Η Επαγγελματική Ασφάλιση αποτελεί έναν μηχανισμό πρόσθετης ασφαλιστικής προστασίας των εργαζομένων, ο οποίος χαρακτηρίζεται από τον προαιρετικό του χαρακτήρα ως προς την υπαγωγή των ασφαλισμένων μελών του σε αυτόν και ο οποίος δρα συμπληρωματικά ως προς την βασική, υποχρεωτικού χαρακτήρα, δημόσια κοινωνική ασφάλιση.
Ο μηχανισμός αυτός λειτουργεί, στη χώρα μας αλλά και διεθνώς, μέσω του θεσμού των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) ή αλλιώς των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (ΙΕΣΠ).
Ο σκοπός και η λειτουργία των ΤΕΑ επικεντρώνονται στην προαιρετική, συμπληρωματική συνταξιοδοτική ασφάλιση, για τους κινδύνους του γήρατος, του θανάτου και της αναπηρίας, ενώ ορισμένα εξ αυτών παρέχουν προστασία και έναντι επιπρόσθετων κινδύνων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται το επαγγελματικό ατύχημα, η ασθένεια, η διακοπή της εργασίας, κ.ά.
Οι συνταξιοδοτικές παροχές των ΤΕΑ καταβάλλονται είτε υπό τη μορφή εφάπαξ παροχής είτε περιοδικά, με τμηματικές καταβολές, ως τακτική συνταξιοδοτική παροχή. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί πως στη χώρα μας, κυρίως λόγω του μικρού μεγέθους των ταμείων και του χαμηλού κατά μέσο όρο ύψους των καταβαλλόμενων εισφορών, τα ποσά που συσσωρεύονται στους ατομικούς αποταμιευτικούς λογαριασμούς των ασφαλισμένων είναι χαμηλά (κατά μέσο όρο προσεγγίζουν τις 7.500 ευρώ) και οι παροχές λαμβάνονται σχεδόν αποκλειστικά ως εφάπαξ.
Ενώ λοιπόν έχουμε διανύσει 21 χρόνια από την εισαγωγή του θεσμού της Επαγγελματικής Ασφάλισης στην Ελλάδα το 2002, σήμερα αριθμούμε μόλις 28 ΤΕΑ που καλύπτουν ασφαλιστικά περίπου 63.000 εργαζόμενους – δηλαδή, κάτω από το 2% του εγχώριου εργατικού δυναμικού.
Ασφαλώς, τα νούμερα αυτά μας καθιστούν ουραγούς μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ ως προς τη διείσδυση των ΤΕΑ στο ασφαλιστικό σύστημα, με το μέγεθος των ΤΕΑ προαιρετικής ασφάλισης σε όρους αξίας περιουσιακών στοιχείων να προσεγγίζει μόλις το 0,1% του ΑΕΠ, όταν σε άλλες χώρες της Ευρώπης ξεπερνάει ακόμα και το 100%!
Ωστόσο, έπειτα όμως από κάποια έτη αρχικής στασιμότητας, θα πρέπει να υπογραμμιστεί η ραγδαία αύξηση του αριθμού των ΤΕΑ την τελευταία επταετία, καθώς σε αυτή την περίοδο συστάθηκαν 19 από τα 28 υφιστάμενα ΤΕΑ προαιρετικής ασφάλισης ή ποσοστό 68%.
Στο πλαίσιο αυτό, η δυναμική ανάπτυξη του κλάδου επιβεβαιώνεται και μέσω της σημαντικής αύξησης της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων, καθώς η συνολική αξία του Ενεργητικού των ΤΕΑ προαιρετικής ασφάλισης σημείωσε αύξηση 373% την τελευταία δεκαετία.
Από το αναφερόμενο σύνολο των Ταμείων, 5 ΤΕΑ (ή 18% του συνόλου) καλύπτουν επαγγελματικές ομάδες του Δημοσίου Τομέα (χωρίς εργοδοτική συμμετοχή εισφορών), 4 ΤΕΑ (ή 14% του συνόλου) καλύπτουν επαγγελματικές ομάδες ελευθέρων επαγγελματιών και τα υπόλοιπα 19 ΤΕΑ (ή 68% του συνόλου) καλύπτουν το ανθρώπινο δυναμικό εταιρειών του ιδιωτικού τομέα (με συμμετοχή εισφορών εργοδότη-εργαζομένων). Αναφορικά με τα τελευταία, αξίζει να αναφερθεί ότι ένας μεγάλος αριθμός εμβληματικών εργοδοτριών εταιρειών της Ελληνικής οικονομίας έχουν αναλάβει την πρωτοβουλία ίδρυσης ΤΕΑ για το προσωπικό τους, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα Eurobank, η Τράπεζα Πειραιώς, η Τράπεζα Alpha Bank, η Accenture Ελλάδος, η Johnson & Johnson Ελλάδος, ο Όμιλος Ναυτιλιακών Επιχειρήσεων Τσάκου, o Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών, ο Όμιλος Χρηματιστηρίου Αθηνών, η Interamerican κ.ά.
Παράλληλα, σε όρους πληθυσμού ασφαλισμένων μελών και σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2023, από τα 63.000 ασφαλισμένα μέλη σε ΤΕΑ προαιρετικής ασφάλισης, το 40% αυτών προέρχονται από τον Δημόσιο Τομέα, το 55% από τον Ιδιωτικό Τομέα και μόλις το 5% από ομάδες Ελευθέρων Επαγγελματιών.
Καθώς λοιπόν η συνολική διείσδυση του θεσμού της Επαγγελματικής Ασφάλισης είναι ακόμα μικρή μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που πρόκειται να ακολουθήσουν θα δράσουν πραγματικά προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης της σύστασης και λειτουργίας των ΤΕΑ όπως επίσης και της διεύρυνσης της δεξαμενής των εργαζομένων που μπορούν να ασφαλιστούν σε αυτά, διατηρώντας ή/και ενισχύοντας παράλληλα τα υφιστάμενα κίνητρα, τόσο προς την πλευρά των εργαζομένων, όσο και προς την πλευρά των εργοδοτών.
Ωστόσο, η προτεινόμενη βαριά φορολόγηση των εφάπαξ παροχών είναι σίγουρα η πιο σημαντική εκ των νομοθετικών πρωτοβουλιών η οποία αναμένεται να δράσει προς την κατεύθυνση της ουσιαστικής και ραγδαίας συρρίκνωσης του κλάδου και της υπονόμευσης του πλέον αποδοτικού οχήματος αποταμίευσης που αντιπροσωπεύουν παγκοσμίως τα Επαγγελματικά Ταμεία.
Σύμφωνα με την τρέχουσα πληροφόρηση, προτείνεται από το αρμόδιο Υπουργείο Εργασίας η φορολόγηση των εφάπαξ παροχών των ΤΕΑ με εισαγωγή κλιμακωτού φόρου 20% για 1 έως 5 έτη ασφάλισης, 15% για 6 έως 15 έτη ασφάλισης, 10% για 16 έως 25 έτη ασφάλισης και 5% για περισσότερα από 26 έτη ασφάλισης.
Ως μία πρώτη προσέγγιση, η φορολόγηση των εφάπαξ παροχών είναι ένα μέτρο με το οποίο ο κλάδος διαφωνεί κάθετα, αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι και οι αντίστοιχες παροχές των ταμείων προνοίας παραμένουν αφορολόγητες και, κατά συνέπεια, εγείρονται και σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας.
Αν όμως η φορολόγηση των εφάπαξ παροχών είναι ένα μέτρο στο οποίο επιμένει η πλευρά του Υπουργείου Εργασίας, τότε αδυνατούμε να κατανοήσουμε πως οι αναφερόμενοι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη και διεύρυνση του θεσμού.
Στην περίπτωση που προκριθεί η κρατική επιβολή δυσμενούς φορολόγησης των εφάπαξ παροχών των ΤΕΑ, θα πρέπει παράλληλα να καταργηθεί η ισχύουσα φορολόγηση όλων των εισοδημάτων (υπεραξιών) των ΤΕΑ που προέρχονται από επενδύσεις.
Και αυτό θα πρέπει να τονιστεί ιδιαιτέρως∙ αν δεν καταργηθεί ο φόρος των εισοδημάτων από επενδύσεις, τα ΤΕΑ θα φορολογούνται διπλά ως προς την υπεραξία. Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται επίσης ότι η φορολογική ενθάρρυνση των συντάξεων ταυτόχρονα με την σημαντική φορολόγηση των εφάπαξ παροχών με σκοπό την συστημική υιοθέτηση των πρώτων, γίνεται δίχως να υπάρχει καμία εμπειρική δικαιολογητική βάση για υποστήριξη απόδοσης τακτικών συνταξιοδοτικών παροχών από τα ΤΕΑ, καθώς όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί, στην συντριπτική πλειονότητά τους αποδίδουν σχεδόν αποκλειστικά εφάπαξ παροχές ενώ το μέσο ύψος των κεφαλαίων που συγκεντρώνουν τα ασφαλισμένα μέλη στους ατομικούς λογαριασμούς τους είναι πολύ χαμηλό και ως εκ τούτου δεν μπορεί να υποστηρίξει την λήψη σύνταξης όχι μόνο σήμερα αλλά ούτε τα επόμενα 20 χρόνια, εάν δεν θεσμοθετηθούν παράλληλα θεσμικά μέτρα όπως π.χ. υποχρεωτικότητας εγγραφής ή αυτόματης εγγραφής σε ΤΕΑ, προκειμένου να επιτευχθεί η μαζική συμμετοχή και οικονομική αιμοδοσία (μέσω εισφορών) των ταμείων και να υποστηριχθεί έτσι η προοπτική της δυνατότητας καταβολής συντάξεων από τα Επαγγελματικά Ταμεία.
Στο ίδιο πεδίο, η διάταξη σύμφωνα με την οποία ειδικά για τα άτομα με πρώτη ασφάλιση μετά τα 55 έτη, για κάθε έτος ασφάλισης μικρότερο των 5 κατά την παροχή του εφάπαξ, το ποσοστό φορολόγησης θα αυξάνεται κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες -και αντιστοίχως η φορολογία της σύνταξης- κρίνουμε πως είναι άκρως τιμωρητική.
Οι εργαζόμενοι με πρώτη ασφάλιση μετά τα 55 έτη, έχουν διαχρονικά στερηθεί την πρόσβαση στην Επαγγελματική Ασφάλιση και έχουν μικρό ορίζοντα αποταμίευσης. Καλούνται συνεπώς να αναλάβουν υψηλότερο κίνδυνο αρνητικών επενδυτικών αποδόσεων λόγω αυτού του μικρού αποταμιευτικού/επενδυτικού ορίζοντα και ταυτόχρονα, αν συνταξιοδοτούνται σε λιγότερα από 5 έτη -γεγονός για το οποίο αντικειμενικά δεν ευθύνονται οι ίδιοι- θα πρέπει να υποστούν υψηλότερο φόρο.
Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να αναφερθεί ότι λόγω της χαμηλής διείσδυσης του θεσμού μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ο καταγεγραμμένος μέσος όρος ηλικίας των ασφαλισμένων που εισέρχονται για πρώτη φορά στην ασφαλιστική κάλυψη του 2ου πυλώνα είναι τα 49 έτη.
Όπως γίνεται αντιληπτό σύμφωνα με την διαπίστωση αυτή, και σε συνδυασμό με την γήρανση του εργατικού δυναμικού της χώρας μας, μέσω της συγκεκριμένης νομοθετικής παρέμβασης πρόκειται να «αποθαρρυνθεί» σημαντικά από την υπαγωγή στην Επαγγελματική Ασφάλιση ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων.
Κατά συνέπεια, στις εταιρείες που έχουν ήδη συστήσει και λειτουργούν ένα ΤΕΑ, δημιουργούνται εργαζόμενοι «δύο ταχυτήτων», με τους μεγαλύτερους σε ηλικία να υφίστανται διακρίσεις λόγω της ηλικίας τους αυτής καθ’ αυτής. Όμως και για την πλευρά των εργοδοτών, η κίνηση αυτή αναμένεται να μειώσει σημαντικά το κίνητρο προς δημιουργία νέων ΤΕΑ, καθώς δυνητικά δεν θα έχουν κίνητρο να ενταχθούν σε αυτά ούτε οι ίδιοι αλλά ούτε και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη τους, οι οποίοι ενδεχομένως να έχουν ξεπεράσει την ηλικία των 55 ετών και να βρίσκονται λίγα χρόνια πριν την συνταξιοδότησή τους.
Καταλήγοντας, ένα ακόμα μείζον ζήτημα είναι η σύγκλιση των προϋποθέσεων λήψης των συντάξιμων παροχών των ΤΕΑ με τις αντίστοιχες προϋποθέσεις του ΕΦΚΑ, καθώς σύμφωνα με την σχετική διάταξη, τις ελάχιστες προϋποθέσεις λήψης παροχής (εφάπαξ ή σύνταξης) αποτελούν (α) η συνταξιοδότηση από τον κύριο φορέα ασφάλισης ανεξάρτητα από το χρόνο ασφάλισης στο ΤΕΑ, ή (β) η συμπλήρωση του 67ου έτους ηλικίας ανεξαρτήτως ετών ασφάλισης στο ΤΕΑ, ή (γ) τα 20 έτη ασφάλισης και η συμπλήρωση του 55ου έτους ηλικίας.
Καθώς όμως τα ΤΕΑ χαρακτηρίζονται από την προαιρετικότητα για την υπαγωγή και ασφάλιση σε αυτά, σε αντιδιαστολή με τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης, θεωρούμε πως οι προς εισαγωγή προϋποθέσεις εξόδου των ασφαλισμένων και η ρύθμισή τους για όλο τον κλάδο συλλήβδην, είναι τουλάχιστον άτοπες και θα είχαν ίσως κάποια χρησιμότητα αν και μόνον αν η Επαγγελματική Ασφάλιση ήταν υποχρεωτική στην χώρα μας.
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η μέση παραμονή στην ίδια εργασία στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχεται σε 9,91 έτη.
Τα 20 έτη ασφάλισης προσομοιάζουν στον ΕΦΚΑ που αποτελεί διεπιχειρησιακό, υποχρεωτικής υπαγωγής Ταμείο Κοινωνικής Ασφάλισης και όχι προαιρετικού χαρακτήρα Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης.
Παράλληλα, από την προσέγγιση της εισαγόμενης ομοιομορφίας των προϋποθέσεων λήψης των συνταξιοδοτικών παροχών μεταξύ όλων των ΤΕΑ, οι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις σε αυτό τον τομέα θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι θα λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες εργασιακές συνθήκες της κάθε εταιρείας ή επαγγελματικής ομάδας, δίδοντας την ευελιξία οι λεπτομέρειες επί των προϋποθέσεων να καθορίζονται ενδοκαταστατικά κατά περίπτωση µε τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.
Συνολικά, ένας αριθμός εκ των εξαγγελθεισών νομοθετικών παρεμβάσεων -οι οποίες δεν εξαντλούνται στις παραπάνω αναφερόμενες- περιορίζουν τους βαθμούς ελευθερίας που εγγενώς έχουν τα ΤΕΑ ως ιδιωτικές συμφωνίες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (εργοδοτών και εργαζομένων).
Ας μην ξεχνάμε ότι τα ΤΕΑ έχουν την δυνατότητα να διαμορφώνουν τα Καταστατικά τους βάσει των επιχειρησιακών τους αναγκών, σύμφωνα βέβαια με μία σειρά γενικών κανονισμών που τίθενται από το ευρωπαϊκό και εγχώριο νομοθετικό πλαίσιο, με τις κυοφορούμενες παρεμβάσεις να θέτουν τα ΤΕΑ σε κίνδυνο να χάσουν την αυτονομία τους. Διαβλέπουμε λοιπόν κάποιες άστοχες και υπερβολικές ρυθμίσεις σε έναν προαιρετικό, ιδιωτικού χαρακτήρα θεσμό, οι οποίες αναμένεται να αλλοιώσουν την ελκυστικότητά του και να τον καταστήσουν δύσκαμπτο και περιθωριακό.
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- «Καλό ταξίδι Αητέ»: Το αντίο της Αγγελικής Νικολούλη στον Κώστα Χαρδαβέλλα
- Το ντέρμπι ΑΕΚ-ΠΑΟΚ με τις καλύτερες αποδόσεις από το Πάμε Στοίχημα
- Τέσσερα νεότευκτα πλοία του ομίλου Τσάκου με την Κυπριακή σημαία – Επιτυχία της Μαρίνας Χατζημανώλη που αύξησε τον στόλο της Κύπρου κατά 170 πλοία!
- Halkidon Shipping (Οικογένεια Χαγιαλίδη): Πούλησε πλοίο με σημαντικό κέρδος