Το βιβλίο Υπήρξα τόσοι άλλοι (εκδ. Καστανιώτη) κυλάει σαν ορμητικό ποτάμι, δεν αφήνεται εύκολα. Κυκλοφόρησε πριν από μια εβδομάδα, και ο Αλέξης Σταμάτης βρήκε λίγο χρόνο να διαλευκάνει δύο τρία μυστήρια για αυτήν την καταπληκτική αυτοβιογραφία, που διαφεύγει από το τυπικό είδος.

Εξάλλου, η ιδέα της αυτοβιογραφίας προέκυψε καθ’ οδόν, ερήμην του, με τον πιο φυσικό τρόπο. Το αναφέρει και στο βιβλίο, ότι κρατούσε σημειώσεις με σκοπό να γράψει ένα μυθιστόρημα. Ωστόσο, «οι σημειώσεις άρχισαν να καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο τον ζωτικό χώρο της αφήγησης και έτσι η μυθοπλασία υποχώρησε προς χάρη μιας φαινομενικής θραυσματικότητας, η οποία, ωστόσο, με συνειρμικό τρόπο απέκτησε διακριτή ροή», εξηγεί ο Αλέξης Σταμάτης σήμερα. «Σταδιακά λοιπόν, εξέβαλε αυτό το σύνθετο κείμενο το οποίο δεν νομίζω ότι μπορεί ειδολογικά να καταταγεί κάπου. Ελπίζω να περιέχει την αλήθεια μου».

1

«Εάν δεν υπάρχει σύγκρουση, δεν υπάρχει αφήγηση»

Το Υπήρξα τόσοι άλλοι ξεκινάει με ιδιαίτερα κινηματογραφικό τρόπο (και συνεχίζει έτσι μέχρι τέλους). Αφαιρετικά όμως, δυο – τρία πυκνά πλάνα και πέφτει το μαύρο, για να ξαναπιάσει την αφήγησή του στο σήμερα. Πρόκειται για παιδική ανάμνηση, on the road.

Γράφει:

«Νιώθω ότι αυτό δεν ήταν το βασικό τρακάρισμα. Πως κάτι πολύ χειρότερο θα συμβεί. Σε λίγο βλέπω σχεδόν δίπλα μου δύο αυτοκίνητα που τρέχουν σαν λυσσασμένα, λες και κάνουν κόντρα, οι λαμαρίνες τους ακουμπούν, σχεδόν αγκαλιάζονται. Σέρνονται μαζί ως την άκρη της γέφυρας και αναποδογυρίζουν. Το ένα αυτοκίνητο πιάνει φωτιά. Οχήματα σταματούν. Βλέπω ανθρώπους να τρέχουν με πυροσβεστήρες. Η φωτιά σβήνει. Κάποιοι πρέπει να έχασαν τη ζωή τους. Μπαίνω στη ζωή. Στρίβω στη γωνία. Δεν ξέρω τι θα δω».

Και ίσως δικαίως ο αναγνώστης αναρωτιέται: Υπάρχει κάποιος συμβολισμός εδώ;

«Όλα τα γεγονότα στη ζωή ξεκινούν από μία σύγκρουση. Εάν δεν υπήρχε σύγκρουση δεν θα υπήρχε και αφήγηση, δεν θα υπήρχαν τα “θέλω” των ηρώων, δεν θα υπήρχαν τα εμπόδια ώστε να επιτευχθεί η επιθυμία ή όχι του καθενός. Η συγκεκριμένη εμπειρία του τρακαρίσματος ήταν πολύ ιδιαίτερη για μένα μια και ήταν ένα είδος ταξιδιού στο χρόνο. Έκανα ένα ανεξήγητο fast-forward».

«Κίνηση, πώς αλλιώς;»

Πρόκειται για έντονο βιβλίο και βίαια λυρικό. Χτυπάει dans le mille, στο μάξιμουμ. Η ατμόσφαιρά του μια επιμειξία από Ντέιβιντ Λίντς, Κιαροστάμι και ενίοτε Κασαβέτη, διατηρώντας παραδόξως ενότητα συναισθήματος, βλέμματος, ύφους.

Ανάμεσα στις γραμμές διακρίνεται αμυδρά η αγωνία της ύπαρξης. Οι κοφτές, λιτές φράσεις, ο καταιγισμός των εικόνων, οι αλλεπάλληλες σκέψεις, «για να θυμηθώ, να ξαναστήσω τον κανόνα του παιχνιδιού, να βρω την πραγματικότητα για μένα. Την αλήθεια…», όπως σημειώνει ο Αλέξης Σταμάτης. Και αναρωτιέται κανείς αν (γράφοντας αυτές τις υπαρξιακές σελίδες, τις ηλεκτρισμένες), τελικά τη βρήκε.

«Τι να απαντήσω τώρα αυτή την τρομερή ερώτηση;», σκέφτεται δυνατά και αυθόρμητα ο Αλέξης Σταμάτης.

«Θέλω να θυμηθώ, ναι, αλλά δε θυμάμαι όσα θέλω, θέλω να ξαναστήσω τον κανόνα του παιχνιδιού, αλλά έχω ξεχάσει τους κανόνες, ίσως να μου έχει διαφύγει και το ίδιο το παιχνίδι, θέλω να βρω την πραγματικότητα αλλά είναι τόσο φευγαλέα που μου κυλά μέσα απ’ τα δάχτυλα. Όλες αυτές οι απόπειρες όμως είναι η αλήθεια μου. Μια διαρκής αποπειρογραφία. Μια ατελείωτη πτήση από τον έναν τόπο στον άλλον. Κίνηση, πως αλλιώς;». 

Οι γυναίκες της ζωής του

«Μοναχογιός ηθοποιού», ξεχωρίζει και η ατάκα στο βιβλίο του. Πόσο δύσκολο ακούγεται. Αλλά και συναρπαστικό. Μητέρα του Αλέξη Σταμάτη η σπουδαία ηθοποιός Μπέτυ Αρβανίτη. Ήταν καρπός του πρώτου της γάμου με τον αρχιτέκτονα Κώστα Σταμάτη (1926 – 2020). Τον πατριό του θεατρικό επιχειρηματία και πρόεδρο ΔΣ του Εθνικού Θεάτρου Βασίλη Πουλαντζά (με τον οποίο η μητέρα του έστησε το εμβληματικό Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας), αποκαλεί δεύτερο πατέρα του.

«Για να είμαστε ειλικρινείς δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι δύσκολο να είσαι ούτε μοναχογιός, ούτε γόνος ηθοποιού. Αυτές οι δύο ιδιότητες από μόνες τους δε νομίζω πως συνθέτουν κάτι το τρομερά απαιτητικό», επισημαίνει ο ίδιος.

«Ο συνδυασμός τους ωστόσο με την συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση και με όσα την διαμόρφωσαν ήταν που έκανε αυτό το σύνθετο ον να τείνει προς τη μοναχικότητα και προς την τέχνη. Και, ίσως μοιραία, να ζήσει (ζήσω) μια εξόχως συναρπαστική ζωή.

Ένας μοναχογιός ηθοποιού θα μπορούσε να είναι ένας νάρκισσος εξουσιομανής, με τον ίδιο τρόπο που θα μπορούσε να είναι και ένας μοναχικός καλλιτέχνης. Όλα είναι θέμα συγκυρίας, τύχης και αναγκαιότητας».

«Δεν ερωτεύτηκα μια ιδιότητα»

Και πριν λίγα χρόνια απέκτησε και εκείνος τον μοναχογιό του, τον Ερμή (με νονά την καταξιωμένη εικαστικό Νατάσσα Πουλαντζά, κόρη του Βασίλη). Μοναχογιός ενός συγγραφέα, και μιας (πανέμορφης) ηθοποιού, ονόματι Εύα Σιμάτου. Ο Φρόιντ θα μπορούσε να γράψει σεντόνια για αυτήν την επανάληψη στην ζωή του. Στις 23 Νοεμβρίου οι δύο ερμηνεύτριες συμπρωταγωνιστούν στον Βασιλιά Ληρ σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας. Η Μπέτυ Αρβανίτη στον ομώνυμο ρόλο, η Εύα υποδύεται την Ρέγκαν.

«Έχω κάνει χρόνια ψυχανάλυση η οποία με έχει βοηθήσει σε πολλά αλλά δε νομίζω ότι το συγκεκριμένο εμπίπτει σε αυτά τα χωράφια», παρατηρεί ο Αλέξης Σταμάτης.

«Με την Εύα έχουμε πολλά κοινά, η έκθεση μας στον κόσμο είναι εντελώς διαφορετική αλλά η ματιά μας στα μας πράγματα είναι νομίζω ταυτόσημη. Δεν ερωτεύτηκα μία ιδιότητα, ερωτεύτηκα ένα πρόσωπο. Δεν την είχα μάλιστα δει ποτέ να παίζει, παρόλο που, απίστευτη σύμπτωση, πέντε χρόνια πριν γνωριστούμε είχε ανεβάσει με την τότε θεατρική ομάδα της ένα έργο στην Β σκηνή του Θέατρου της οδού Κεφαλληνίας.

Ωραίος ο γάμος, αλλά η σχέση μας είναι μια συνολική ένωση. Υπήρξα, εκτός από τόσοι άλλοι, και πολύ τυχερός».

Αναξιόπιστη μνήμη

Τι ωραία διαπίστωση. Που αφορά ωστόσο το σήμερα. Αλλά το εξαιρετικό αυτό βιβλίο για το οποίο πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη, ενώ αναφέρεται πολλάκις στην Εύα, στον έρωτα, στο γιο τους, ξύνει επίμονα την επιφάνεια της μνήμης αναζητώντας τη φλόγα που τρεμοσβήνει από κάτω.

Η επεξεργασία της «μνημοσύνης» διατηρεί κεντρικό ρόλο στο αφήγημά του και η αυτοβιογραφία per se αποτελεί άσκηση μνήμης. Για τη σύγχρονη γενιά, για το γιο του, υποστηρίζει ότι οι μνήμες «θα είναι στα δάχτυλα», για ένα παιδί δηλαδή γεννημένο το 2019, οι αναμνήσεις θα αποθηκεύονται στο κινητό. Θα ανασύρονται κατά βούληση. Πρόκειται για πιθανοφανή εκτίμηση, που ταράζει τον αναγνώστη. Οι προηγούμενες γενιές  μοιραία θα συμβιβαστούν με «μνήμες νεκρές» για τα τέσσερα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Και σε μια αυτοβιογραφία, ο αφηγητής πάσχει από αναξιοπιστία, ενώ «φαντασία και ανάμνηση είναι δίδυμα αδέλφια» όπως γράφει.

«Ο γιος μου, μέσα από εικόνες και βίντεο, έχει ήδη καταγεγραμμένη τη ζωή του μήνα-μήνα από τότε που γεννήθηκε. Στην ηλικία των τεσσάρων και μισό βλέπει τις εικόνες του των δύο, των έξι μηνών και τις σχολιάζει. Διαθέτει δηλαδή ισχυρό ανακλητικό οπλοστάσιο σε μία ηλικία που στην εποχή μου κανένα παιδί δεν κοίταζε πίσω. Πρόκειται περί μίας εντελώς πρωτόγνωρης συνθήκης η οποία δε νομίζω να έχει αναλυθεί καθόλου και της οποίας τα αποτελέσματα θα δούμε σε κάποια χρόνια», τονίζει.

«Το τεστ θα γίνει στην γενιά των παιδιών που γεννήθηκαν μετά το 2015, όταν πλέον κανείς μπορούσε να αποτυπώσει με ευκρίνεια και εύκολα τι συνέβαινε στην πραγματικότητά τους. Σίγουρα αυτό θα σημαίνει έναν εντελώς άλλο τρόπο διαχείρισης της μνήμης αλλά και των συναισθημάτων που αναμοχλεύονται με κάθε εικόνα. Η ζωή θα καταγράφεται διαρκώς. Θα την παρακολουθείς όποτε θες σαν σε replay σειράς».

Η μνήμη είναι άσκηση πόνου

Η γραφή του Αλέξη Σταμάτη εξελίσσεται συνειρμικά, μοιάζει με κολάζ από «συνεικόνες» όπως παρατηρεί ο Ελύτης, που αναφέρει και ο ίδιος στο Υπήρξα τόσοι άλλοι.

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το ίδιο ισχύει και για το πεζογράφημά του. Στιλιστικά στιλπνό και συμπαγές κομψοτέχνημα, με πυκνές, στοχαστικές διαπιστώσεις («Η μνήμη είναι άσκηση πόνου») όπως ενίοτε η ποίηση.

Ειρήσθω εν παρόδω, το βιβλίο εμπλουτίζεται με πλήθος λογοτεχνικές αναφορές που δεν αναλαμβάνουν ρόλο διακοσμητικό (ως είθισται) αλλά οργανικό. Οι λογοτεχνικοί του ήρωες λειτουργούν όπως η μαντλέν του Προυστ ερεθίζοντας τη μνήμη.

«Όντως, η γραφή είναι συνειρμική και κατακερματισμένη, μπορεί σε άλλα σημεία να είναι μακροπερίοδη και σε άλλα κοφτή. Οι διαπιστώσεις είναι πάντα προσωρινές, λειτουργούν ως beat στη σύνθεση η οποία μετά απλώνεται. Η μουσική είναι πάντοτε παρούσα στα γραπτά μου. Ξέρω ότι η φράση είναι σωστή όταν “κάθεται”, αλλά και όταν “σηκώνεται”, πάντοτε με μουσικούς όρους».

Συνεχίζοντας τον ίδιο συλλογισμό, δεν υπάρχει γραμμικότητα στην πρωτότυπη αυτή αυτοβιογραφία. Αλλά μια πλημμύρα από σκέψεις και τοποθετήσεις για τη ζωή του σε διαφορετικές στιγμές της, που όμως ενώνονται διατηρώντας τον ίδιο στο επίκεντρο.

Ένα βιβλίο που …εγκατέλειψε

Σαν απονενοημένη απόπειρα να εκφράσει όλες τις αναμνήσεις και να μην γλιστρήσει καμία από τα δάχτυλα και του διαφύγει και δεν τη διατυπώσει. Τη διατρέχει μια μελαγχολία, αλλά «χωρίς νοσταλγίτιδα», σαν σονάτα του Σοπέν, με απατηλά απλό ύφος.

Ο Αλέξης Σταμάτης αρνείται όμως ότι το στιλ του βιβλίου προσεγγίζει τη φιλοσοφική ενατένιση. Τουλάχιστον όχι με την έννοια της αφηρημένης σκέψης και γραφής. Εξάλλου, μεταδίδει με ακρίβεια προσωπικές του στιγμές με την ίδια ατμόσφαιρα και ένταση που τις βίωσε προσφέροντας στον αναγνώστη την ηδονοβλεπτική απόλαυση.

«Γιατί όπως είπα και πριν ελπίζω να υπάρχει μία αλήθεια ακόμη και στους όποιους περίπλοκους στοχασμούς. Την πλημμύρα αυτή προσπάθησα να την κάνω να διατηρήσει την ροή της και ταυτόχρονα να την κατευθύνω προς τις εκάστοτε διαδρομές που με ενδιέφεραν. Είναι και πάλι μία επιμέλεια χάους», καταλήγει, αναπόφευκτα (με φιλοσοφικό τόνο).

Όσο για τις αναμνήσεις, «αυτές είναι ένας κόκκος άμμου μπροστά σε όσες θα μπορούσαν να είχαν ανακληθεί, απλά είναι εκείνες που επέμεναν περισσότερο. Κάποια στιγμή ένιωσα ότι αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να είναι εσαεί in progress. Εξού και δεν το τελείωσα αλλά το εγκατέλειψα».

Με όλους αυτούς τους εαυτούς…

Διαβάζοντας στο βιβλίο ότι ο Αλέξης Σταμάτης έκλεισε 62 χρόνια ζωής, ξαφνιάζει όλους εκείνους που μεγάλωσαν με τα βιβλία του. Και που διατηρούν για αυτόν την εικόνα του φορέα αιώνιας νεότητας. Με τόσα βιβλία που αποτυπώνουν με τον αυθορμητισμό και τη φρεσκάδα της νεανικής ματιάς τον κόσμο που έρχεται με δύναμη από το μέλλον.

«Τώρα που μιλάμε είμαι σχεδόν 63 ½», διευκρινίζει ο ίδιος. «Ούτε και εγώ το ’χω πιστέψει, αλλά έτσι είναι με το χρόνο». Μια φράση στο βιβλίο πολύ αιχμηρή για το πέρασμα του χρόνου (ανήκει σε φίλο του Πολ Όστερ): Old age, what a strange thing to happen to a little boy…

«Η φράση αυτή νομίζω τα λέει όλα. Είναι περίεργο πράγμα να μεγαλώνεις, δεν είναι κάτι καθόλου φοβιστικό, είναι πολύ ενδιαφέρον αλλά περίεργο. Το πιο αλλόκοτο είναι ότι κουβαλάς όλους αυτούς τους εαυτούς, όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου, μαζί και ταυτοχρόνως».

Οι ενορμήσεις

Υπάρχει και η έτερη πολύ ενδιαφέρουσα λογοτεχνική μνεία στη φράση “Imp of the perverse” του Έντγκαρ Άλαν Πόε. «Το «imp» είναι η φωνή μέσα στο κεφάλι μας που φαινομενικά μας αναγκάζει να κάνουμε κάτι, παρόλο που γνωρίζουμε ότι δεν θα ήταν συνετό ή καταστροφικό. Πράγματι, κάποια στιγμή στη ζωή μου με διακατείχε αυτή η αίσθηση. Πιθανόν και τώρα. Ελπίζω ότι πλέον διατηρώ κάπως περισσότερο τον έλεγχο. Στο παρελθόν αυτή η ενόρμηση είχε πλουτίσει πολλαπλώς τη ζωή μου αλλά την έχω πληρώσει με αρκετά ακριβό τίμημα».

Μια ροπή (αυτοκαταστροφική;) που ίσως κάποτε να έπιασε στα δίχτυα της τον Αλέξη Σταμάτη. Ίσως στα χρόνια τα πιο νεανικά του, από το 1978 και μετά, που μπαίνει στη Μαθηματική σχολή και μένει μόνος του σε ένα δυαράκι στην Αναγνωστοπούλου; (Αργότερα αφηγείται πώς μπήκε στην Αρχιτεκτονική, στο ΕΜΠ, ενώ ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές Αρχιτεκτονικής και Κινηματογράφου στο Λονδίνο και έτσι σημειώνει: «ένα κτήριο είναι μια αφήγηση»). Ή πια στην περίοδο του κλασικού Μπαρ Φλωμπέρ (το δεύτερό του μυθιστόρημα, με πρώτη έκδοση στη Μεγάλη Βρετανία το 2000);

Αλλά το ταλέντο δεν άφησε τον πολυβραβευμένο συγγραφέα να παραστρατήσει από το λογοτεχνικό πάνθεον (μεταξύ άλλων κατέχει το περίοπτο βραβείο International Literature Award από τις ΗΠΑ). Έχει γράψει συνολικά δέκα επτά μυθιστορήματα, επιπλέον θεατρικά έργα και ποιητικές συλλογές. Αγαπημένη θεία του υπήρξε η περίφημη ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ (1939-2020).

«Η εξομολόγηση δεν παραγγέλλεται»

Στο βιβλίο Υπήρξα τόσοι άλλοι, αναφέρεται στο τραύμα. Και κάποια στιγμή μοιάζει να υπονοεί ότι «το να μιλάμε», να μοιραζόμαστε, αποτελεί μορφή θεραπείας, κάθαρσης. «Η ντροπή των τεσσάρων τοίχων έχει καταστρέψει πολλούς», σημειώνει στο βιβλίο.

Από την άλλη:

«Το γράψιμο δεν είναι μια μορφή θεραπείας. Ούτε η τέχνη. Τουλάχιστον όταν μιλάμε για ανθρώπους που ασχολούνται με αυτήν σε όλη τους τη ζωή. Η εξομολόγηση δεν παραγγέλλεται, προκύπτει. Όσο για το τραύμα, αναφέρεται ρητά και ίσως διατρέχει ολόκληρο το βιβλίο αλλά δεν είναι κάτι που επουλώνεται με συναισθηματικά χανζαπλάστ. Τα πράγματα στη ζωη είναι πολύ πολύπλοκα. Η σύγχρονη εποχή απλοποιεί τα ζητήματα, θέτει πλαίσια, καταστρώνει πρωτόκολλα και δημιουργεί φάσματα, κατηγοριοποιώντας τα πάντα και ονοματίζοντάς τα με νέους λαμπερούς όρους. Η ορολογιο-διάρρεια είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της περιόδου που ζούμε. Οι νέες ετικέτες στόχο έχουν να καλύπτουν τις μεγάλες μάζες, έτσι ώστε να κατανοούν με γενικούς όρους αλλά και να δέχονται πράγματα που ενίοτε είναι αφόρητα. Οι λέξεις όμως θέλουν τεράστια προσοχή. Τα όρια της γλώσσας μου σημαίνουν τα όρια το κόσμου μου», καταλήγει ο Αλέξης Σταμάτης.

Φυσικά, κλείνει με τη ρήση του Βιτγκενστάιν αφήνοντας όμως τον συνομιλητή να μαντεύει σε ποιον ανήκει. Έτσι και στο βιβλίο του, κάθε λέξη διαθέτει την ηχώ της. Ιδιότυπη αυτοβιογραφία, με αξία. Ως ηθική συνείδηση που αναμετριέται με τον σύγχρονο κόσμο.

Υπήρξα τόσοι άλλοι, εκδόσεις Καστανιώτη, Νοέμβριος 2023