ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Όταν στα μέσα Μαρτίου η κατάρρευση της Silicon Valley Bank προκαλούσε αλυσιδωτές αναταράξεις στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, φέρνοντας στο προσκήνιο συζητήσεις που είχαν να γίνουν από την κρίση του 2008, στελέχη της αγοράς και αναλυτές εμφανίζονταν διχασμένοι ως προς το βάθος και τους κινδύνους την αναταραχής.
Ορισμένοι εκτιμούσαν ότι η κρίση γρήγορα θα καταλαγιάσει, και ότι οι ρυθμίσεις που είχαν εισαχθεί στον απόηχο της προ δεκαπενταετίας Μεγάλης Κρίσης είχαν δημιουργήσει ένα πολύ πιο σταθερό χρηματοπιστωτικό σύστημα, με ισχυρές τράπεζες ικανές να αντέξουν τους κλυδωνισμούς.
Άλλοι, ωστόσο, προειδοποιούσαν ότι η τραπεζική «τρικυμία» μπορούσε να αναπτύξει μια δυναμική που θα είχε σαρωτικές επιπτώσεις τόσο για την οικονομία των ΗΠΑ – όπου μέσα στο επόμενο διάστημα πολλοί εκτιμούν ότι θα φανούν τα αποτελέσματα της επιθετικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής – όσο και για την παγκόσμια οικονομία, που φλερτάρει με την ύφεση.
Ενάμισι μήνα αργότερα και ενώ περίσσευαν οι καθησυχαστικές δηλώσεις, η κατάρρευση της First Republic Bank με την υπαγωγή της στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) και κατόπιν την εξαγορά της από την JPMorgan, ήρθε να υπενθυμίσει ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας».
Όπως μεταδίδει το Reuters, η First Republic ιδρύθηκε το 1985 από τον James «Jim» Herbert, γιο ενός τραπεζίτη στο Οχάιο, και επικεντρώθηκε από νωρίς στην παροχή μεγάλων δανείων με φθηνά επιτόκια.
Η Merrill Lynch εξαγόρασε την τράπεζα το 2007, αλλά η First Republic εισήχθη και πάλι στο χρηματιστήριο το 2010, όταν πωλήθηκε από τον νέο ιδιοκτήτη της Merrill, την Bank of America.
Το επιχειρηματικό μοντέλο της First Republic ήταν να προσελκύει πελάτες με υψηλή καθαρή περιουσία με προνομιακά επιτόκια σε υποθήκες και δάνεια.
Ωστόσο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της τράπεζας, στους πελάτες του ιδρύματος συμπεριλαμβάνονταν σχολεία και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, που μάλιστα αντιπροσώπευαν το 22% των επιχειρηματικών δανείων της.
Η First Republic δήλωσε τον Ιανουάριο ότι οι αποδόσεις των μετόχων της ήταν ανατοκιζόμενες κατά 19,5% ετησίως, ποσοστό υπερδιπλάσιο από ότι οι αντίστοιχες των ανταγωνιστών της.
Ο μέσος δανειολήπτης της που ζητούσε χρηματοδότηση για απόκτηση μιας μονοκατοικίας είχε πρόσβαση σε μετρητά ύψους 685.000 δολαρίων, σημαντικά περισσότερα από τον μέσο Αμερικανό.
Οι πρώτοι τριγμοί
Ωστόσο, σύμφωνα με το Reuters, η στρατηγική της την καθιστούσε πιο ευάλωτη από τις περιφερειακές τράπεζες με λιγότερο εύπορους πελάτες, καθώς η ασφάλιση των καταθέσεων στις ΗΠΑ εγγυάται μόνο 250.000 δολάρια ανά αποταμιευτικό λογαριασμό.
Έτσι, η First Republic είχε υψηλό επίπεδο ανασφάλιστων καταθέσεων.
Εν τω μεταξύ, η αξία του χαρτοφυλακίου δανείων και του επενδυτικού της χαρτοφυλακίου μειώθηκε με την αύξηση των επιτοκίων από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, δυσχεραίνοντας τις πιθανότητες αύξησης κεφαλαίου.
Στα μέσα Μαρτίου, ενώ το τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ κλυδωνιζόταν στον απόηχο της κατάρρευσης της SVB, για την First Republic Bank – που επίσης αντιμετώπιζε προβλήματα – επετεύχθη συμφωνία χορήγησης ενός «σωσιβίου» ύψους 30 δισεκ. δολαρίων από 11 εκ των μεγαλύτερων τραπεζών της χώρας.
Το τεράστιο αυτό πακέτο στήριξης, όπως σημειώνουν οι New York Times, βοήθησε να κατευναστούν οι φόβοι για μετάδοση της κρίσης στο υπόλοιπο τραπεζικό σύστημα, όμως δεν εξάλειψε την ανησυχία για τη βιωσιμότητα της First Republic: Η αξία της μετοχής της τράπεζας που είχε ιδρυθεί το 1985 και στις αρχές του 2023 ήταν η 14η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, κατέρρευσε μέσα σε λίγες ημέρες μετά την κρίση της SVB.
Η κρίση επιταχύνεται
Ακολούθησαν αρκετές ταραγμένες εβδομάδες κατά τις οποίες τα στελέχη της τράπεζας προσπαθούσαν να αποφύγουν την κατάρρευση, εξετάζοντας το ενδεχόμενο εισόδου μιας (ή και περισσότερων) μεγάλων τραπεζών στο μετοχικό σχήμα της First Republic Bank προκειμένου να αποφευχθεί η υπαγωγή της στην FDIC.
Όμως – όπως σημειώνει το αμερικανικό έντυπο – οι προσπάθειες έπεσαν στο κενό: Οι τράπεζες ήταν απρόθυμες να αγοράσουν είτε το σύνολο της τράπεζας είτε τμήματά της χωρίς διαβεβαιώσεις ότι δεν θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με απώλειες δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Την περασμένη εβδομάδα, μετά από μια ανησυχητική έκθεση αποτελεσμάτων στην οποία η τράπεζα αποκάλυψε ότι οι πελάτες είχαν αποσύρει ποσά μεγαλύτερα από το ήμισυ του συνόλου των καταθέσεων, κατέστη πλέον σαφές ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή εκτός από μια κυβερνητική εξαγορά.
Η δύναμη που μετατράπηκε σε αδυναμία
Πλημμυρισμένη με καταθέσεις των υπερπλουσίων της γης, η First Republic είχε δει το συνολικό ενεργητικό της να υπερδιπλασιάζεται από τα 102 δισεκατομμύρια δολάρια στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2019, όταν το προσωπικό της ανερχόταν σε 4.600 άτομα.
Αλλά η συντριπτική πλειονότητα των καταθέσεών της, όπως και εκείνες της Silicon Valley και της Signature Bank, ήταν ανασφάλιστες καθώς υπερέβαιναν το όριο των 250.000 δολαρίων που καλύπτει η FDIC.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε αναλυτές και επενδυτές: Εάν η First Republic χρεοκοπούσε, οι καταθέτες της μπορεί να μην έπαιρναν όλα τα χρήματά τους πίσω.
Οι φόβοι αυτοί αποκρυσταλλώθηκαν στα πρόσφατα τριμηνιαία αποτελέσματα της τράπεζας.
Η τράπεζα δήλωσε ότι οι καταθέτες απέσυραν περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια κατά τη διάρκεια της κρίσης του Μαρτίου, ενώ η αιμορραγία σταμάτησε μόνο όταν η ομάδα των 11 μεγάλων τραπεζών επενέβη για να τη σώσει με 30 δισεκατομμύρια δολάρια.
Παράλληλα, σύμφωνα με τους New York Times, η τράπεζα ανέλαβε υποθήκες όταν τα επιτόκια ήταν πολύ χαμηλά και τις διατήρησε στα βιβλία της αντί να τις πουλήσει σε επενδυτές.
Έτσι, το μεγάλο απόθεμα στεγαστικών δανείων της First Republic έχανε την αξία του κάθε φορά που τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων αυξάνονταν.
Την περασμένη Δευτέρα, η First Republic αποκάλυψε ότι οι πελάτες της είχαν αποσύρει καταθέσεις ύψους 102 δισεκατομμυρίων δολαρίων τους πρώτους τρεις μήνες του έτους – πολύ περισσότερο από το ήμισυ των 176 δισεκατομμυρίων δολαρίων που καταθέσεων που διατηρούνταν στην τράπεζα στο τέλος του 2022.
Κατέστη παράλληλα γνωστό ότι είχε δανειστεί 92 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως από τη Fed και τους χρηματοδοτούμενους από την κυβέρνηση ομίλους δανεισμού, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι έπρεπε να στραφεί στους δανειστές έσχατης ανάγκης του χρηματοπιστωτικού κλάδου για να διατηρηθεί εν ζωή.
Μετά τη μαζική φυγή καταθέσεων και την κατάρρευση της μετοχής της στα τέλη Απριλίου, η First Republic Bank είχε περιέλθει τις τελευταίες εβδομάδες σε μια κατάσταση πλήρους στασιμότητας: Πλήρωνε για τη χρηματοδότησή της τόσα όσα εισέπραττε από τα δάνειά της.
Από την κατάσταση αυτή δεν υπήρχε πια ορατή διέξοδος – εκτός και αν με κάποιον «μαγικό» τρόπο οι καταθέτες πείθονταν να επιστρέψουν.
Το deal με τη JPMorgan
Σύμφωνα με την JPMorgan, τα 84 γραφεία της First Republic Bank σε οκτώ πολιτείες των ΗΠΑ θα επαναλειτουργήσουν ως υποκαταστήματα της JPMorgan Chase από τη Δευτέρα, με τους πελάτες της να υπάγονται πλέον στον αμερικανικό χρηματοπιστωτικό γίγαντα.
Εξάλλου, όπως σχολιάζει το Reuters, η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ θα γίνει ακόμη μεγαλύτερη ως αποτέλεσμα της συμφωνίας για το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων της First Republic.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας θα καταβάλει 10,6 δισ. δολάρια στην αμερικανική Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC).
Η JPMorgan προχώρησε επίσης σε συμφωνία επιμερισμού των ζημιών με την FDIC για τα στεγαστικά και εμπορικά δάνεια που αγόρασε. Ωστόσο, η γιγαντιαία τράπεζα δεν θα αναλάβει το εταιρικό χρέος ή τις προνομιούχες μετοχές της First Republic.
Οι επιπτώσεις στην οικονομία των ΗΠΑ
Οι New York Times εκτιμούν ότι η κατάρρευση της First Republic θα μπορούσε να εντείνει τις ανησυχίες για οικονομική επιβράδυνση στις ΗΠΑ: Η αναταραχή που ξεκίνησε με την χρεοκοπία της Silicon Valley Bank έχει κάνει τις τράπεζες και τους επενδυτές πιο επιφυλακτικούς, λένε ειδικοί του κλάδου και οικονομολόγοι.
Και αυτή η επιφυλακτικότητα θα μπορούσε να καταστήσει τον δανεισμό πιο δύσκολο και δαπανηρό, εμποδίζοντας την επέκταση των επιχειρήσεων και τις προσλήψεις.
Έτσι, κάποιοι αναλυτές σημειώνουν ότι η κατάσχεση της First Republic και τα επακόλουθά της θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τη Fed να επιβραδύνει ή να αναστείλει το κύμα αυξήσεων των επιτοκίων, εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ ενστερνιστούν την εκτίμηση ότι η κατάρρευση της First Republic θα σφίξει ακόμα περισσότερο τις κάνουλες χρηματοδότησης από τις τράπεζες.
Άλλες περιφερειακές τράπεζες, όπως η Zions Bank της Γιούτα και η PacWest του Λος Άντζελες, σταθεροποιήθηκαν ταχύτερα από την First Republic.
Έτσι, οι τραπεζικοί αναλυτές δεν βλέπουν άλλον κίνδυνο επικείμενης κατάρρευσης.
Οι μετοχές κάθε άλλης τράπεζας του χρηματιστηριακού δείκτη S&P 500 αυξήθηκαν την Παρασκευή, ακόμη και όταν οι μετοχές της First Republic έκλεισαν με πτώση άνω του 40% εν αναμονή της εξαγοράς από τις αρχές των ΗΠΑ.
Ακόμα και έτσι, πάντως, είναι πια σαφές σε όλους ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα των ΗΠΑ αντιμετωπίζει πολλά και σοβαρά προβλήματα.
Οι πρόσφατες πτωχεύσεις και η αύξηση των επιτοκίων έχουν αναγκάσει τις τράπεζες να περιορίσουν τον δανεισμό, καθιστώντας δυσκολότερη την επέκταση των επιχειρήσεων και την αγορά σπιτιών και αυτοκινήτων από ιδιώτες.
Κάτι που οδηγεί πολλούς να κάνουν λόγο για τα πρώτα σημάδια μιας επερχόμενης ύφεσης.
O ιδρυτής Τζιμ Χέρμπερτ
Πριν από δύο μήνες, ο 78χρονος Τζιμ Χέρμπερτ θα συγκαταλεγόταν χωρίς αμφιβολία μεταξύ των πιο πετυχημένων τραπεζιτών στα ΗΠΑ. Ευφυής και δυναμικός, ο Χέρμπερτ κατέστησε την First Republic με τους εννέα υπαλλήλους 14η μεγαλύτερη περιφερειακή τράπεζα στη χώρα, με όχημα τα φθηνά δάνεια και τις εξατομικευμένες υπηρεσίες σε πλούσιους επαγγελματίες της Καλιφόρνια.
Η διαδρομή προς την κορυφή κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος. Νωρίς το πρωί της Δευτέρας 1 Μαΐου, πριν ανοίξουν οι αγορές των ΗΠΑ, οι ρυθμιστικές αρχές έκλεισαν την τράπεζα και πούλησαν το σύνολο των 93,5 δισ. δολαρίων στα οποία ανέρχονται οι καταθέσεις της καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού της στην JPMorgan.
Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις 10 Μαρτίου είχε πυροδοτήσει μια διαρροή καταθέσεων 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την τράπεζα στην οποία ο Χέρμπερτ ήταν εκτελεστικός πρόεδρος.
Ταυτόχρονα εστίασε την προσοχή στις βαθιές παθογένειες του επιχειρηματικού μοντέλου που το καθιστούν εκτεθειμένο απέναντι στην αύξηση των επιτοκίων. Η μετοχή της τράπεζας ισοπεδώθηκε με απώλειες 95% και άμεσα κυκλοφόρησε το σενάριο ανάληψής της από τη ρυθμιστική αρχή των ΗΠΑ Federal Deposit Insurance Corporation.
Ο Χέρμπερτ προειδοποίησε τους υπαλλήλους να «παραμείνουν στις επάλξεις και σε εγρήγορση», κάτι το οποίο, προφανώς αυτό δεν κατάφερε να κάνει η ίδια η ηγεσία της τράπεζας.
Οι επενδυτές, οι φίλοι και άλλοι επωφελούμενοι από τον ενθουσιασμό του Χέρμπερτ αναρωτιούνται τώρα πώς μια επιχείρηση που διευθύνεται από έναν άνθρωπο που επαινείται τόσο για την κοινή λογική και τη δέσμευσή του θα μπορούσε να έχει πέσει τόσο έξω, σχολιάζουν οι FT.
«Καλύτερα να αλλάξεις δουλειά»
Γεννημένος στο Οχάιο από κοινοτικό τραπεζίτη, ο Χέρμπερτ είχε φύγει από τη γενέτειρά του ελάχιστες φορές πριν πάρει τον δρόμο για το κολέγιο της Βοστώνης.
Η προειδοποίηση του αφεντικού του όταν εργαζόταν ως ασκούμενος στην τράπεζα Chase Manhattan, ότι «εάν δεν μπορείς να τα καταφέρεις καλύτερα από αυτό, θα πρέπει να δουλέψεις κάπου αλλού» ήταν για τη μετέπειτα πορεία του καθοριστική.
«Τα πρότυπά μου ανέβηκαν και δεν κοίταξα ποτέ πίσω», θυμάται ο ίδιος ο Χέρμπερτ.
Η φιλανθρωπική δράση
Μια παράκαμψη στην επαγγελματική διαδρομή του, σε επιχείρηση εμφιάλωσης αναψυκτικών, τον οδήγησε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου και ίδρυσε την First Republic το 1985. Από την πρώτη στιγμή, επικεντρώθηκε σε επιχειρηματίες, ξεκινώντας με πολύ μεγάλα στεγαστικά δάνεια προτού εξελιχθεί σε μια ιδιωτική τράπεζα πλήρους χαρτοφυλακίου. Η First Republic επεκτάθηκε σε οκτώ πολιτείες, και μαζί με τη σύζυγό του, Cecilia Healy, μια από τις πρώτες γυναίκες με MBA από το Χάρβαρντ, ξεκίνησαν τη φιλανθρωπική τους δράση.
«Το ενδιαφέρον και η περιέργειά του για τις τέχνες ήταν ασυνήθιστα για έναν επιχειρηματία», είπε ο Helgi Tomasson, ο συνταξιούχος καλλιτεχνικός διευθυντής του μπαλέτου του Σαν Φρανσίσκο, όπου ο Χέρμπερτ υπηρέτησε ως πρόεδρος.
Δεινός διαπραγματευτής
Απέδειξε επίσης ότι ήταν καλός στο να κλείνει συμφωνίες με τους καλύτερους της Wall Street.
Το 2007, πούλησε την First Republic στη Merrill Lynch με 40% παραπάνω από την αξία της. Όμως μετά τις εξελίξεις του 2008 για την αγοράστρια, ο Χέρμπερτ πήρε πίσω το «παιδί» του μέσω του ομίλου ιδιωτικών μετοχών General Atlantic.
Μέσα σε λίγους μήνες, διαπραγματεύονταν τη μετοχή της 70% περισσότερο από όσο την είχαν αγοράσει.
Για την επόμενη δεκαετία περίπου, ο Χέρμπερτ φάνταζε αλάνθαστος. Η First Republic πόνταρε σκληρά στη διαχείριση περιουσίας και ξεπέρασε τα 50 δισ. δολάρια σε περιουσιακά στοιχεία. Το 2014 το περιοδικό American Banker τον ανακήρυξε τραπεζίτη της χρονιάς.
Το επόμενο διάστημα ο Χέρμπερτ προσπάθησε να περιορίσει την ενασχόλησή του με τη First Republic, κάτι το οποίο δεν πήγε και πολύ καλά. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μετακόμισε στο Ουαϊόμινγκ για να είναι κοντά στα εγγόνια του και άρχισε να πουλάει το μερίδιό του περιορίζοντάς του από περίπου 1 εκατομμύριο μετοχές στα τέλη του 2019, σε περίπου 700.000 τον προηγούμενο Μάρτιο.
Οι υπόλοιπες μετοχές του, αξίας 85 εκατομμυρίων δολαρίων στις αρχές Μαρτίου, αποτιμήθηκαν σε κάτι περισσότερο από 4 εκατομμύρια δολάρια την περασμένη Παρασκευή.
Η διάδοχός του, Hafize Gaye Erkan, παρέμεινε μόλις έξι μήνες ως συν-διευθύνων σύμβουλος και η αιφνιδιαστική αποχώρησή της στις αρχές του 2022 συνέπεσε με ένα σοβαρό καρδιακό πρόβλημα που ανάγκασε τον ιδρυτή της First Republic να απομακρυνθεί από την ενεργό δράση. Όταν επέστρεψε, η Fed είχε ήδη ανοίξει τον κύκλο της αύξησης των επιτοκίων και έβαλε τον σπόρο για την κατάρρευση της περιφερειακής τράπεζας.
Μετά από χρόνια αποθέωσης από αναλυτές και Τύπο, ο Χέρμπερτ άρχισε να βάλλεται από τις αρνητικές εκτιμήσεις για τις προοπτικές της First Republic. Ήταν εμφανώς απών από την καταστροφική ανακοίνωση των οικονομικών αποτελεσμάτων την προηγούμενη εβδομάδα, που οδήγησε τις μετοχές σε νέα κατάρρευση.
«Ο Τζιμ στην ακμή του θα μπορούσε να το ανατρέψει», δήλωσε στον FT ανώτερο στέλεχος που γνωρίζει καλά τον Χέρμπερτ.
«Ήταν ένας καινοτόμος τραπεζίτης και ένας υπέροχος άνθρωπος. Αυτό [που συνέβη] είναι μια τραγωδία»