίως από θεσμικά δάνεια με σταθερό επιτόκιο, καθιστώντας το ελληνικό χρέος λιγότερο ευαίσθητο στις αυξήσεις των επιτοκίων», προβλέπει η επενδυτική τράπεζα.

Από την άλλη, το υψηλότερο κόστος των στεγαστικών δανείων θα μπορούσε να επιβαρύνει τα νοικοκυριά, καθώς είναι κατά κύριο λόγο κυμαινόμενου επιτοκίου, αλλά τα ελληνική νοικοκυριά είναι σχετικά λιγότερο μοχλευμένα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρωζώνη και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού έχει στεγαστικό δάνειο, καταλήγει η τράπεζα.

Διαβάστε επίσης:

ΕΚΤ: Προειδοποιεί για τον κίνδυνο να υπάρξει νέα κρίση του χρέους στην Ευρωζώνη

Απαγόρευση παράλληλων εξαγωγών: Πυκνώνουν τα σύννεφα πάνω από την ΕΕ

Εθνική Τράπεζα: Μεταξύ 5-5,44 ευρώ η τιμή διάθεσης της μετοχής – Από 14 έως 16 Νοεμβρίου το βιβλίο προσφορών