Δεν έχουν τέλος οι περιπέτειες της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας με την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Το «ντου» της περασμένης εβδομάδας των στελεχών της Αρχής στα κεντρικά γραφεία της εν Ελλάδι θυγατρικής του πολυεθνικού κολοσσού Heineken που «ξεσκόνισαν» αποτελεί συνέχεια μιας περιπέτειας που για την leader της αγοράς με τον πιο επίσημο τρόπο οκτώ χρόνια πριν. Όταν, την 1η Δεκεμβρίου 2015 δημοσιοποιήθηκε η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού με την οποία της επέβαλλε πρόστιμο 31,34 εκατ. ευρώ για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης.

Η έρευνα της Επιτροπής στην αγοράς της μπίρας διήρκεσε μια δεκαπενταετία και ξεκίνησε όταν η Αθηναϊκή Ζυθοποιία είχε μερίδιο αγοράς πάνω από 70%.

1

Αυτό ακριβώς ήταν και ένα από τα σημεία στα οποία η Αθηναϊκή Ζυθοποιία εστίασε την ένστασή της για τον ορθόν της απόφασης, για την οποία ούτως ή άλλως προσέφυγε δικαστικά καταφέρνοντας να μειώσει το πρόστιμο στο διοικητικό εφετείο και όντας ακόμη σε αναμονή για την απόφαση του ΣτΕ, στο οποίο έχει προσφύγει.

«Θεωρούμε ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από την Αθηναϊκή Ζυθοποιία κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ούτε έδωσε τη δέουσα προσοχή στις θεμελιώδεις εξελίξεις που έχουν λάβει χώρα στην αγορά μπίρας όλα αυτά τα χρόνια» είχε επισημάνει παραθέτοντας τα στοιχεία για την αγορά μπύρας.

Είχε αναφερθεί στην αύξηση των εταιρειών που παράγουν και εμπορεύονται προϊόντα μπίρας από πέντε το 2000, σε πάνω από 25 το 2014, αλλά και στο γεγονός ότι το μερίδιο αγοράς της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας περιορίστηκε από 73% το 2000, σε περίπου 50% σήμερα, το 2015.

«Αυτά τα γεγονότα αποδεικνύουν με τον πιο σαφή τρόπο ότι η αγορά της μπίρας στην Ελλάδα είναι ελεύθερη και ανοιχτή στον ανταγωνισμό. Είναι ξεκάθαρο για εμάς ότι η απόφαση της Επιτροπής μεταφράζει με τρόπο άδικο το γεγονός ότι είμαστε ο μεγαλύτερος παίκτης σε αυτήν την αγορά, θεωρώντας το συνώνυμο παραβίασης του ανταγωνισμού, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι η ανάπτυξη της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας στην ελληνική αγορά έγινε μέσα από συνεχείς επενδύσεις για περισσότερα από 50 χρόνια».

Η έρευνα και η προσφυγή στα δικαστήρια

Η έρευνα  αποτυπώθηκε σε έναν ογκωδέστατο φάκελο 8.000 σελίδων και κατά τη διάρκειά της έγιναν 59 επιτόπιοι έλεγχοι σε κάβες, σούπερ μάρκετ, εστιατόρια-μπαρ καθώς και σε τρεις ζυθοποιίες. Βάσει των όσων περιέγραφε η  Επιτροπή Ανταγωνισμού, η πολιτική της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας περιελάβανε, μεταξύ άλλων, πρακτικές που κατέτειναν σε αποκλειστική προμήθεια στην αγορά επιτόπιας κατανάλωσης με τη χορήγηση σ’ αυτούς σημαντικών χρηματικών και άλλου είδους ανταλλαγμάτων υπό τους όρους όμως αποκλειστικότητας ή/και περιορισμού του εφοδιασμού τους από ανταγωνιστικούς προμηθευτές, καθώς και με την επιβολή, υπό τις αυτές πάντοτε δεσμεύσεις, εκπτώσεων πίστης και στόχων πωλήσεων.

Κατά της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού η Αθηναϊκή Ζυθοποιία άσκησε στις αρχές του 2016 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και αντίστοιχη αίτηση αναστολής εκτέλεσης.

Το Διοικητικό Εφετείο περιόρισε το ύψος του επιβληθέντος προστίμου στο ποσό των 26,733 εκατ. ευρώ και η Αθηναϊκή Ζυθοποιία κατέβαλε στο Ελληνικό Δημόσιο το υπόλοιπο ποσό των 13,225 εκατ. ευρώ.

Ακολούθησε η αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδικάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2020 ωστόσο σύμφωνα με πηγές από την εταιρεία ακόμη η απόφαση δεν έχει εκδοθεί.

Η διαμάχη με Calsberg και Βεργίνα

Η απόφαση της ΕΠΑΝΤ τότε πυροδότησε μια δικαστική διαμάχη μεταξύ της μητρικής εταιρείας με τη Βεργίνα και τη Calsberg. Οι δύο ανταγωνίστριες εταιρείες της Αθηναϊκής στην ελληνική αγορά, η Carlsberg (Ολυμπιακή Ζυθοποιία) και η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης (Βεργίνα) προσέφυγαν στην Ολλανδική δικαιοσύνη ζητώντας αποζημίωση ύψους 478 εκατ. ευρώ για κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας. Υπόθεση, η οποία ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί.

Η Βεργίνα, η οποία δεν υπέβαλε ποτέ καταγγελία στην ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού, κάτι που αντιθέτως είχε πράξει η ελληνική θυγατρική της Carlsberg, προσέφυγε στην ολλανδική δικαιοσύνη το 2017. Τότε, η ζυθοποιία είχε καταθέσει σε δικαστήριο του Άμστερνταμ αγωγή, με την οποία ζητούσε από τη Heineken και την ελληνική θυγατρική της αποζημίωση άνω των 100 εκατ. ευρώ. Εκείνη η προσφυγή δεν είχε τύχη, καθώς το δικαστήριο του Άμστερνταμ τον Μάιο του 2018 απέρριψε την αγωγή, για τον λόγο αυτό η Ζυθοποιία Μακεδονίας Θράκης προσέφυγε στο Εφετείο.

Οι  νέες καταγγελίες και ο έλεγχος των δύο ημερών

Οι ελεγκτές της Επιτροπής Ανταγωνισμού «ξεσκόνισαν» επί διήμερο τα γραφεία της Αθηναϊκής Ζυθοποιίας αναζητώντας στοιχεία που μπορεί να οδηγούν σε αντιανταγωνιστικές πρακτικές.

Το ό,τι γίνεται έλεγχος δεν προδικάζει το αποτέλεσμα και δε σημαίνει απαραίτητα ότι η εταιρεία λειτουργεί με τέτοιες πρακτικές, κάτι που αναφέρεται και από την Επιτροπή Ανταγωνισμού.

Η έρευνα έχει δύο άξονες. Ο ένας αφορά στον έλεγχο συμμόρφωσης μετά την επιβολή προστίμου και ο δεύτερος σε νέα καταγγελία που έχει γίνει από άλλη εταιρεία στην αγορά μπίρας. Η εταιρεία έχει καταθέσει επίσημα αίτημα προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού προκειμένου να της γνωστοποιηθεί το όνομα της καταγγέλλουσας εταιρείας, διαδικασία ωστόσο που απαιτεί κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να ολοκληρωθεί.

Η έρευνα με βάση την συγκεκριμένη διάταξη αφορά σε καταχρηστική συμπεριφορά επιχειρήσεων με δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Οπερ σημαίνει ότι ελέγχεται για πράξεις όπως η άμεση ή έμμεση επιβολή μη εύλογων τιμών αγοράς ή πωλήσεων, εξάρτηση σύναψης συμβάσεων ή και εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές. Αναλυτική η συγκεκριμένη διάταξη προβλέπει:

1. Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης στο σύνολο ή μέρος της αγοράς της Ελληνικής Επικράτειας.

2. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση μπορεί να συνίσταται ιδίως:

 α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη εύλογων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,

 β) στον περιορισμό της παραγωγής, της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης με ζημία των καταναλωτών,

 γ) στην εφαρμογή στο εμπόριο άνισων όρων για ισοδύναμες παροχές, ιδίως στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή άλλης συναλλαγής, με αποτέλεσμα να περιέρχονται ορισμένες επιχειρήσεις σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό,

 δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή, εκ μέρους των συναλλασσόμενων, πρόσθετων παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.

Διαβάστε επίσης

Στο μικροσκόπιο της Επιτροπής Ανταγωνισμού η Αθηναϊκή Ζυθοποιία – Τι λέει η εταιρεία στο mononews

Επιτροπή Ανταγωνισμού: Πάνω από 200 οι ανώνυμοι πληροφοριοδότες για αντι-ανταγωνιστικές πρακτικές στην αγορά