Το Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνο απέλυσε ένα μέλος του προσωπικού του και η αστυνομία διεξάγει έρευνα μετά την αναφορά για θησαυρούς που «λείπουν, έχουν κλαπεί ή καταστραφεί».

Αντικείμενα όπως χρυσαφικά, κοσμήματα, πολύτιμοι  και ημιπολύτιμοι λίθοι ήταν μεταξύ αυτών που διαπιστώθηκε ότι λείπουν, έχουν κλαπεί ή έχουν υποστεί ζημιές, όπως αναφέρθηκε στην σχετική καταγγελία πριν στοχοποιήσουν ως «ύποπτο» για τις εξαφανίσεις και τις καταστροφές τον υπάλληλο του μουσείου.  Το μεγαλύτερο μέρος των αντικειμένων φυλασσόταν σε μια αποθήκη.

1

Ο διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου Χάρτουιγκ Φίσερ δήλωσε ότι το μουσείο «θα καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια στην ανάκτηση των αντικειμένων».  Πρόσθεσε, επιπλέον: «Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο περιστατικό. Ξέρω ότι μιλάω εκ μέρους όλων των συναδέλφων όταν λέω ότι λαμβάνουμε εξαιρετικά σοβαρά υπόψη μας τη διαφύλαξη όλων των αρχαιοτήτων που έχουμε υπό τη φροντίδα μας».

Το μουσείο δεν παρέλειψε να τονίσει ότι θα ληφθούν νομικά μέτρα κατά του συγκεκριμένου υπαλλήλου  του  προσωπικού που απολύθηκε.

Η Διοίκηση Οικονομικού Εγκλήματος της Μητροπολιτικής Αστυνομίας διεξάγει έρευνα. Το Βρετανικό Μουσείο έχει επίσης ξεκινήσει μια ανεξάρτητη έρευνα για την ασφάλεια.

Ο Τζορτζ Όσμπορν, πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, δήλωσε: «Οι συνθήκες ασφαλείας του Βρετανικού Μουσείου συνδέονται και με την ασφάλεια και προστασια  των πολιτών. Εμείς, ως διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου, ανησυχήσαμε αφάνταστα όταν μάθαμε, νωρίτερα φέτος, ότι αντικείμενα της συλλογής είχαν κλαπεί».

«Καλέσαμε την αστυνομία, επιβάλλαμε έκτακτα μέτρα για την ενίσχυση της ασφάλειας, δημιουργήσαμε μια ανεξάρτητη επανεξέταση για το τι συνέβη και τα διδάγματα που πρέπει να αντλήσουμε και χρησιμοποιήσαμε όλες τις πειθαρχικές εξουσίες που έχουμε στη διάθεσή μας για να αντιμετωπίσουμε το άτομο που θεωρούμε υπεύθυνο για τις απώλειες και τις καταστροφές» συμπλήρωσε.

Ο κ. Φίσερ πρόσθεσε ότι ο οργανισμός “έδωσε ένα τέλος σε αυτό” και ήταν “αποφασισμένος να διορθώσει τα πράγματα”.

Κανένα από τα αντικείμενα, τα οποία χρονολογούνται από τον 15ο αιώνα π.Χ. έως τον 19ο αιώνα μ.Χ., δεν είχε εκτεθεί πρόσφατα και φυλάσσονταν κυρίως για ακαδημαϊκούς και ερευνητικούς σκοπούς, δήλωσε το μουσείο.

Το γεγονός ασφαλώς εγείρει ανησυχίες για το κατά πόσον είναι όντως επαρκή τα μέτρα ασφαλείας στο Βρετανικό Μουσείο, το οποίο προβάλλει ως επιχείρημα, μεταξύ άλλων, ακριβώς την τήρηση των κανόνων ασφαλείας, και δεν επιστρέφει στην Ελλάδα τα Γλυπτά του Παρθενώνα, που έχει στην κατοχή του.

Διαβάστε επίσης

ΥπΑΑΤ: Το σχέδιο δράσης για τις υποδομές της Ρόδου που επλήγησαν από την πυρκαγιά

Ηράκλειο: Υπό μερικό έλεγχο η πυρκαγιά στα Κάτω Καλύβια

Γερμανία: Τα κυβερνοεγκλήματα μειώθηκαν κατά 6,5% το 2022