Τους λόγους για τους οποίους δεν έχει δώσει έως τώρα στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, εξηγεί ο οίκος αξιολόγησης DBRS σε ανάλυσή του – επισημαίνοντας τους παράγοντες που ουσιαστικά στηρίζουν αυτήν την αναβάθμιση – αλλά και τις προκλήσεις που παραμένουν και “αποσπούν” τη χώρα από το ορόσημο.

Το κρίσιμο ζήτημα, όπως τονίζει, είναι η επενδυτική βαθμίδα, όταν δοθεί, να είναι διατηρήσιμη, να έχει διάρκεια και να μην έχει κίνδυνο αντιστροφής.

Έως τις 8 Σεπτεμβρίου, οπότε είναι και η επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση, η DBRS, όπως διαμηνύει, θα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, τη διάρκεια της μέχρι τώρα προόδου και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Ειδικότερα, όπως εξηγεί η DBRS, οι συνθήκες που οδηγούν σε επενδυτική βαθμίδα θα φέρουν περαιτέρω εμπιστοσύνη, θα επιταχύνουν τις ξένες επενδύσεις και θα βελτιώσουν το λειτουργικό περιβάλλον για τις ελληνικές τράπεζες.

Οι χρηματοοικονομικές συνθήκες θα μπορούσαν να βελτιωθούν σχετικά λόγω των καλύτερων αντιλήψεων για τον κίνδυνο, αν και στο πλαίσιο των ακόμη πιο αυστηρών παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών συνθηκών.

Επιπροσθέτως, εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία, που σχετίζονται με το γεγονός ότι ο πλήρης αντίκτυπος της ταχείας νομισματικής σύσφιξης δεν έχει ακόμη γίνει αισθητός, επισημαίνει η DBRS.

Όπως αναφέρει, θα εξετάσει την αξιολόγηση της Ελλάδας, η οποία αυτήν τη στιγμή διαμορφώνεται στο BB (υψηλό) με σταθερές προοπτικές, στις 8 Σεπτεμβρίου.

Την ίδια στιγμή, θα συνεχίσει να αξιολογεί την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τις βελτιώσεις στις οικονομικές προοπτικές, τη δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που διατηρεί τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά και τη συνολική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς όλα οδηγούν την Ελλάδα στο κατώφλι της αξιολόγησης επενδυτικής βαθμίδας.

“Το κύριο ερώτημα που έχει μέχρι στιγμής κρατήσει την Ελλάδα από την επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα είναι η διάρκεια αυτής της προόδου”, όπως τονίζει ο οίκος.

Η DBRS τονίζει ότι από την προηγούμενη αξιολόγησή της στις 10 Μαρτίου, έχουν μεσολαβήσει οι εκλογές και το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας εξασφάλισε ξανά την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Αναμένεται να ακολουθήσει άλλη μια περίοδος πολιτικής συνέχειας.

Αυτό θα επιτρέψει στη νέα κυβέρνηση να συνεχίσει να εφαρμόζει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις. Ο οίκος σημειώνει ότι οι πρόσφατες προγραμματικές δηλώσεις φαίνονται σε γενικές γραμμές ευθυγραμμισμένες με τις προσδοκίες.

Τα σχέδια εκσυγχρονισμού του συστήματος δικαιοσύνης και του συστήματος δημόσιας υγείας, μαζί με βελτιώσεις στην εκπαίδευση, θα συμβάλουν στην επίτευξη μακροπρόθεσμων οφελών.

Επίσης, η ατζέντα δεν αναμένεται να εμποδίσει την πορεία της δημοσιονομικής εξυγίανσης, ενώ την ίδια στιγμή η Ελλάδα αποπληρώνει το χρέος του επίσημου τομέα και χρηματοδοτείται στις αγορές. Από τον Μάιο, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της χώρας είναι χαμηλότερη από αυτήν της Ιταλίας, όπως επισημαίνει.

Ωστόσο, τα ζητήματα “κληρονομιάς” του παρελθόντος που σχετίζονται με το υψηλό χρέος του δημόσιου τομέα, τα ακόμη αυξημένα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και το υψηλό ποσοστό ανεργίας , θα παραμείνουν βασικές προκλήσεις.

Τα πραγματικά επιτόκια και η δυναμική της ανάπτυξης θα μπορούσαν να είναι λιγότερο ευνοϊκές στο μέλλον, τονίζοντας την ανάγκη για συνεχή πειθαρχία πολιτικής.

Εν κατακλείδι, ο οίκος αναφέρει πως η χώρα έχει περάσει από μια μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση, συχνά επώδυνη, αλλά σταθεροποίησε με επιτυχία τα δημοσιονομικά της. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν επίσης εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα.

Μια κρίση όπως η COVID-19, δείχνει ότι μια διαφοροποιημένη παραγωγική οικονομία με δημοσιονομικό χώρο, μπορεί να θωρακίσει μια οικονομία από εξωτερικούς κραδασμούς. Αυτό φάνηκε επίσης όταν προέκυψε η ανάγκη για μέτρα ενεργειακής στήριξης.

“Ως αποτέλεσμα, θεωρούμε ότι η Ελλάδα έχει βελτιώσει σημαντικά την ανθεκτικότητά της με την πάροδο των ετών με πλεονασματικό προϋπολογισμό για κάθε έτος από το 2016 έως το 2019 και το έλλειμμα μειώθηκε από 9,7% του ΑΕΠ το 2020 σε 7,1% το 2021 και σε 2,3% πέρυσι, σύμφωνα με τη Eurostat.

Φέτος αναμένεται να κινηθεί κοντά στο πρωτογενές δημοσιονομικό ισοζύγιο και σε πλεόνασμα το επόμενο έτος.

Ο δείκτης χρέους του δημόσιου τομέα έχει μειωθεί κατά 35 ποσοστιαίες μονάδες από το τέλος του 2020, λόγω της πειθαρχημένης προσέγγισης στη διαχείριση της κρίσης, της σταθερής οικονομικής ανάκαμψης και της σημαντικής έκρηξης του πληθωρισμού“, σημειώνει τέλος η DBRS.

Διαβάστε επίσης: 

Τέταρτη η Ελλάδα στη μεσογειακή αγορά τουρισμού

Η AEGEAN στα 16,20 ευρώ, ποιo πρώην στέλεχος της Folli Follie κατεβαίνει στις εκλογές, και γιατί έχουν κολλήσει οι τιτλοποιήσεις ΕΤΕ, Πειραιώς

Στα «μανταλάκια» της ΑΑΔΕ οι μεγαλοοφειλέτες του δημοσίου – Σήμερα τα αποκαλυπτήρια με ονόματα και διευθύνσεις για όσους χρωστούν και δεν ρυθμίζουν