ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση στις αρχές Ιουλίου θα οδηγήσει πιθανότατα σε μια νέα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, είτε μόνη της είτε σε συνασπισμό με το ΚΙΝΑΛ. Η πολιτική θα πρέπει να παραμείνει σε μια γραμμή συνέχειας με το πρόσφατο παρελθόν και να συνεχίσει να στηρίζει την ισχυρή ανάπτυξη», επισημαίνει η τράπεζα.
Η Ελλάδα θα πραγματοποιήσει πρόωρες βουλευτικές εκλογές στις 21 Μαΐου, οι οποίες θα διεξαχθούν με ένα σχεδόν αμιγώς αναλογικό σύστημα εκπροσώπησης (με είσοδο στη Βουλή το όριο του 3%), σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε από την προηγούμενη αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2016.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, η νυν κεντροδεξιά κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (35%) κατέχει σταθερό προβάδισμα 6% – 6,5% έναντι του αριστερού και λαϊκιστικού ΣΥΡΙΖΑ (29%), με την κεντροαριστερά του ΚΙΝΑΛ να συγκεντρώνει δημοσκοπικά περίπου 10,5% και το ακροαριστερό κομμουνιστικό ΚΚΕ 6,5% περίπου. Δύο άλλα λαϊκιστικά κόμματα, το αντιευρωπαϊκό και αριστερό Μέρα25 και το δεξιό Ελληνική Λύση, θα μπορούσαν να εισέλθουν στο κοινοβούλιο, με τα δύο να συγκεντρώνουν δημοσκοπικά ποσοστά γύρω στο 4,5%.
«Ως αποτέλεσμα του μηχανισμού της απλής αναλογικής, είναι πιθανό οι εκλογές να αποδειχθούν ‘ασαφείς’, καθώς κανένα κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων δεν φαίνεται ικανό να επιτύχει την πλειοψηφία των εδρών. Κατ’ αρχήν, ένας πολύ αριστερός συνασπισμός με επικεφαλής το ΣΥΡΙΖΑ, με το ΚΙΝΑΛ ως μικρότερο εταίρο και ένα ή περισσότερα από τα άλλα αριστερά κόμματα θα μπορούσε να επιτύχει μια οριακή πλειοψηφία εδρών. Ωστόσο, αυτή η επιλογή φαίνεται να είναι ένας απομακρυσμένος κίνδυνος σε αυτό το στάδιο. Από τη μία πλευρά, το ΚΙΝΑΛ έχει απορρίψει με αποφασιστικότητα οποιοδήποτε ενδεχόμενο συμφωνίας με το ΣΥΡΙΖΑ και οποιαδήποτε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να διακινδυνεύσει αποστασίες και να οδηγήσει ακόμη και σε αλλαγή της ηγεσίας του κόμματος. Από την άλλη πλευρά, η θέση του ΚΚΕ εμφανίζεται ακόμη πιο ξεκάθαρη, διότι το ΚΚΕ έχει ιστορικά αρνηθεί να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε κυβέρνηση συνασπισμού τα τελευταία 30 χρόνια. Όσον αφορά το ΜέΡΑ25, οι ακραίες ευρωσκεπτικιστικές απόψεις του πιθανόν να το καταστήσουν ακατάλληλο ως εταίρο», εκτιμά η τράπεζα.
Τελικά, αυτή η κωλυσιεργία θα πρέπει να οδηγήσει σε δεύτερες εκλογές στις 2 Ιουλίου. Αυτές οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν βάσει ενός διαφορετικού εκλογικού νόμου, ο οποίος προβλέπει πριμοδότηση της πλειοψηφίας στο πρώτο κόμμα, σύμφωνα με νόμο που ψήφισε η νυν κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2020. Συγκεκριμένα, ο νέος μηχανισμός αποδίδει πριμοδότηση στο κόμμα με τις περισσότερες ψήφους ίση με 20 έδρες συν 1 έδρα για κάθε επιπλέον ψήφο που υπερβαίνει το 25% (δεν αποδίδεται πριμοδότηση εάν κανένα κόμμα δεν φτάσει το 25% των ψήφων). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι ένα ποσοστό ψήφων 38% θα πρέπει να είναι αρκετό για να επιτευχθεί το όριο της πλειοψηφίας των 151 εδρών.
Σύμφωνα με τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται ήδη πολύ κοντά (σε απόσταση 2-3%) στο όριο της πλειοψηφίας σε αυτή τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Αυτό θα άνοιγε δύο επιλογές: (i) μια ενιαία κομματική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αν και με πιθανώς ισχνή πλειοψηφία και (ii) μια κυβέρνηση συνασπισμού μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΙΝΑΛ ως μικρότερου εταίρου.
«Είναι πολύ νωρίς για να διαμορφωθούν ακριβείς απόψεις για τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση σε αυτό το στάδιο, δεδομένου ότι υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα ακόμη και όσον αφορά την αξιοπιστία των σημερινών δημοσκοπήσεων λόγω του υψηλού βαθμού πόλωσης του εκλογικού σώματος και ορισμένων γεγονότων που έχουν αμαυρώσει κάπως τη φήμη της Νέας Δημοκρατίας», τονίζει η JPM.
Το συμπέρασμα
«Η βασική μας άποψη είναι ότι οι εκλογές της 21ης Μαΐου είναι πιθανό να είναι ασαφείς. Μετά από μια σύντομη περίοδο αβεβαιότητας, θα πρέπει να διαφανεί αν απαιτούνται δεύτερες εκλογές. Αν αυτό προκύψει, η νέα κυβέρνηση θα εξακολουθήσει να έχει σε κυρίαρχο ρόλο τη Νέα Δημοκρατία και συνεπώς θα βρίσκεται σε ευρεία συνέχεια με την τρέχουσα διακυβέρνηση. Ένας πιθανός συνασπισμός της Νέας Δημοκρατίας με το ΚΙΝΑΛ, το οποίο μπορεί να έχει άλλη επιλογή από το να εισέλθει σε συνομιλίες για κυβέρνηση συνεργασίας, μπορεί να μετατοπίσει κάπως ορισμένες πολιτικές, όπως για παράδειγμα τη φορολογική μεταχείριση του εισοδήματος από κεφάλαιο, αλλά θα ήταν απίθανο, κατά την άποψή μας, να έχει ευρύτερο αντίκτυπο στην πολιτική ατζέντα που βασίζεται στις μεταρρυθμίσεις και στις μεγάλης κλίμακας κυβερνητικές επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (το κονδύλι των επιχορηγήσεων ανέρχεται στο 7,3% του ΑΕΠ έως το 2026)», προβλέπει ο Marco Protopapa.
«Ως εκ τούτου, συνεχίζουμε να αναμένουμε μια παρατεταμένη και ισχυρή επέκταση της ελληνικής οικονομίας. Το ελληνικό ΑΕΠ, μετά τη συρρίκνωση κατά 8,1% που σχετίζεται με την πανδημία της COVID το 2020, έχει ήδη ανακάμψει με +8,1% το 2021 και περαιτέρω 6,1% το 2022. Για το 2023, αναμένουμε περαιτέρω σταθερή ανάπτυξη γύρω στο 2,5%. Παράλληλα, αυτή η ισχυρή ανάπτυξη, ενισχύεται περαιτέρω από την έξαρση του πληθωρισμού και οδηγεί σε σημαντική μείωση του υπερμεγέθους επιπέδου του δημόσιου χρέους (-23,3% το 2022 σε 171,3%). Η Ελλάδα παραμένει ελάχιστα εκτεθειμένη στη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ χάρη στη μεγάλη διάρκεια του χρέους του επίσημου τομέα με ευνοϊκά επιτόκια (το μέσο κόστος του δημόσιου χρέους ήταν 1,4% το 2022)», καταλήγει ο Marco Protopapa.
Διαβάστε επίσης:
Δημήτρης Καινούργιος στο Mononews: Με όραμα και προτάσεις για το «Πανεπιστήμιο όλων μας»