ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Πόσες υπήρξαν οι καλλιτέχνιδες στην πορεία του χρόνου, που θα μπορούσαν να αποκληθούν «ντίβες». Σίγουρα πολύ λίγες. Όσον αφορά μάλιστα την όπερα, ακόμη λιγότερες. Με την δική μας Μαρία Κάλλας όμως, να κατέχει τον τίτλο με γράμματα κεφαλαία: DIVA. Όπως και η έκθεση του μουσείου Victoria and Albert του Λονδίνου, που κάτω από το αφιέρωμα «DIVA» φιλοξενεί σπουδαίες γυναίκες με εμβληματικές ερμηνείες, που από τα μέσα του 19ου αιώνα κυριάρχησαν στην όπερα.
«Στόχος αυτής της έκθεσης είναι να αναδείξει την ιστορία εμβληματικών ερμηνευτριών, που αμφισβήτησαν το status quo της εποχής τους με τη δημιουργικότητα, το θάρρος και τη φιλοδοξία τους και χρησιμοποίησαν τη φωνή και την τέχνη τους για να επαναπροσδιορίσουν και να διεκδικήσουν ξανά την έννοια της λέξης ντίβα», όπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης Κέιτ Μπέιλι. Γιατί το αφιέρωμα, που εγκαινιάζεται στις 24 Ιουνίου επεκτείνεται σε όλες τις ερμηνεύτριες –συν κάποιους ερμηνευτές- ως και τη σύγχρονη εποχή. Από την Εντίθ Πιάφ ως την Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και από την Μπίλι Χόλιντεϊ ως την Μπιγιονσέ, μη εξαιρουμένου του Έλτον Τζον.
«Θα είμαι πάντα τόσο δύσκολη όσο χρειάζεται για να πετύχω το καλύτερο», είχε πει κάποτε η Μαρία Κάλλας, που διεθνώς αναγνωρίζεται ως η απόλυτη ντίβα και μία από τις πιο επιδραστικές τραγουδίστριες της όπερας του 20ου αιώνα. Και η στάση της αυτή απέναντι στον εαυτό της και το ταλέντο της, όπως και άλλων ερμηνευτών είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο της ντίβας. Ένας όρος, που σημαίνει θεά στα ιταλικά, την καλλιτέχνιδα που φθάνει σε θεϊκά ύψη με την ερμηνεία της, υποδηλώνοντας και το άτομο που είναι απαιτητικό από τον εαυτό του αλλά και από τους άλλους.
Η απόλυτη ντίβα
Πέντε είναι οι μεγάλες ερμηνεύτριες της όπερας, που περιλαμβάνονται στην έκθεση, που αποθεώνει τη δύναμη και τη δημιουργικότητά τους από τη Βικτωριανή εποχή.
«Ο πρωταγωνιστικός ρόλος Μαρίας Κάλλας στην «Τόσκα» στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου το 1964 είναι κάτι που θυμόμαστε ως μια από τις μεγαλύτερες εμπειρίες όπερας όλων των εποχών», αναφέρεται στα κείμενα του μουσείου. «Παρ΄όλο που η φωνή της δεν ήταν πάντα τέλεια, ήταν άψογη στην επικοινωνία των ακατέργαστων συναισθημάτων, του πάθους και του συγκλονιστικού σασπένς», προσθέτει η αυστηρή αλλά πάντα αποθεωτική κριτική.
Στο πολύ συνοπτικό –φυσικά- βιογραφικό της αναφέρονται τα πρώτα χρόνια της Μαρίας Κάλλας (1923- 1977) στην Αθήνα και το ντεμπούτο της στην όπερα το 1941, επισημαίνοντας την καθιέρωσή της στο μπελκάντο από το 1947 και μετά, στα θέατρο της Ιταλίας. Ενώ παράλληλα στέκεται και στον γάμο της με τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι, τον πλούσιο βιομήχανο και λάτρη της όπερας, ο οποίος έγινε μάνατζέρ της και την ανέδειξε ως το νέο αστέρι.
Η μετεξέλιξη της υπέρβαρης στην αρχή της καριέρας της Κάλλας στην ιδανική εικόνα τραγουδίστριας όπερας εκείνη την εποχή είναι ένα γεγονός, που δεν περνά απαρατήρητο ούτε σ΄αυτό το αφιέρωμα: «Το 1954 έχασε ξαφνικά βάρος και η πολλά υποσχόμενη τραγουδίστρια έγινε μία λαμπερή σταρ της όπερας, με δυναμικό ταμπεραμένο, που συγκέντρωνε τα φώτα της δημοσιότητας», όπως αναφέρεται. Προσθέτοντας ακόμη, ότι τα μέσα ενημέρωσης την αποθέωναν στις εμφανίσεις της στη Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Παρίσι, «παρά τις αποχωρήσεις από παραγωγές, τους καβγάδες με τις διοικήσεις, τις απολύσεις από τη Μετροπόλιταν Όπερα στη Νέα Υόρκη και τη σχέση της με τον Έλληνα μεγιστάνα της ναυτιλίας Αριστοτέλη Ωνάση».
Μία ντίβα χωρίς άλλη συζήτηση.
Η αρχή στον 19ο αιώνα
Ως πρώτη ντίβα της όπερας όμως, αναφέρεται η Τζένι Λιντ (1820 – 1887). Και μια απόδειξη είναι, ότι γύρω στο 1847 είχε φιλοτεχνηθεί μία λιθογραφία της μεγάλης πριμαντόνας, ερμηνεύοντας το ρόλο της Αμίνα στην σκηνή της υπνοβάτιδας από το ομότιτλο έργο του Μπελίνι.
Η Λιντ είχε κάνει το ντεμπούτο της στο Λονδίνο το 1847, αλλά τα εξαιρετικά ταλέντα της είχαν γίνει θέμα συζήτησης πριν από αυτό. Το 1845 συγκεκριμένα, ένας ανταποκριτής του Illustrated London News ανέφερε, ότι στη Φρανκφούρτη, η ερμηνεία της ως Αμίνα παρακίνησε τόσο μεγάλα πλήθη, που τα παρασκήνια ήταν γεμάτα με θεατές, που ήταν αδύνατον να βρουν θέσεις στο αμφιθέατρο. Όσο για το στυλ τραγουδιού της ήταν, όπως αναφέρεται, απατηλά απλό, χαρακτηριζόμενο όμως ως ιδιοφυές.
Στο ντεμπούτο της στο Λονδίνο εξάλλου, χρειάστηκε να κάνει encore μία άρια δύο φορές ενώ ο μαέστρος πέταξε τη μπαγκέτα του και χειροκρότησε με το κοινό.
Λίγο αργότερα μια άλλη ντίβα είχε κατακτήσει το Λονδίνο, η σοπράνο Αντελίνα Πάτι (1843 – 1919). Σημειώνεται μάλιστα η τεράστια περιουσία την οποία απέκτησε η ίδια μέσω της όπερας, κάτι για το οποίο ήταν εξαιρετικά υπερήφανη.
Συγκεκριμένα όταν εμφανίστηκε στην «Τραβιάτα» του Βέρντι στο Κόβεντ Γκάρντεν, ζήτησε να αποσυναρμολογηθούν τα διαμάντια από τα κοσμήματά της, προκειμένου να ραφτούν στο μπούστο του ενδύματός της. Και καθώς επρόκειτο για πολύτιμες πέτρες, αξίας περίπου 200.000 λιρών, επιστρατεύθηκαν δύο αστυνομικοί από το κοντινό αστυνομικό τμήμα της Bow Street, οι οποίοι ανακατεύτηκαν με τη χορωδία στη σκηνή, προκειμένου να παρακολουθούν τα διαμάντια από κοντά. Οι ανταποκρίσεις της εποχής όμως, λένε ότι αποτέλεσμα ήταν εκθαμβωτικό.
Μεγάλες ερμηνεύτριες
Μια ακόμη Αγγλίδα, την μεσόφωνο Τζάνετ Μπέικερ περιλαμβάνει το αφιέρωμα, επισημαίνοντας, ότι στη δεκαετία του 1970, η γεννημένη το 1933 καλλιτέχνιδα ήταν μία από τις μεγάλες ντίβες της όπερας. Είχε τραγουδήσει στη Βασιλική ΄Οπερα, στην Όπερα του Φεστιβάλ Γγκλάιντεμπουρν, την Εθνική Όπερα της Αγγλίας και την Όπερα της Σκωτίας. Ενώ το καλοκαίρι έδινε ρεσιτάλ στα μεγάλα, βρετανικά μουσικά φεστιβάλ.
Αίσθηση προκάλεσε η ερμηνεία της στην όπερα του Μότσαρτ «Το έλεος του Τίτου» στη Βασιλική Όπερα το 1974. Οι δεξιότητές της ως ηθοποιός και τραγουδίστρια ήταν τόσο ολοκληρωμένες, που ο κριτικός Στάνλεϊ Σέιντι είχε γράψει πως «…η λεκτική περιγραφή παραπαίει μπροστά στη δύναμη της Τζάνερ Μπέικερ …τόσο παθιασμένη είναι η υποκριτική, τόσο ευγενές και τόσο λεπτό το τραγούδι της». Το 1982, στο απόγειο της καριέρας της, η Μπέικερ αποσύρθηκε από τη σκηνή.
Από τις διασημότερες σοπράνο του κόσμου, ιδιαίτερα επαινεμένη για τους ρόλους της μπελκάντο υπήρξε εξάλλου, η Τζόαν Σάδερλαντ (1926 – 2010).
Έχοντας κάνει το ντεμπούτο της στην όπερα «Διδώ και Αινείας» του Πέρσελ το 1947, πριν φθάσει στο Λονδίνο, το 1951 για σπουδές στο Royal College of Music άρχισε να τραγουδά μικρούς ρόλους, πριν οι κριτικοί επισημάνουν τις δυνατότητές της για έργα του Βέρντι ή του Βάγκνερ. Κάτι στο οποίο την βοήθησε ο σύζυγός της, ο μαέστρος Ρίτσαρντ Μπόνι, έτσι που η ερμηνεία της στο ρόλο της Λουτσία στην όπερα του Ντονιτσέτι «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» το 1959 στη Βασιλική Όπερα να την καθιερώσει αμέσως ως αστέρι.
Η φωνή της, έχοντας πλούτο και λαμπρότητα ασυνήθιστα για τις σοπράνο κολορατούρα, η ζεστασιά της και η παντελής έλλειψη επιτήδευσης την έκαναν αγαπητή στο κοινό σε όλο τον κόσμο.
Διαβάστε επίσης:
Νομισματική Συλλογή Alpha Bank: Έκθεση ωδή στη μεγάλη εφεύρεση του νομίσματος
Φρέντι Μέρκιουρι: Ένας θρύλος σε δημοπρασία – Από το βασιλικό στέμμα ως τον Πικάσο
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Τα 4+1 νέα «υπερόπλα» της ΑΑΔΕ για την φοροδιαφυγή το 2025 – Έρχεται η ειδική ομάδα «ΔΕΟΣ» για τις μεγάλες υποθέσεις
- Καιρός: Συννεφιασμένος με λίγες βροχές – Χωρίς αξιόλογες μεταβολές η θερμοκρασία
- Μιχάλης Σιαμίδης στο mononews: Κάθε επιχείρηση πρέπει να χτίσει το δικό της επιχειρηματικό μοντέλο
- Τι θα εισφέρει η Μπάρμπα Στάθης στην Ideal Holdings