Στην διάρκεια των ομιλιών των αρχηγών κομμάτων για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, μία θέση του ΠΑΣΟΚ ήταν αξιοσημείωτη. Συγκεκριμένα, ασκώντας κριτική στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης δήλωσε ότι τα χρήματα που δόθηκαν ως ενίσχυση στην διάρκεια της πανδημίας όφειλαν να είχαν χρησιμοποιηθεί για να αλλάξει το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας.
Άριστος ο σκοπός μεν, ανέφικτη η μέθοδος δε. Αν τα χρήματα δεν είχαν δοθεί ως ενίσχυση αλλά είχαν κατευθυνθεί σε επενδύσεις (σε κτίρια, μηχανήματα, τεχνογνωσία) τότε η οικονομία θα είχε αντιμετωπίσει ύφεση βαθύτερη από αυτή που υπέστη, καθώς το ευνοϊκό αποτέλεσμα της επένδυσης δεν είναι άμεσο. Η ανεργία θα είχε αυξηθεί, η δυστυχία θα είχε μεγαλώσει, η πολιτική σταθερότητα θα είχε κλονιστεί, η κοινωνική συνοχή θα είχε διαρραγεί.
Εξάλλου, η Ε.Ε. έδωσε τα χρήματα για συγκεκριμένο σκοπό: η μοναδική επιλογή ήταν ανάμεσα στην στήριξη της θέσης εργασίας και την επιδότηση της ανεργίας. Άλλες χώρες στήριξαν την πρώτη επιλογή άλλες την δεύτερη.
Η παρατήρηση, όμως, για την ανάγκη να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας είναι ορθή, κι αυτή η στήλη το έχει επισημάνει πλειστάκις. Και είναι γεγονός ότι αν η κυβέρνηση είχε επιλέξει να επιδοτήσει την ανεργία, θα είχε γίνει ένα πρώτο βήμα για την αναδιάρθρωση της παραγωγής. Στην συγκριμένη περίπτωση της Ελλάδας, όμως, με το κοινωνικό κράτος στα χάλια που το παρέδωσε ο ΣΥΡΙΖΑ, την κοινωνία στα κάγκελα μετά από την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και την πανδημία να έχει τρομοκρατήσει τους πάντες, η επιλογή ήταν πολιτικά και κοινωνικά ορθή.
Το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης, με το οποίο πορεύεται η Ελλάδα ουσιαστικά από το 1954 δεν είναι πλέον βιώσιμο, όμως. Ο τουρισμός δεν προσφέρει εχέγγυα για δυναμική ανάπτυξη που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να μην χάσει το τραίνο της ψηφιακής επανάστασης. Από την φύση του χρησιμοποιεί εντατικά την εργασία και όχι το κεφάλαιο.
Η βιομηχανία στην Ελλάδα φθίνει—καθώς δεν υπήρξε ποτέ συνεκτική, συνεπής και διαρκής πολιτική—με τον ΣΥΡΙΖΑ και την φορολογία του, στερέωσαν τα καρφιά στο φέρετρο.
Η γεωργία παρέμεινε υποβαθμισμένη, διότι καμία κυβέρνηση δεν συνειδητοποίησε ότι το πρόβλημα είναι τριπλό: έλλειψη γνώσεων, διασπορά του κλήρου, κοινωνικό στίγμα.
Στα χρόνια των μνημονίων η οικονομία έφθινε – αυτό σημαίνει μείωση του ΑΕΠ κατά 25%. Στην τελευταία τετραετία η εικόνα αντιστράφηκε και η οικονομία πράγματι ωφελήθηκε από τις κοινοτικές ροές, τις ξένες επενδύσεις σε ακίνητα και εξαγορές εταιρειών καθώς και από τον τουρισμό.
Από τον τουρισμό η Ελλάδα δεν μπορεί να ξεφύγει – γεγονός που σημαίνει ότι για να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη απαιτείται μακρόχρονος προγραμματισμός που να λαμβάνει a priori υπόψη του τις αλλαγές που συντελούνται και όχι να βιάζεται εκ των υστέρων να ανταποκριθεί σ’ αυτές – οπότε είναι έρμαιο των επιπτώσεων των καθυστερήσεων. Πολύ απλά, σήμερα, πρώτα ξεσπάνε τα προβλήματα και μετά προσπαθούμε (όχι και πάντα) να τα λύσουμε.
Μπορεί, όμως, η χώρα να ξεφύγει από την μέγγενη εκείνων των ξένων επενδύσεων που μειώνουν το εθνικό εισόδημα, εύκολα αντιστρέφονται όταν ξεκινά η αναπόφευκτη κάμψη των κερδών και δεν οδηγούν υποχρεωτικά στην αύξηση της απασχόλησης και στην εισαγωγή νέας τεχνολογίας—για να μην αναφερθεί και το θέμα του αφελληνισμού. Η πολιτική σταθερότητα, η βελτίωση του οικονομικού κλίματος, η προοπτική της αναβάθμισης δεν φέρνουν άμεσες ξένες επενδύσεις της μορφής του λεγόμενου greenfield investment. Τα σχετικά μεγέθη που δημοσιοποιήθηκαν το αποδεικνύουν περίτρανα. Για να αλλάξει αυτή η τάση, απαιτείται συγκεκριμένη βιομηχανική πολιτική, με συγκεκριμένους στόχους, συγκεκριμένα κίνητρα και επίμονη προσπάθεια στον τομέα της προσέλκυσης.
Η λογική «φτιάξαμε το μαγαζί, ανοίξαμε με καινούργια διεύθυνση, ελάτε» αποτελεί τον απαραίτητο προθάλαμο. Δεν επαρκεί, όμως, για να μπει ο πελάτης στο μαγαζί, να καθίσει και να ξοδέψει χρήματα που θα μείνουν.
Έθνος υπηρετών της Ευρώπης εύκολα θα γίνουμε. Έθνος δημιουργών δύσκολα, με μεγάλη προσπάθεια, συνέπεια και κοινωνική συναίνεση.
Διαβάστε επίσης
Με λίγες εκπλήξεις ξεκίνησε η συζήτηση των προγραμματικών στη Βουλή