«Μόλις συνάντησα έναν ύποπτο – έναν ‘‘ξένο’’ που στις 25 Οκτωβρίου του 1900 έφτασε στο Παρίσι για πρώτη φορά, για να πέσει θύμα της αστυνομίας λίγους μήνες αργότερα».

Ο ύποπτος δεν ήταν άλλος από τον Πάμπλο Πικάσο. Κι εκείνη που τον «συνάντησε», είναι η γαλλίδα ιστορικός και συγγραφέας Ανί Κοέν-Σαλάλ, βρίσκοντας τον φάκελό του στα αρχεία της αστυνομίας του Παρισιού. Ένα φάκελο τεράστιο, που μεγάλωνε κάθε χρόνο για το υπόλοιπο της ζωής του διάσημου καλλιτέχνη. Γεμάτος με αναφορές, πρακτικά ανακρίσεων, άδειες διαμονής, φωτογραφίες ταυτότητας, δακτυλικά αποτυπώματα, αποδείξεις ενοικίου και αιτήματα πολιτογράφησης, που δίνουν μια άλλη εικόνα αυτού του …επικίνδυνου αλλοδαπού.

«Ήταν μια αποστολή στο μικροσύμπαν του Πικάσο. Άνοιξα τα χιλιάδες γράμματα, που του έγραψε η μητέρα του», σημειώνει η συγγραφέας του βιβλίου «Πικάσο, ο ξένος. Ένας καλλιτέχνης στη Γαλλία, 1900 – 1973», που μόλις κυκλοφόρησε. «

Η ανακάλυψη των αστυνομικών αρχείων του Πικάσο ήταν πραγματικά ένα σοκ. Δεν μπορούσα να πιστέψω πόσες φορές χρειάστηκε να πάει στο αστυνομικό τμήμα για να πάρει την κάρτα αλλοδαπού, η οποία έπρεπε να ενημερώνεται κάθε δεύτερο χρόνο, με τα δακτυλικά του αποτυπώματα και φωτογραφίες ταυτότητας στις οποίες έμοιαζε με παράνομο. Στον φάκελο του Πικάσο, που άνοιξε το 1901, όταν δεν ήταν ακόμη 20 ετών, οι αστυνομικοί έγραψαν, ότι αντιπροσώπευε απειλή για τη χώρα».

Το επίσημο έγγραφο με την ταυτότητα του Πικάσο ως αλλοδαπού στο Παρίσι, το 1935. Αρχεία Αστυνομικής Νομαρχίας Παρισιού
Το επίσημο έγγραφο με την ταυτότητα του Πικάσο ως αλλοδαπού στο Παρίσι, το 1935. Αρχεία Αστυνομικής Νομαρχίας Παρισιού

Η σύγκριση των φακέλων

Η Ανί Κοέν-Σαλάλ, γνωστή για το έργο της «Σαρτρ: Μια ζωή» περιγράφει την έρευνά της ως «επιστημονικό κυνήγι θησαυρού» για το οποίο διασταύρωσε δεδομένα, αναζητώντας τα μεταξύ της αστυνομίας και των εθνικών αρχείων της Γαλλίας, αλλά και με τα στοιχεία από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη και την Εθνική Πινακοθήκη της Ουάσιγκτον.

Η ιστορικός και συγγραφέας Ανί Κοέν-Σολάλ
Η ιστορικός και συγγραφέας Ανί Κοέν-Σολάλ

«Έτσι μπόρεσα να συγκρίνω, για παράδειγμα, δύο αστυνομικούς φακέλους ταυτόχρονα: του Πικάσο και του Σάντε Τζερόνιμο Καζέριο, του νεαρού ιταλού αναρχικού φούρναρη, που δολοφόνησε τον γάλλο πρόεδρο Σαντί Γκαρνό, το 1894», όπως λέει. «Λοιπόν ο Πικάσο περιγράφηκε ως πολύ πιο επικίνδυνος από την αστυνομία από τον Καζέριο!».

Κατόπιν αυτών η ίδια συνειδητοποίησε, ότι τα πρώτα 45(!) χρόνια του στη Γαλλία, ο Πικάσο στιγματίστηκε με τρεις τρόπους: ως ξένος, ως αναρχικός και ως καλλιτέχνης της avant-garde που αναπτυσσόταν τότε.

Οι πληροφοριοδότες

Στο Παρίσι πράγματι, ο Πικάσο ήταν φιλικός με μια ομάδα μεταναστών, που μοιράζονταν ένα πολυπολιτισμικό υπόβαθρο και καταλάβαιναν ακριβώς, τι έκανε ο ζωγράφος στην εποχή του κυβισμού,  ενώ κανείς στο γαλλικό, καλλιτεχνικό κατεστημένο δεν κατανοούσε τις καινοτομίες του. «Αυτοί οι άλλοι μετανάστες ήταν κρίσιμοι για τη ζωή και το έργο του Πικάσο», όπως λέει η Κοέν-Σολάλ.

Καλωσόρισαν και βοήθησαν τον νεαρό, φιλόδοξο καλλιτέχνη, που στην αρχή δεν μιλούσε ούτε λέξη γαλλικά και δεν είχε ιδέα από τα παριζιάνικα ήθη. Ανάμεσα σ΄αυτήν την ομάδα όμως, ήταν και ο ισπανός  Πέρε Μανιάκ, ένας θρασύς και επιθετικός τύπος, που το 1901 κάλεσε τον Πικάσο να μείνει στο διαμέρισμά του και του οργάνωσε την πρώτη μεγάλη έκθεση στο Παρίσι, στην γκαλερί του σπουδαίου εμπόρου τέχνης Αμπρουάζ Βολάρ.

Ο Πικάσο είχε προσγειωθεί σε αυτή τη παριζιάνικη γειτονιά με τη βοήθεια ενός δικτύου Καταλανών, που είχαν εγκατασταθεί στη Μονμάρτρη τα προηγούμενα 20 χρόνια, διαφεύγοντας από την πατρίδα τους, αφού είχαν αντιμετωπίσει την αστυνομική καταστολή στο σπίτι τους. Αλλά και στη Γαλλία τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα.

Το «Λε Μπατό-Λαβουάρ» στην Μονμάρτρη, όπου έμεινε ο Πικάσο στις αρχές του 1900
Το «Λε Μπατό-Λαβουάρ» στην Μονμάρτρη, όπου έμεινε ο Πικάσο στις αρχές του 1900

Πράγματι, οι πληροφοριοδότες καραδοκούσαν στο 18ο διαμέρισμα, λίγα μόλις τετράγωνα μακριά από το στούντιο του νεαρού Πικάσο στη λεωφόρο ντε Κλισί, όπου ο καλλιτέχνης παρέμενε πλήρως επικεντρωμένος στην τέχνη του. Έχοντας κωδικά ονόματα κάθονταν πίνοντας μπύρα σε ένα καφέ στη Μονμάρτρη και  άκουγαν, παρακολουθούσαν και έκαναν ερωτήσεις.  Τέσσερεις άνδρες, επιμελείς, βαρετοί, που κρατούσαν σημειώσεις, ανέφεραν κουτσομπολιά και αντέγραφαν κείμενα.

Η αναφορά της αστυνομίας

Η πρώτη αναφορά της αστυνομίας για τον Πικάσο, που γράφτηκε από τον αστυνόμο Αντρέ Ρουκιέ είχε ημερομηνία 18 Ιουνίου του 1901. Και ήταν ένα άρθρο εφημερίδας, που είχε δημοσιευθεί την προηγουμένη, πυροδοτώντας και διαμορφώνοντας το τελικό έγγραφο. Επρόκειτο για την κριτική του Γκουστάβ Κοκιό, ο οποίος έγραφε για την κοινή έκθεση του Πικάσο και του Φραντσίσκο Ιτουρίνο, η οποία είχε ανοίξει μια εβδομάδα νωρίτερα στη γκαλερί Βολάρ.

Ο εκτενής αστυνομικός φάκελος του Πικάσο, που περιελάμβανε αναφορές, μεταγραφές ανακρίσεων και δακτυλικά αποτυπώματα του καλλιτέχνη
Ο εκτενής αστυνομικός φάκελος του Πικάσο, που περιελάμβανε αναφορές, μεταγραφές ανακρίσεων και δακτυλικά αποτυπώματα του καλλιτέχνη

Ο Κοκιό επαινούσε τον Πικάσο ως «φρενήρη εραστή της σύγχρονης ζωής» και προέβλεπε -ορθά- ότι «στο μέλλον τα έργα του Πάμπλο Ρουίζ Πικάσο θα είναι διάσημα». Αλλά ο αστυνόμος προτίμησε να επικεντρωθεί σε ένα άλλο σημείο της κριτικής, που μιλούσε για την ταπεινότητα των θεμάτων του καλλιτέχνη, όπως τα «κορίτσια με φρέσκο ​​πρόσωπο αλλά ρημαγμένη εμφάνιση», ή τους «σκύλους, τους μεθυσμένους, τους κλέφτες ή επαίτες, που είναι εγκαταλειμμένοι από την πόλη».

Στη συνέχεια, βασιζόμενος στις αναφορές των πληροφοριοδοτών, ο αστυνόμος επινόησε γρήγορα μια περίληψη: «Ο Πικάσο ζωγράφισε πρόσφατα μια εικόνα, που δείχνει ξένους στρατιώτες να χτυπούν έναν ζητιάνο, που είχε πέσει στο έδαφος. Επιπλέον, στο δωμάτιό του υπάρχουν αρκετοί άλλοι πίνακες, που δείχνουν μητέρες να εκλιπαρούν για ελεημοσύνη από αστούς, οι οποίοι τις απωθούν».

Είναι αναρχικός!

Παρασυρόμενος από την υστερία των καιρών ο Ρουκιέ μετέτρεψε επιδέξια τους πίνακες του Πικάσο σε στοιχεία, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του. Στη συνέχεια, ο αστυνομικός ανακάτεψε κουτσομπολιά, που συγκεντρώθηκαν από το θυρωρείο της πολυκατοικίας όπου διέμενε ο ζωγράφος και πρόσθεσε σαρωτικούς ισχυρισμούς και συκοφαντίες, όπως:

«Τον επισκέπτονται αρκετά γνωστά άτομα. Λαμβάνει γράμματα από την Ισπανία, καθώς και τρεις ή τέσσερις εφημερίδες, των οποίων οι τίτλοι είναι άγνωστοι. Δεν φαίνεται να χρησιμοποιεί γενική παράδοση αλληλογραφίας. Οι κινήσεις του είναι πολύ ακανόνιστες. Βγαίνει με τον Μανιάκ κάθε βράδυ και επιστρέφει παρά πολύ αργά».

Πάμπλο Πικάσο το 1908
Πάμπλο Πικάσο το 1908

Η αστυνομική έκθεση κατόπιν αυτών τελείωνε με το εκπληκτικό συμπέρασμα, ότι «ο Πικάσο συμμερίζεται τις ιδέες του συμπατριώτη του Μανιάκ, που του παρέχει άσυλο. Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρείται αναρχικός».

Μια εντελώς αυθαίρετη άποψη, όπως επισημαίνει η Ανί Κοέν-Σαλάλ, καθώς οι πληροφοριοδότες ουδέποτε είχαν εντοπίσει τον καλλιτέχνη σε κάποια αναρχική συνάντηση. «Το μόνο πράγμα που έκανε, ήταν να υπογράψει —μαζί με πολλούς άλλους— μια αίτηση τον Δεκέμβριο του 1900 για αμνηστία υπέρ των Ισπανών λιποτακτών από τον Ισπανοαμερικανικό πόλεμο του 1898».

Οι μετανάστες

«Σίγουρα, η έλλειψη στρατιωτικής πείρας του Πικάσο, μαζί με τη μετέπειτα απόφασή του να μην υπηρετήσει εθελοντικά στον Γαλλικό Στρατό κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα χρησιμοποιηθούν εναντίον του στις επόμενες αστυνομικές αναφορές», σημειώνει η ίδια στο βιβλίο της. «Στις 18 Ιουνίου, ο Ρουκιέ, οδηγούμενος από τον προσωπικό του ζήλο και τη γενικευμένη υστερία της Τρίτης Δημοκρατίας, υπέβαλε την έκθεσή του. Λίγες μέρες αργότερα, ο άμεσος προϊστάμενός του υπογράμμιζε με μανία, με κόκκινο μολύβι τις λέξεις ‘‘«πρέπει να θεωρείται αναρχικός’’. Στην πραγματικότητα, ο Πικάσο έγινε μέλος του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1944».

Σήμερα, οι 64 πίνακες που ολοκληρώθηκαν την άνοιξη του 1901 από τον 19χρονο καλλιτέχνη για την πρώτη του έκθεση σε μια παρισινή γκαλερί θεωρούνται αδιαμφισβήτητα αριστουργήματα και πωλούνται για αστρονομικά ποσά. Το 1901 ωστόσο, αυτοί οι πίνακες χρησιμοποιήθηκαν ως επαρκής αιτία για να παρακολουθήσουν και να παρενοχλήσουν τον νεαρό, που το μόνο σφάλμα του ήταν, ότι είχε αποδεχτεί την υποστήριξη των Καταλανών της συνοικίας.

«Αυτοί και άλλοι μετανάστες όμως, ήταν σημαντικοί για τον καλλιτέχνη», λέει η Κοέν – Σολάλ. «Και έτσι, αποφάσισα να εξερευνήσω ποιοι ήταν, πώς σκέφτονταν, πώς εξελίχθηκαν και πώς αλληλεπιδρούσαν με τον Πικάσο. Περιέγραψα μια ομάδα συναρπαστικών προσωπικοτήτων από τη Γερτρούδη Στάιν ως τον έμπορο τέχνης Ντάνιελ-Χένρι Κάνβαϊλερ  που εμπιστεύθηκε ο Πικάσο, τον Βίνσενς Κραμέρ μελετητή από την Πράγα και τον Καρλ Άινσταϊν, κριτικό και αφοσιωμένο διανοούμενο από την Πρωσία».

Ειδικά για τον πολύ νεαρό τότε, Κάνβαϊλερ ήταν, όπως λέει μία τέλεια επιλογή. «Γιατί ο Κάνβαϊλερ κατάλαβε το αριστούργημά του «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» (1907) πριν από οποιονδήποτε άλλον και πέτυχε να προωθήσει τα κυβιστικά έργα του Πικάσο από τη Ρωσική και την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία ως τις Ηνωμένες Πολιτείες πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάνοντάς τον πλούσιο».

«Οι δεσποινίδες της Αβινιόν», 1907
«Οι δεσποινίδες της Αβινιόν», 1907

Τα γράμματα της μητέρας

Η αποξένωση του Πικάσο εξάλλου, μετά το 1914 δίνει επίσης μια νέα διάσταση στην τέχνη του. Η Κοέν-Σολάλ υποστηρίζει, ότι ήταν δύσκολο να κατανοήσει κανείς τις διαφορετικές αισθητικές περιόδους που πέρασε ο Πικάσο, δουλεύοντας ως σκηνογράφος και σουρεαλιστής, για παράδειγμα: «Γιατί ο Πικάσο άρχισε να εργάζεται ως σκηνογράφος θεάτρου για τον Σεργκέι Ντιαγκίλεφ, τον χορογράφο των Ρωσικών Μπαλέτων, εξ αρχής; Είναι επειδή μετά τον Δεκέμβριο του 1914, όταν το απόθεμα έργων που είχε ο Κάνβαϊλερ κατασχέθηκε από την αστυνομία -επειδή ο ήταν Γερμανός πολίτης- ο Πικάσο έπρεπε να βρει άλλες επαγγελματικές επαφές, δηλαδή τρόπους, για να μπορέσει να λειτουργήσει και να παράγει έργο, προστατευμένος από το γαλλικό κράτος».

Το βιβλίο όμως, εμβαθύνει επίσης στην στενή σχέση, που είχε ο Πικάσο με τη μητέρα του, Μαρία Πικάσο Λόπεζ,  μέσα από εκατοντάδες στοργικά μηνύματα, που αντάλλασαν μεταξύ τους. «Άνοιξα ένα-ένα  τα γράμματα, παρατηρώντας τον τρόπο, που τα άνοιγε εκείνος, μερικά με τα δάχτυλά του και άλλα με ένα μαχαίρι, ανακαλύπτοντας, ότι μερικά ήταν λερωμένα από μπογιά ή από καφέ»…

Και τι σκέφτηκε η Κοέν-Σολάλ για τον Ισπανό καλλιτέχνη αφού πέρασε χρόνια κοιτάζοντας όλα τα έγγραφά του; «Σίγουρα τον βρήκα πολύ πιο συναρπαστικό μέχρι το τέλος της έρευνάς μου», όπως λέει.

Διαβάστε επίσης:

Υπάρχει και αυτή η Μύκονος. Για όσους την αναζητούν…

Τζέην Όστεν: Πωλείται το σπίτι που γεννήθηκε. Βγαλμένο σαν από μυθιστόρημά της