Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οικονομική πολιτική που σχεδιάζει (στον βαθμό που μπορεί) και ακολουθεί η χώρα, έχουν πίνακες για την πραγματική – σε αντίθεση με την ονομαστική—ισοτιμία του «ελληνικού» ευρώ. Δημοσιεύτηκαν από το Bruegel και είναι εργασία του καταξιωμένου Zsolt Darvas.
O Darvas υπολόγισε την πραγματική ισοτιμία με αναφορά σε τρεις βάσεις: τον πληθωρισμό, τις εμπορικές συναλλαγές με 51 χώρες και το ίδιο με 125 χώρες. Η διαφορά ανάμεσα στην ονομαστική και την πραγματική ισοτιμία είναι ότι η ονομαστική είναι αυτή που δίνουν οι χρηματαγορές, ενώ η πραγματική λαμβάνει υπόψη της τις τιμές και αντανακλά την πραγματική αγοραστική αξία του νομίσματος σε σύγκριση με ένα καλάθι προϊόντων άλλων εμπορικών εταίρων.
Το ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα που προκύπτει από τους πίνακες του Darvas είναι ότι με αναφορά και στις τρεις βάσεις το «ελληνικό» ευρώ ανατιμάται. Αυτό εκφράζεται στη διάρκεια μίας περιόδου από το 1955 μέχρι το 2022, ο δείκτης δείχνει ανοδική πορεία.
Συγκριμένα, με βάση τον δείκτη τιμών καταναλωτή η αύξηση είναι από 0,25 στο 0,33. Με βάση τις εμπορικές συναλλαγές είτε με 51 είτε με 125 άλλες χώρες ο δείκτης αυξάνεται από το 0,22 στο 0,30.
Στον πίνακα του, ο Darvas δεν δίνει ενδιάμεσες αξίες. Δεν φαίνονται έτσι οι διακυμάνσεις που αναμφισβήτητα έχουν σημειωθεί στις διάφορες περιόδους ελληνικών κρίσεων. Μερικά βασικά συμπεράσματα, όμως, της διαχρονικής τάσης ανατίμησης είναι ότι:
- Προκύπτει υπεροχή της συντηρητικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής έναντι της επεκτατικής,
- Εξηγεί μερικώς το πρόβλημα με το ισοζύγιο πληρωμών,
- Δεν φαίνεται τελικά να επηρεάζει την ανάπτυξη του τομέα των διεθνώς ανταγωνιστικών αγαθών έναντι της παραγωγής που απευθύνεται στην εγχώρια αγορά μόνο.
Η ανατίμηση ενός νομίσματος θεωρητικά κάνει τις εισαγωγές πιο φτηνές, οπότε και οδηγεί σε άνοδο τους. Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές γίνονται πιο ακριβές, οπότε χάνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και μειώνονται.
Σε μία οικονομία χωρίς πολιτικές και κρατικές στρεβλώσεις, οι αγορές θα έβρισκαν μία νέα ισορροπία, με την προσαρμογή να προέρχεται πρωταρχικά από την πλευρά της εγχώριας παραγωγής. Βλέποντας την απώλεια που φέρνει η σχετική ακρίβεια της ελληνικής παραγωγής, οι επιχειρήσεις, ιδιοκτήτες, άτομα θα όφειλαν να εξισορροπήσουν την αρνητική εξέλιξη αυξάνοντας εκείνες τις επενδύσεις που αποβλέπουν σε αύξηση της παραγωγικότητας, στην βελτίωση της ποιότητας, στην αναβάθμιση του μάρκετινγκ.
Κρίνοντας από τα αποτελέσματα αυτό δεν φαίνεται να έχει συμβεί στην Ελλάδα.
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι ιδιαίτερα στις περιόδους όπου ο Κώστας Σημίτης είχε την ευθύνη της οικονομίας (είτε ως υπουργός, είτε ως επιβλέπων πρωθυπουργός) η πολιτική της σκληρής δραχμής χρησιμοποιήθηκε ως ένα πρόσθετο και αποτελεσματικό όπλο για τον έλεγχο του πληθωρισμού. Ο Σημίτης κλήθηκε ουσιαστικά να «μαζέψει» την χαλαρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική του Ανδρέα Παπανδρέου, μετά την αντίθετη πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το ίδιο έκανε και η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Από το 2002 και μετά, η εικόνα άλλαξε ριζικά: ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε η Ν.Δ. σκέφτηκαν σε βάθος τα προβλήματα που έφερνε το ευρώ και ακολούθησαν ουσιαστικά επεκτατικές πολιτικές με κατάληξη το 2010 στα γνωστά αποτελέσματα.
Δεν είναι τώρα η ώρα να συζητηθούν τα υπέρ και τα κατά της ανατίμησης του ελληνικού ευρώ: τι σημαίνει, τι επίπτωση έχει στην μακροοικονομία και, πολύ περισσότερο, στην οικογένεια, στον πολίτη. Αποφθεγματικά και μόνο θα έλεγα ότι για, π.χ., την Γερμανία το σκληρό νόμισμα συμφέρει διότι ελέγχει τον πληθωρισμό αλλά ταυτόχρονα έχει παραγωγικό υπόβαθρο που φροντίζει με μανία να εξισορροπεί αυξάνοντας την παραγωγικότητα.
Διαβάστε επίσης
Το αβέβαιο μέλλον της οικονομίας και οι εκτός «αγοράς» κεντρικές τράπεζες
──────────────────
Εκλογές 2023
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Πρόγραμμα Υποτροφιών COSMOTE: €500.000 σε 30 πρωτοετείς φοιτητές με οικονομικές και κοινωνικές δυσκολίες
- Βρετανία: Σε υψηλό 8μήνου ο πληθωρισμός τον Νοέμβριο
- Συρία:«Η μεταβατική κυβέρνηση δεν θα πρέπει να αποκλείσει κανένα» λέει ο ηγέτης της εξόριστης αντιπολίτευσης
- Κικίλιας: Αναβαθμίζουμε το 112 για πρώτη φορά μετά το 2014