Οι αναλυτές της Goldman Sachs Stehn και Stott διατηρούν την άποψή τους ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ θα πραγματοποιήσει την ενδεικνυόμενη αύξηση κατά 50 μ.β. στη συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου, παρά τις πρόσφατες εντάσεις στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ.

Πρώτον, ο κίνδυνος άμεσης μετάδοσης του τραπεζικού τομέα φαίνεται περιορισμένος, καθώς η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στις αμερικανικές καταθέσεις είναι χαμηλή και το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ είναι καλά κεφαλαιοποιημένο με άφθονη ρευστότητα. Δεύτερον, οι υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν πολύ ισχυρές και βλέπουν τώρα τον πυρήνα του πληθωρισμού στο 4,2% ετησίως στο τέλος του έτους. Τρίτον, ο πρόσφατος σχολιασμός της ΕΚΤ ήταν αυστηρός (hawkish) και η πρόεδρος Λαγκάρντ τόνισε ήδη από την περασμένη εβδομάδα ότι μια περαιτέρω αύξηση κατά 50 μ.β. στη συνεδρίαση του Μαρτίου είναι «πολύ πιθανή».

Οι νέες προβολές των εμπειρογνωμόνων θα ενσωματώσουν μια σειρά από μακροοικονομικές μεταβολές που παρατηρήθηκαν από τον Δεκέμβριο, συμπεριλαμβανομένων των πιο ανθεκτικών στοιχείων δραστηριότητας, των χαμηλότερων τιμών του φυσικού αερίου, των υψηλότερων επιτοκίων και του σταθερότερου πυρήνα του επιτόπιου πληθωρισμού. «Αν και τα σχόλια αυτά προηγήθηκαν της έναρξης των τραπεζικών πιέσεων στις ΗΠΑ, βλέπουμε ευρεία υποστήριξη από το σύνολο του Διοικητικού Συμβουλίου ότι τα επιτόκια πολιτικής πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω από εδώ και πέρα για να περιοριστεί η ζήτηση και να επανέλθει ο πληθωρισμός στο στόχο.

Παρόλο που δεν μπορεί να αποκλειστεί μια σταδιακή μείωση στις 25 μ.β. την Πέμπτη, διατηρούμε επομένως την πρόβλεψή μας για αύξηση 50 μ.β.. Αναμένουμε ανοδική αναθεώρηση της ανάπτυξης και του πυρήνα του πληθωρισμού το 2023, καθοδική αναθεώρηση του πληθωρισμού σε όλο τον ορίζοντα προβλέψεων και καθοδική αναθεώρηση της ανάπτυξης και του πυρήνα του πληθωρισμού το 2025 που θα μειώνεται από 2,4% σε 2,2%», εξηγούν οι Stehn και Stott.

Οι νέες αβεβαιότητες γύρω από τις προοπτικές, ωστόσο, υποδηλώνουν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι απίθανο να παράσχει ισχυρές κατευθύνσεις για μελλοντικές αυξήσεις των επιτοκίων. Ως εκ τούτου, αναμένει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο θα τονίσει ότι οι μελλοντικές αποφάσεις εξαρτώνται από τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών στοιχείων (τα οποία παραμένουν σταθερά και απαιτούν περαιτέρω σύσφιξη), αλλά και των δεικτών χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (τους οποίους οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ θα παρακολουθούν στενά).

«Δεδομένων των πρόσφατων γεγονότων, βλέπουμε σημαντική αβεβαιότητα γύρω από τις προοπτικές της πολιτικής της ΕΚΤ μετά την τρέχουσα εβδομάδα. Η βασική μας εκτίμηση είναι ότι η ΕΚΤ θα διαχωρίσει την επιβεβλημένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής (που απαιτείται για τη διαχείριση του πληθωρισμού) από τα τυχόν απαιτούμενα μέτρα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (που απαιτούνται για τη στήριξη του τραπεζικού συστήματος) και διατηρούμε την πρόβλεψή μας για τελικό επιτόκιο 3,75%. Όμως, τα πρόσφατα γεγονότα στρέφουν σαφώς τους κινδύνους προς την κατεύθυνση μιας πρόωρης επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης και ενός χαμηλότερου τελικού επιτοκίου. Θα παρακολουθούμε, ειδικότερα, σε ποιο βαθμό η τραπεζική πίεση στις ΗΠΑ -σε συνδυασμό με τις αυξήσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί- θα περιορίσει τις συνθήκες τραπεζικού δανεισμού», καταλήγει ο αμερικανικός οίκος.

Διαβάστε επίσης:

Capital Economics: Τα μεγάλα ερωτηματικά μετά την κατάρρευση της SVB

Ebury: Οι αγορές μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank