ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Η Τράπεζα της Ελλάδος προχωρά στην αναθεώρηση της προηγούμενης πρόβλεψης της -που ήθελε το ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ στο 1,5% φέτος- καθώς τα μεγέθη της ελληνικής οικονομίας εμφανίζουν δυναμική προοπτική.
Για τον Διοικητή της ΤτΕ η απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας είναι «αδιαπραγμάτευτος εθνικός στόχος» και έχει την πεποίθηση πως η Ελλάδα θα πάρει φέτος την επενδυτική βαθμίδα, που θα ανοίξει το δρόμο για να εισρεύσουν στην Ελλάδα μεγάλα κεφάλαια από funds που θα επενδύσουν σε ομόλογα, τράπεζες και θα επιδιώξουν συμμετοχή σε μετοχική σύνθεση ελληνικών επιχειρήσεων.
Ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι βρισκόμαστε κοντά στο τέλος της ανόδου των επιτοκίων –να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει ακόμα σε δύο αυξήσεις ύψους 0,25% εκάστη- και σύμφωνα με τον ίδιο το σήμα της αποκλιμάκωσης τους θα δοθεί μέσα στο 2024.
Ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης στην Έκθεση του αναφέρει ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι θωρακισμένο και δεν απειλείται από την τελευταία μεγάλη τραπεζική κρίση που ξεκίνησε από την Silicon Valley Bank στις ΗΠΑ, και «κτύπησε» την ελβετική τράπεζα Credit Suisse.
Μάλιστα πρόσφατα σε συνέντευξη του έχει υπογραμμίζει πως: οι ευρωπαϊκές τράπεζες και οι ελληνικές τράπεζες δεν έχουν καμία σχέση με τις τράπεζες που είχαμε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, σε πολύ μεγάλο βαθμό, η ρευστότητα είναι πολύ υψηλή, οι επόπτες είναι πολύ σοφότεροι, τα εργαλεία είναι πολύ περισσότερα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει δηλώσει «urbi et orbi» ότι έχει όλα τα εργαλεία διαθέσιμα -εφόσον χρειαστεί- να τα χρησιμοποιήσει και αυτό θα είναι καταλυτικό να αντιμετωπιστεί εν τη γενέσει της κάθε μορφή κερδοσκοπίας.
Και καθώς η Ελλάδα έχει μπει σε προεκλογική περίοδο ο Διοικητής της ΤτΕ θεωρεί πως δεν θα υπάρξει οικονομική αβεβαιότητα και όπως χαρακτηριστικά έχει δηλώσει: «θα υπάρξει κυβέρνηση με τον άλφα ή βήτα τρόπο», καθώς έχουμε γίνει σοφότεροι μετά τις τελευταίες κρίσεις.
Ο κ. Στουρνάρας, μιλώντας τον περασμένο Φεβρουάριο στο Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο είχε αναφερθεί στα άλματα που πέτυχε η ελληνική οικονομία τα τελευταία χρόνια και είχε σημειώσει πως:
Σήμερα οι επιδόσεις της ξεπερνούν αυτές του μέσου όρου της ζώνης του ευρώ. Επιτυγχάνει, δηλαδή, ισχυρή μεγέθυνση της οικονομίας της, πραγματική σύγκλιση του επιπέδου ευημερίας της, εφαρμόζει διαρκώς μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, πρωταγωνιστεί στη διαμόρφωση αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έχει εμπεδώσει την αξία της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και αποπληρώνει το δημόσιο χρέος της, η δυναμική του οποίου θεωρείται βιώσιμη και ανθεκτική σε αρνητικές διαταραχές.
Με αυτό τον τρόπο, η Ελλάδα έχει ανακτήσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της, πολλές φορές, μάλιστα, προβάλλοντας ως παράδειγμα αποτελεσματικότητας, όπως έχει δείξει η εμπειρία της απορρόφησης των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Βεβαίως υπάρχουν ακόμη χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα τα οποία ευθύνονται για τη σχετικά χαμηλή κατάταξη της χώρας στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών, όπως για παράδειγμα, οι καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, η ανθεκτικότητα της γραφειοκρατίας σε ορισμένους ακόμα τομείς της Δημόσιας Διοίκησης, οι καθυστερήσεις στη δημιουργία εθνικού κτηματολογίου, η σχετικά μικρή συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, η έλλειψη εργατικών χεριών σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας (παράλληλα με υψηλό ποσοστό ανεργίας), η ανθεκτικότητα της φοροδιαφυγής, ορισμένα κενά στο λεγόμενο “τρίγωνο της γνώσης” (δημόσια εκπαίδευση- έρευνα- καινοτομία), που όμως συνυπάρχει με ένα πολύ υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκό και ερευνητικό δυναμικό, και οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Σύμφωνα με την ΤτΕ το χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να αποκλιμακωθεί από 169% του ΑΕΠ το 2022 σε 160% του ΑΕΠ το 2023, κυρίως λόγω της εκτιμώμενης αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ.
Και διατυπώνεται η άποψη ότι η αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων δεν ανακόπτει την πτωτική τροχιά του δημόσιου χρέους. Η ευνοϊκή σύνθεση του δημόσιου χρέους, που αποτελείται κατά περίπου 76% από μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, η εξαιρετικά ευνοϊκή διάρθρωση των αποπληρωμών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο πλαίσιο των συμφωνιών με τους εταίρους της Ελλάδας και οι πράξεις αντιστάθμισης επιτοκιακού κινδύνου, καθιστούν το χρέος ουσιαστικά ανεπηρέαστο από τις αυξήσεις του κόστους χρηματοδότησης μεσοπρόθεσμα.
Διαβάστε επίσης
Attica Bank: Επιβεβαιώνει τη συμμετοχή της Thrivest στην ΑΜΚ με ποσό έως 64 εκατ.
Τζούρος (Πειραιώς): Στο δ’ τρίμηνο οι νέες εκδόσεις πράσινων ομολόγων στην ελληνική αγορά