Οι δημοσκοπήσεις – που πολύ καλά δημοσιεύονται, λες και δεν υπάρχουν οι καθημερινές στα γραφεία των δύο μεγάλων κομμάτων – δείχνουν μία κοινωνία που τείνει να τιμωρήσει την κυβέρνηση, χωρίς να ανταμείβει την αντιπολίτευση. Η ερμηνεία για προσωρινό θυμό, ενστικτώδη οργή, βαθιά απογοήτευση του πολίτη οπωσδήποτε ισχύει. Το αυτό για την τετραετή αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει, όπως και για την αδυναμία της Ν.Δ. στην αντίστοιχη χρονική περίοδο της διακυβέρνησης της να κατανοήσει την ουσιώδη σημασία της ποιότητας στην καθημερινότητα του πολίτη.
Το πρόβλημα του πολιτικού μας κόσμου είναι ότι βρίσκεται αντιμέτωπος ως σύνολο με την απώλεια της εμπιστοσύνης του εκλογικού σώματος. Όποιος διαβάζει τις δημοσκοπήσεις ψάχνοντας μόνο για το μέγεθος της ψαλίδας ανάμεσα στους δύο μεγάλους μονομάχους, επιπόλαια παραγνωρίζει τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά στήριξης για τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ, την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να ανακάμψει, την τάση να βελτιώνονται οι επιδόσεις των κομμάτων με ακραίες θέσεις.
Πολύ πιο σοβαρό, όμως, είναι το γεγονός ότι τα χαμηλά δημοσκοπικά ποσοστό σε συνδυασμό με την διαχρονικά σταδιακή διευρυνόμενη αποχή, αντανακλούν ένα θεμελιώδες πρόβλημα – την ύπαρξη ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος που απομακρύνεται από τα πολιτικά δρώμενα. Ο αποστασιοποιημένος πολίτης ανοίγει έτσι τον δρόμο στην κυριαρχία των βίαιων εκφραστών της πολιτικό-κοινωνικής απογοήτευσης, της άδικης και ανήθικης οικονομικής ανισότητας, της χαμένης προοπτικής για κοινωνική εξέλιξη, με αποτέλεσμα να τίθενται σε κίνδυνο η δημοκρατία και οι θεσμοί της.
Το σκοτεινιασμένο βλέμμα και τα σφιγμένα χείλη του πρωθυπουργού καθώς κατευθύνεται προς τον τόπο της σιδηροδρομικής τραγωδίας μάλλον αντανακλούν έναν ηγέτη που έχει ήδη βαθιά επίγνωση των άμεσων αλλά και των βαθύτερων προβλημάτων που με αφορμή τον θάνατο έρχονται στην επιφάνεια. Η προσωπική του αντίδραση και οι κατευθύνσεις που δίνει προς την κυβέρνηση και το κόμμα το αποδεικνύουν. Διότι είναι γεγονός. Στην δική του σκοπιά ξεσκεπάστηκαν επίσημα όλες οι παθογένειες τις οποίες «ο κόσμος είχε τούμπανο και διαδοχικές κυβερνήσεις κρυφό καμάρι». Κατά τα φαινόμενα, όμως, δεν είναι όλοι στην παράταξη που έχουν συνειδητοποιήσει ότι η κοινωνία αναμένει από τη Ν.Δ., απ’ όλα τα στελέχη της, και mea culpa και ουσιαστικές κινήσεις διόρθωσης και προσαρμογής– τουλάχιστον άμεσα στις μεταφορές.
Δυστυχώς, μερικά μέλη της Ν.Δ. φαίνεται πως έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους. Αυτόκλητοι διακινητές της αλήθειας και της ηθικής, όπως π.χ., ο κ. Θ. Ρουσόπουλος, ξέχασαν τις ευθύνες που οι ίδιοι φέρουν από το παρελθόν τους, δεν έχουν ενδοιασμό να επιδείξουν την αγνωμοσύνη τους, αυθαίρετα επιλέγουν να υποδείξουν στην αρχηγία της Ν.Δ. τις κινήσεις για την διαχείριση της κρίσης. Αναρωτιέται κανείς αν έχουν έστω αμυδρά ιδέα για τα ευρύτερα προβλήματα της χώρας. Οι ενδείξεις δεν πείθουν για το αντίθετο.
Άλλα, πάλι, επιλέγουν την εξαφάνιση τους από την δημοσιότητα, την σιωπή, την απόσυρση από τα κοινά – όπως π.χ., ο κ. Κώστας Τσιάρας, που υπερασπίστηκε το κόμμα με αναφορά στην προσωπική του οδύνη για προσωπικό του θέμα πριν από ¼ του αιώνα. Σεβαστή, αλλά τι σχέση έχει με την σημερινή οργή; Περισσότερο ως καπηλεία χαρακτηρίζεται παρά ως ειλικρινής ενσυναίσθηση. Για να μην μιλήσουμε για άλλους που συνεχώς ρίχνουν λάδι την φωτιά, όπως η Κα Ν. Κεραμέως με την άδικη και άκαιρη παρέμβαση της στις δραματικές σχολές, ή ο κ. Κ. Σκρέκας που έχει βάλει ως στόχο του, με τα κατάπτυστα νομοσχέδια που φέρνει στην Βουλή και μάλιστα με απόλυτα προσχηματική διαβούλευση, να ξηλώσει όλα όσα έκανε ο Κωστής Χατζηδάκης για το περιβάλλον και να γυρίσει την χώρα 30 χρόνια πίσω, κατάφορα αγνοώντας την κλιματική αλλαγή και δημιουργώντας έτσι νέες έχθρες για το κόμμα και την κυβέρνηση.
Η αξιωματική αντιπολίτευση δείχνει να είναι βαθιά χαμένη στην ιδεοληψία της κατάκτησης της εξουσίας και βαθιά νυχτωμένη για τα ουσιαστικά προβλήματα που βαρύνουν τον τόπο. Δεκαπέντε χρόνια μετά την χρεοκοπία, εξακολουθεί να αρνείται τα αίτια της, επιμένει στο ανύπαρκτο έλλειμμα δημοκρατίας (ο κ. Α. Τσίπρας που τόσο κόπτεται γι’ αυτό, όφειλε να είχε επισκεφτεί ινκόγκνιτο, π.χ. την Ανατολική Γερμανία, ας πούμε το 1980, για να ζήσει στο πετσί του τι θα πει έλλειψη δημοκρατίας), επιλέγει το ψέμα, την σύγκρουση, την ακρότητα, για να επιβιώσει ως κόμμα και να εξακολουθήσει να φαντασιώνεται ότι έτσι κατακτά την εξουσία.
Τα ανερυθρίαστα και χονδροειδή ψεύδη του κ. Χ. Σπρίτζη για τον ΟΣΕ, η θριαμβολογία του κ. Π. Πολάκη για την μη συμμετοχή της Κας Σ. Νικολάου στα ψηφοδέλτια της Ν.Δ., η κρυφή χαρά του με την διαπίστωση ότι το κόμμα δεν επιθυμεί την διαγραφή του, η συνθηματολογία που στηρίζει και υιοθετεί ο ίδιος ο αρχηγός, αποδεικνύουν το βαθύτατο έλλειμμα ηθικής που διακρίνει τον ΣΥΡΙΖΑ, την αδυναμία του να συνταυτιστεί με την ευρύτερη κοινωνία, την βαθιά έλλειψη ενσυναίσθησης και πολιτικού πολιτισμού.
Σ’ αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που φυσιολογικά το ευνοούν, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να ισορροπήσει, ανάμεσα στην αναπόφευκτη (αν και με προϋποθέσεις προσωρινή) τάση του εκλογικού σώματος να τιμωρήσει κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, τις δικές του ευθύνες από την μακρόχρονη διακυβέρνηση του και την πολιτική ανωριμότητα του κ. Ν. Ανδρουλάκη, που ξεκινά από συνταγματικά λάθη, περνά στο θάψιμο του προγράμματος, προχωρά στην έλλειψη σύγχρονου επικοινωνιακού σχεδιασμού και καταλήγει στην καθιέρωση μονοθεματικής αντιπολιτευτικής κριτικής κατά της Ν.Δ., ταυτόχρονα συρόμενος ως δεύτερο βαγόνι τραίνου πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ποιο είναι τελικά αυτό το κόμμα, το μέλλον του οποίου εξαρτάται όχι από το δικό του λόγο και την δική του πράξη αλλά, ετερόφωτα από την αποτυχία της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Με επικίνδυνα εξελισσόμενους διεθνείς οικονομικούς και γεωπολιτικούς παράγοντες και με ιδιαίτερα τοξικό εγχώριο περιβάλλον, ένας παράγων και μόνο σώζει τούτη την στιγμή την χώρα: μία κυβέρνηση που λέει «όλη την αλήθεια και μόνο την αλήθεια», πράττει με αποτέλεσμα και αποφασιστικότητα, μιλά με νηφαλιότητα, σε συνδυασμό μ’ ένα σύνολο πολιτών που μπορεί και θέλει να δει ότι το χωριό Ελλάδα κινδυνεύει. Σήμερα, μετά τις περιπέτειες και τις κρίσεις 15 ετών, η ελληνική κοινωνία, ο έλληνας πολίτης στην πλειοψηφία του, δεν έχει ανάγκη από έωλα επιχειρήματα, ακόπιαστες υποσχέσεις, πανεύκολες απλοϊκές λύσεις σε εξαιρετικά σύνθετα προβλήματα. Προσβάλλουν την εθνική του υπόσταση όπως και την διαμορφωμένη μέσα από ταλαιπωρίες προσωπικότητά του. Έχει ανάγκη και θέλει να δει πράξεις που να του διασφαλίζουν επιτέλους μία ελάχιστη οικονομική άνεση, ποιοτική παιδεία, ασφαλείς μεταφορές, αποτελεσματική περίθαλψη. Θέλει και απαιτεί μία ελάχιστη ποιότητα ζωής στην καθημερινότητά του.
Διαβάστε επίσης