• Architecture & Design

    Η πρόταση που δεν κέρδισε στη μάχη γιγάντων


    Αυτή ήταν η πρόταση του θρυλικού στούντιο Herzog & de Meuron για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα – η οποία, ωστόσο, δεν εξασφάλισε την πρώτη θέση.

    Η Herzog & de Meuron, σε συνεργασία με την ελληνική Aeter Architects, συμμετείχαν στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στην Αθήνα. Ενώ η πρόταση δεν εξασφάλισε την πρώτη θέση, εντούτοις, ξεχώρισε με ένα μοναδικό όραμα, δίνοντας έμφαση στην ενοποίηση με το κοντινό πάρκο και τη γειτονιά.

    Τελικά, η νικήτρια πρόταση παρουσιάστηκε από την David Chipperfield Architects, με τους νέους εκθεσιακούς χώρους να στεγάζονται διακριτικά κάτω από την πλατεία. Να σημειωθεί πως μια ακόμη αξιοσημείωτη πρόταση είχε επίσης πέσει στη μάχη – από την Kengo Kuma & K-studio, η οποία πρότεινε μια ιδέα βυθισμένου κτιρίου, αποκαλύπτοντας συμβολικά τους θαμμένους θησαυρούς με την πάροδο του χρόνου.

    Η σχεδιαστική προσέγγιση της Herzog & de Meuron, εν προκειμένω, επικεντρώνεται στο άνοιγμα του μουσείου και στη δημιουργία μιας ισχυρής σύνδεσης με το περιβάλλον.

    «Ως ένα είδος urban acupuncture, βελτιώνουμε την κυκλοφορία μέσα και γύρω από το μουσείο δημιουργώντας νέα σημεία πρόσβασης, ανοίγοντας αρτηρίες, ζωντανεύοντας πολλά είδη εμπειριών και ενισχύοντας τη συνεχή ανάπλαση της γειτονιάς των Εξαρχείων. μουσείο και πόλη γίνονται ένα. Το διευρυμένο και αναζωογονημένο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα γίνει ένας αστικός μαγνήτης και ένας τόπος για όλους – επισκέπτες, τουρίστες, μελετητές και γενικά τους πολίτες της Αθήνας», περιέγραφε η ομάδα.

    Το αρχιτεκτονικό σχήμα ενσωματώνει στοιχεία από την αρχαία Ελλάδα, όπως τη Στοά, την Αγορά και τον κήπο, συνδυάζοντάς τα με σύγχρονο τρόπο. Ο κύριος στόχος ήταν να μετατραπεί το μουσείο σε ένα ζωντανό κοινωνικό μέρος για ανταλλαγή και αναψυχή.

    «Εισάγουμε τη Στοά ως ένα νέο άξονα μέσα από τον κήπο και το υπάρχον κτίριο, όπου οι επισκέπτες και οι περαστικοί θα μπορούν να περιπλανηθούν χωρίς εισιτήριο, βλέποντας τον κήπο, τις ιστορικές αυλές και τους εκθεσιακούς χώρους με το βλέμμα κάτω, στην Αγορά», εξηγούν οι αρχιτέκτονες. Το σχέδιο συνέδεσε τη γειτονιά των Εξαρχείων με την οδό Πατησίων, τον κεντρικό πολιτιστικό άξονα της πόλης. Η Αγορά, αναφερόμενη σε μια μεγάλη νέα αίθουσα, επεκτείνει τους εκθεσιακούς χώρους, ξεδιπλώνεται ως χώρος παρέχοντας μια σύγχρονη αντίθεση με την αναπαλαιωμένη νεοκλασική ομορφιά του υπάρχοντος κτηρίου.

    «Ο κήπος δείχνει πώς τα μουσεία που αρχικά θεωρήθηκαν κλειστά σεντούκια θησαυρών μπορούν να γίνουν ζωντανοί κοινωνικοί χώροι ανταλλαγής και αναψυχής». Ορισμένοι τοίχοι της Αγοράς υψώνονται σχηματίζοντας φεγγίτες, τοίχους και παγκάκια. Αυτό δημιουργεί ένα καταπράσινο τοπίο και μετατρέπει το νεοκλασικό πάρκο σε έναν αξιοποιήσιμο κήπο για όλους.

    Η εμφάνιση του ιστορικού κήπου διατηρείται με τα μεγάλα δέντρα στις άκρες της τοποθεσίας. Η ομάδα σχεδιασμού αύξησε επίσης το πράσινο, προσθέτοντας περισσότερα φυτά σε ολόκληρο το συγκρότημα. Το Pavillion της εισόδου επί της οδού Πατησίων θα ήταν το κύριο νέο αρχιτεκτονικό στοιχείο εξωτερικά. Διαθέτει μεγάλη, ελαφριά οροφή που καλωσορίζει τους επισκέπτες, παρέχει ανοιχτή θέα από την οδό Πατησίων προς το υπάρχον μουσείο. Και με έναν τοίχο από νερό που πέφτει και πλούσια βλάστηση στον κήπο, μεταμορφώνεται σε μια εμπειρία που προσκαλεί τους επισκέπτες για εξερεύνηση.

    Η Αγορά θα είχε τρία αρχιτεκτονικά στοιχεία: οριζόντιες εξέδρες, πλατφόρμες και εσοχές δαπέδου. Θα διέθετε επίσης δύο τύπους κατακόρυφων κατασκευών: περιφερειακές κόγχες με φεγγίτες και ημιμόνιμα δωμάτια – μονόλιθοι. Αυτές οι αίθουσες έχουν σχεδιαστεί για να εμφανίζουν τεχνουργήματα σε διάφορες διατάξεις, προσφέροντας διαφορετικές μορφές έκθεσης και προοπτικές. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία της Αγοράς θα μπορούσαν μάλιστα να ενισχυθούν με προβολές και τη βοήθεια της virtual reality για να αναδημιουργηθούν οι αρχικοί βιότοποι των αρχαιολογικών κομματιών με σύγχρονο τρόπο.

    Στο παρελθόν, το μουσείο βασιζόταν στο φυσικό φως της ημέρας για φωτισμό. Στη νέα επέκταση, το φως της ημέρας θα εξακολουθούσε να παίζει ρόλο μέσω των φεγγιτών, των βυθισμένων αυλών και ενός μεγάλου παραθύρου στο Entrance Pavilion, το οποίο συνδέεται με τον έξω κόσμο. Επιπλέον, θα χρησιμοποιήτο τεχνητός φωτισμός ακριβείας για την κάλυψη των σύγχρονων εκθεσιακών αναγκών, αναδεικνύοντας τα έργα και εξασφαλίζοντας βέλτιστες συνθήκες συντήρησης – αλλά και εμπειρίας των επισκεπτών.

    Η Στοά θα χρησίμευε ως κύρια αστική παρέμβαση στο έργο. Ξεκινά από το Περίπτερο της Εισόδου και εκτείνεται πάνω από την Αγορά, πριν περάσει κάτω από το υπάρχον κτίριο. Αυτό το μονοπάτι θα προσέφερε ένα ταξίδι στην ιστορία και την αρχαιολογία, ενώ θα δημιουργούσε μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ της οδού Πατησίων και των Εξαρχείων.

    Εξυπακούεται πως η Στοά, μια κοινή αστική τυπολογία στην Αθήνα, είναι ήδη σύμφυτη με τον σχεδιασμό του υπάρχοντος μουσείου. Αυτή η ζωντανή δομή που μοιάζει με δρόμο συνδέει όλες τις υπάρχουσες και νέες δραστηριότητες εντός του μουσείου, συμπεριλαμβανομένου του Entrance Pavillion, της Αγοράς, της βιβλιοθήκης, του εστιατορίου, του αμφιθέατρου, της ιστορικής κύριας εισόδου, των γκαλερί, των υπαρχουσών αυλών και των νέων εισόδων. Άλλωστε, η Στοά είναι καθοριστική για την άμεση σύνδεση του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με την Ακρόπολη απέναντι, διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στον αστικό χώρο.

    Architects: Herzog & de Meuron

    Partners: Jacques Herzog, Pierre de Meuron, Stefan Marbach, Andreas Fries (Partner in Charge)

    Project team: Tomislav Dushanov (Project Director) Elena Klinnert (Project Manager) Konstantinos Katsas (Project Manager) Vasileios Kalisperakis, Martin Schulte, Marina Tsintzeli, Evgenia Angelaki, Niklas Nalbach, Oscar Amicabile, Elliott Friedman, Woohee Kim, Roberto Monticelli, Jacob Steinberg, Victoria Svendsen

    //

    https://www.herzogdemeuron.com/

    Διαβάστε επίσης:

    Viglostasi στη Σύρο

    Η πολυπλοκότητα της ορυκτής αρχιτεκτονικής γλώσσας

    Διαμέρισμα στο Knightsbridge



    ΣΧΟΛΙΑ