Κάθε εκλογική διαδικασία, είτε έχει «σασπένς» ως προς το αποτέλεσμά της είτε όχι, δημιουργεί μια περίοδο ανασφάλειας κι αναμονής στο πεδίο της Οικονομίας.
Στην περίπτωση των διπλών εκλογών στην Ελλάδα την αναμονή αυτή προκάλεσε κυρίως το γεγονός ότι απαιτήθηκε περισσότερος χρόνος για τον σχηματισμό Κυβέρνησης λόγω της απλής αναλογικής την πρώτη εκλογική Κυριακή.
Γνωρίζουμε όλοι καλά ότι η πολιτική αβεβαιότητα γενικά αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην πρόοδο κάθε οικονομίας, πολύ περισσότερο της ελληνικής.
Δε θα πρέπει να ξεχνάμε πως οι πιστωτές έχουν τη δεδηλωμένη απαίτηση από την Ελλάδα να μείνει σταθερή στη δημοσιονομική τροχιά που έχει χαράξει.
Περιμένουν από τη χώρα μας να συνεχίσει στο δρόμο της σύνεσης, υλοποιώντας πολιτικές που θα εξασφαλίζουν δημοσιονομική σταθερότητα και παράλληλα θα ανοίγουν το δρόμο σε θεσμικές αλλά και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι οι διεθνείς Οίκοι, όπως η Moody’s δεν προέβλεπαν κάποια ουσιαστική αλλαγή στη δημοσιονομική πορεία της Ελλάδας ούτε και στη γενική οικονομική πολιτική της.
Επομένως το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου, έστειλε αρχικά μήνυμα επιβεβαίωσης προς την επενδυτική κοινότητα πως το όποιο ρίσκο υπήρχε λόγω των εκλογών, έχει εκλείψει ενώ το αποτέλεσμα της 25ης Ιουνίου επισφράγισε αυτή τη βεβαιότητα.
Η εικόνα μετά την ξεκάθαρη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, που της εξασφάλισε ισχυρή πλειοψηφία και την επιλογή να σχηματίσει Κυβέρνηση, με δικές της μόνο επιλογές κι απολύτως συμβατή με το πρόγραμμά της, δίνει ένα σαφές στίγμα.
Αυτό που αναμένουμε είναι να συνεχιστεί το φιλοεπενδυτικό πρόγραμμα με πολιτική σταθερότητα. Η οικονομία αποκτά σταθερό βηματισμό μετά από πολλά χρόνια απομόνωσης και δυσκολιών.
Η Ελλάδα ετοιμάζεται να λάβει την επενδυτική βαθμίδα μετά από 13 χρόνια.
Επιπλέον, το χρηματιστήριο προσβλέπει από τα μέσα του 2024 και μετά να επανέλθει στην τάξη των ώριμων αγορών, εκεί όπου διακινούνται τα περισσότερα και ποιοτικότερα επενδυτικά κεφάλαια.
Αφουγκράζεται εύκολα κανείς το ιδιαίτερα θετικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί για τις προοπτικές της που ανοίγονται για τη χώρα.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Πρωθυπουργός επέλεξε να περιγράψει αυτή ακριβώς την προοπτική στην πρώτη συνέντευξη της δεύτερης θητείας του στο Bloomberg, σηματοδοτώντας την σημασία που της αποδίδει.
Η εκλογική διαδικασία μπορεί να επιβεβαίωσε τη σταθερότητα στη χώρα, όμως οι σημαντικές προκλήσεις που διαμορφώνονται και θα χρειαστεί άμεσα να αντιμετωπιστούν είναι ακόμα εδώ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παγίωση των υψηλών επιτοκίων.
Όσο το περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού παγκοσμίως δεν ελέγχεται το θέμα αυτό θα μας απασχολεί πολύ και θα αντιμετωπίζεται δύσκολα με τις κεντρικές τράπεζες και την ΕΚΤ να εξετάζουν λύσεις περαιτέρω αυξήσεων τους. Σε κάθε περίπτωση η αβεβαιότητα παραμένει και οι διεργασίες και οι συζητήσεις βρίσκονται σε πλήρη ανάπτυξη.
Προκειμένου να κατανοήσουμε πώς και πόσο μπορεί να επηρεάσει μια «ευαίσθητη» οικονομία όπως η ελληνική, με αρκετά ανοικτά μέτωπα αρκεί να συνειδητοποιήσουμε πως η Γερμανία κατέγραψε την πρώτη ύφεση (0,3% στο πρώτο τρίμηνο του 2023 αλλά και 0,5% στο τελευταίο τρίμηνο του 2022) μετά την πανδημία δείχνοντας πως η πιο ισχυρή οικονομία της Ευρωζώνης δεν κατόρθωσε να αντισταθμίσει το βάρος από την ενεργειακή κρίση και την εκτίναξη του κόστους.
Την ίδια ώρα οι αναλυτές εκφράζουν αβεβαιότητα σχετικά με πιθανή ύφεση και στις ΗΠΑ.
Σημαντική πρόκληση για τη χώρα μας αποτελεί όμως και η συζήτηση που εδώ κι αρκετό διάσημα έχει εκκινήσει στην Ε.Ε. για την επαναφορά δημοσιονομικών κανόνων.
Το καθεστώς δημοσιονομικής χαλάρωσης όπως προέκυψε για την αναχαίτιση διαδοχικών κρίσεων (πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία) δεν είναι μόνιμο και θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε σύντομα χωρίς αυτό.
Τα έκτακτα μέτρα στήριξης έχει ζητηθεί να περιοριστούν ενώ οι λεγόμενες κοινωνικές πολιτικές θα οφείλουν να ακολουθούν ένα σαφώς πιο αυστηρό και σφιχτό δημοσιονομικό πλαίσιο.
Η ρήτρα διαφυγής που έδινε ευελιξία στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. αναμένεται να απενεργοποιηθεί στο τέλος του 2023, κάτι που σημαίνει πως ιδιαίτερα τα κράτη με υψηλό δημόσιο χρέος θα πρέπει να δείξουν αξιοσημείωτη προσαρμογή.
Για την Ελλάδα, ένα μόνιμο μέτωπο αποτελούν επίσης και οι σχέσεις με την Τουρκία.
Μετά τον καταστροφικό σεισμό λίγους μήνες πριν η ένταση έχει πρακτικά μηδενιστεί. Μεσολάβησαν και εκεί εκλογές με την επικράτηση Ερντογάν να επιβεβαιώνει ότι δε θα πρέπει να αναμένουμε ιδιαίτερες αλλαγές στην πολιτική της με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις σχέσεις των δύο χωρών.
Ταυτόχρονα το κλίμα γεωπολιτικής αβεβαιότητας παραμένει ευρύτερα, με τη συνεχιζόμενη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να οδηγεί σε διαρκείς εντάσεις ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία.
Όλα τα παραπάνω δημιουργούν ένα πολύπλοκο και πολυπαραμετρικό παζλ για τη χώρα μας. Καθιστούν έτσι τη διατήρηση πολύ υψηλών ρυθμών ανάπτυξης για την οικονομία μας μια δύσκολη άσκηση, μια εξίσωση με πολλές μεταβλητές και αγνώστους που μπορούν να επηρεάζουν.
Η ετοιμότητα και η προσαρμοστικότητα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες είναι απαραίτητα στοιχεία για να λυθεί μια τέτοια άσκηση. Δεν είναι όμως από μόνα τους αρκετά.
Τι μπορεί να καθορίσει λοιπόν την οικονομική αλλά και κοινωνική επιτυχία στην επόμενη μέρα που ανοίγεται μπροστά μας μετά τη διπλή εκλογική διαδικασία;
Ο συνδυασμός των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ καθώς και των αυξημένων άμεσων ξένων επενδύσεων δημιουργούν -καταρχάς- ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την οικονομία της χώρας και την ανάδειξή της σε σημαντική περιφερειακή δύναμη στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Επίσης, οι δυνατότητες που δίνουν η ψηφιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες ενισχύουν την εξωστρέφεια και την αποδοτικότητα των επιχειρήσεων και οργανισμών.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις και δημόσιοι φορείς έχουν μια μοναδική ευκαιρία να εκμεταλλευτούν την αλλαγή υποδείγματος της οικονομίας που συντελέστηκε τα τελευταία χρόνια με την καλή πορεία των οικονομικών δεικτών, τη βελτίωση της εικόνας της χώρας στους διεθνείς επενδυτικούς κύκλους, και την προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων διεθνών εταιριών – κολοσσών.
Η μεταρρυθμιστική ατζέντα πρέπει να επανεκκινήσει άμεσα κυρίως σε κρίσιμους τομείς τόσο για την οικονομία όσο και για την κοινωνική συνοχή.
Είναι κρίσιμη η ενίσχυση του φιλικού στις επενδύσεις περιβάλλοντος με την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων σε τομείς σημαντικής υστέρησης (δικαιοσύνη, πάταξη γραφειοκρατίας, φοροδιαφυγή κλπ). Είναι όμως κομβική και η συνέχιση των πολιτικών στήριξης των ευάλωτων κοινωνικών τάξεων.
Το υψηλό ποσοστό «αντισυστημικής» ψήφου που καταγράφηκε για ακόμα μια εκλογική αναμέτρηση κι έφερε στη Βουλή παρατάξεις με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δεν πρέπει να παραγνωριστεί. Χρειαζόμαστε μια οικονομική πρόοδο όπου συμμετέχουμε όλοι!
Ένα μεγάλο στοίχημα προφανώς είναι η διατήρηση και ενίσχυση της αναπτυξιακής προοπτικής, του ισχυρού brand «Ελλάδα» εκτός συνόρων.
Ως ενός brand πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας αλλά και μιας χώρας- προορισμού όχι μόνο για τουρίστες κι επισκέπτες αλλά και για επενδυτές ή και ψηφιακούς νομάδες.
Οι εκλογές έφυγαν. Το αποτέλεσμα είναι ξεκάθαρο και δεν αφήνει περιθώριο παρερμηνειών ή παρεξηγήσεων.
Η εντολή είναι η χώρα να συνεχίσει στο δρόμο που βαδίζει, με σταθερότητα, μεταρρυθμίσεις και προσαρμοστικότητα στις νέες προκλήσεις.
Οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στην επιτυχία είναι γνωστοί, είναι ευθύνη όλων να γίνει μας να γίνει συγκροτημένα η προσπάθεια.
Διαβάστε επίσης:
Γιατί είναι ορθή η αποπληρωμή των δανείων
H Goldman Sachs επιλέγει το ΧΑ – Αυξάνει την τιμή στόχο στις 1.375 μονάδες
Γιάννης Στουρνάρας: Ανάπτυξη 3,0% το 2024 και 2,7% το 2025 – Δεν είμαστε άτρωτοι