ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Περιεχόμενα
Μια γυναίκα. Εννιά χρόνια μεγαλύτερη από τον καλλιτέχνη, γειτόνισσα και φίλη της οικογένειας, που ως νεαρό παλικάρι θα τον έβλεπε να παίζει στη γειτονιά… Αυτή και όχι ο σύζυγός της ήταν, σύμφωνα με τις νεότερες μελέτες η κύρια προστάτης του Βερμέερ, που είχε τον βασικό λόγο στην αγορά έργων του και που τον συμπεριέλαβε στην διαθήκη της.
Επρόκειτο για την Μαρία ντε Κνάουτ, σύζυγο του πλούσιου κατοίκου του Ντελφτ, του Πίτερ φαν Ράιφεν, ο οποίος επί δεκαετίες θεωρείτο από τους ειδικούς της τέχνης ως ο προστάτης του μεγάλου ολλανδού ζωγράφου Γιοχάνες Βερμέερ. Τριάντα επτά πίνακες του Βερμέερ έχουν διασωθεί συνολικά και από αυτούς, τουλάχιστον είκοσι είχαν αγοραστεί από την οικογένεια φαν Ράιφεν. Αλλά με τίνος πρωτοβουλία;
Στην πολυαναμενόμενη έκθεση για τον Βερμέερ στο Ράικσμουζεϊουμ του Άμστερνταμ που εγκαινιάζεται την Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου περιλαμβάνονται 28 πίνακες, περισσότεροι από κάθε άλλη έκθεση, αφιερωμένη στο ζωγράφο, και από αυτούς οι 14 προέρχονται από τη «συλλογή» των φαν Ράιφεν.
Και όπως «όλα δείχνουν, η Μαρία ντε Κνάουτ ήταν ο συλλέκτης των πινάκων», όπως επισημαίνει ο συνεπιμελητής της έκθεσης Πίτερ Ρούλοφς στον κατάλογο των έργων.
«Στην ολλανδική κοινωνία του 17ου αιώνα ως κυρία του σπιτιού η ντε Κνάουτ θα είχε πρωτοστατήσει στην επίπλωση του σπιτιού τους και στην αγορά πινάκων. Και οι πίνακες τότε, θεωρούνταν οικιακά αγαθά και επομένως μέρος της εγχώριας κατανάλωσης», προσθέτει.
Οικογενειακή συλλογή
Εξίσου σημαντικό είναι, ότι η ντε Κνάουτ άρχισε να αγοράζει έργα του γύρω στο 1657, ακριβώς την εποχή που ο Βερμέερ άλλαζε θεματολογία, από τη ζωγραφική συμβατικών θρησκευτικών και μυθολογικών παραστάσεων στη δημιουργία των συναρπαστικών σκηνών του με επίκεντρο νεαρές γυναίκες σε εσωτερικούς χώρους.
Για τους μελετητές έτσι, αυτό υποδηλώνει, ότι η ντε Κνάουτ (μαζί ή και όχι, με τον σύζυγό της) μπορεί κάλλιστα να ενθάρρυνε τον καλλιτέχνη σ΄αυτή την μεταστροφή του στην τέχνη, δημιουργώντας τον Βερμέερ, που γνωρίζει και αγαπά σήμερα το κοινό.
Έχει ενδιαφέρον επίσης, ότι με την διαθήκη της, του 1655 κληροδοτούσε στον καλλιτέχνη 500 φιορίνια, κάτι που σημαίνει, ότι ήταν φίλοι και ήθελε να συνεχίσει να του παρέχει την εύνοιά της. Στην πραγματικότητα ωστόσο, αυτό το ποσόν δεν εκταμιεύθηκε ποτέ, καθώς ο Βερμέερ πέθανε πριν από εκείνην, το 1675. Νωρίτερα εξάλλου, το 1657 ο σύζυγος της ντε Κνάουτ του είχε δανείσει 200 φιορίνια.
Ο Πίτερ φαν Ράιφεν πέθανε το 1674 και η σύζυγός του το 1681 ενώ η κόρη τους Μαγκνταλένα ένα μόλις χρόνο αργότερα, το 1682. Μετά το θάνατό της η απογραφή της περιουσίας περιελάμβανε είκοσι πίνακες του Βερμέερ που ήταν αναρτημένοι σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Ο ένας ήταν στην κουζίνα, πιθανώς «Η υπηρέτρια με το γάλα» ενώ δύο υπήρχαν στο κελάρι. Πάντως, όταν πέθανε και ο σύζυγός της, το 1695 οι κληρονόμοι του πούλησαν 21 έργα του Βερμέερ.
Με μόλις δύο πινελιές
Το βιβλίο της Τρέισι Σεβάλιερ «Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» (1999) και η ταινία που ακολούθησε έκαναν ακόμη πιο γνωστό το διάσημο έργο του Βερμέερ, το πλέον αναγνωρισμένο του καλλιτέχνη. Έτσι, αναμφίβολα αποτελεί το αστέρι της έκθεσης του Ράικσμουζεϊουμ, όπου θα παρουσιαστεί όμως, μόνον ως τις αρχές Απριλίου, αφού τότε θα πρέπει να επιστρέψει στη Συλλογή Μάουριτσχαους της Χάγης όπου ανήκει.
Είναι άγνωστο πάντως, ποιο ήταν το μοντέλο του ζωγράφου γι΄αυτόν τον πίνακα, αν και υπήρξαν εικασίες, ότι μπορεί να ήταν η μεγαλύτερη κόρη του, Μαρία, η οποία είχε γεννηθεί γύρω στο 1655. Και πάλι όμως, θα ήταν μόλις δέκα χρονών περίπου την εποχή, που το Μάουριτσχαους χρονολογεί τον πίνακα, δηλαδή στο 1665 (Το Ράικσμουζεϊουμ τον χρονολογεί μεταξύ 1664 -67).
Αλλά και ο σημερινός τίτλος του είναι φρέσκια υπόθεση, καθώς αποφασίστηκε από το Μάουριτσχαους το 1995-96 με αφορμή μια έκθεση για τον Βερμέερ. Μέχρι τότε ονομαζόταν συχνά το «Κορίτσι με το Τουρμπάνι». Και το καλύτερο: Όταν ο πίνακας εμφανίστηκε για πρώτη φορά, το 1881 θεωρήθηκε, ότι προερχόταν από ανώνυμο καλλιτέχνη και πουλήθηκε για δύο φιορίνια.
Δηλαδή περίπου ένα ευρώ!
Όσο για το μαργαριτάρι, πολλές είναι οι αμφιβολίες που εκφράζονται για την αυθεντικότητά του. Ο Πίτερ Ρούλοφς επισημαίνει, ότι ένα μαργαριτάρι αυτού του μεγέθους θα ήταν «αστρονομικά ακριβό». Για παράδειγμα το 1632 ένας ολλανδός κοσμηματοπώλης είχε πληρώσει 500 λίρες για ένα μεγάλο μαργαριτάρι που αγόρασε στο Λονδίνο για μια πριγκίπισσα (θα ισοδυναμούσε σήμερα με περίπου 100.000 λίρες).
Τον 17ο αιώνα εξάλλου, τα μαργαριτάρια προέρχονταν κυρίως από το στενό μεταξύ της Ινδίας και της σημερινής Σρι Λάνκα. Έτσι σύμφωνα με τον Ρούλοφς θεωρείται πιθανό να επρόκειτο για «απομίμηση μαργαριταριού από γυαλί, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, κατασκευασμένα από βενετσιάνους φυσητήρες γυαλιού».
Η διευθύντρια του Μάουριτσχαους όμως, Μαρτίνε Γκόσελινκ λέει πολύ απλά: Δεν είναι ούτε μαργαριτάρι ούτε γυαλί, απλά μπογιά. Ο Βερμέερ το δημιούργησε με μόλις δύο πινελιές που εφαρμόστηκαν γρήγορα».
Διαβάστε επίσης:
Πλατεία Κολωνακίου: Κηπευτικά, κατσίκες και σήμερα μπουλντόζες
Μητροπολιτικός Πόλος Ελληνικού: Η πολιτιστική διαδρομή για τους επισκέπτες
ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ
- Fitch: Επιβεβαίωσε το BBB- της Ελλάδας, διατήρησε σταθερές τις προοπτικές – Βλέπει ανάπτυξη 2,4% το 2025
- Γιατί ο Καραμανλής έκλεισε την συζήτηση για την προεδρία της Δημοκρατίας – Στήριξε τον Σαμαρά
- Πραγματική φοβέρα ή προετοιμασία για ανακωχή;
- Χρηματιστήριο: Repricing των τραπεζών, αγορές σε μετοχές με μερισματική απόδοση φέρνει η πτώση των επιτοκίων κατά 0,50% από την ΕΚΤ