ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
«Το αυτοκίνητο που μας μετέφερε στο πορτ μπαγκάζ τράκαρε σε ένα δέντρο. Και τότε ο Μπράιαν έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά. Η τελευταία του λέξη ήταν ”γιατί”. Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος.»
Εκείνη και ο Μπράιαν, μόλις τέσσερις ημέρες παντρεμένοι, βρίσκονταν σε βίλα της Ραφήνας:
«Στις 23 Ιουλίου ο σύζυγος μου ο σύζυγός τηλεφώνησε στη μητέρα του επειδή ήταν τα γενέθλια της. Της είπε ότι την αγαπούσε. Αυτό ήταν και το τελευταίο τηλεφώνημα του. Το μεσημέρι κάναμε έρωτα για τελευταία φορά και κοιμηθήκαμε. Μετά από μία ώρα, ξύπνησα ακούγοντας τον Μπράιαν να φωνάζει το όνομα μου. Ήταν στην μπαλκονόπορτα και είχε ήδη πιάσει φωτιά ο κήπος.
Ήταν σε σοκ. Ήταν πραγματική φωτιά. Ήταν πολύ μεγάλη. Αμέσως έκλεισε τις πόρτες κι μου είπε να κλείσουμε και πίσω πόρτα. Έτρεξα και είδα ότι ο πίσω κήπος είχε πιάσει επίσης φωτιά. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε για τη ζωή μας. Φόρεσα μία λευκή ρόμπα, πήρα διαβατήρια, πορτοφόλια και τις βέρες μας. Μέσα στη βίλα υπήρχε ένα αυτοκίνητο που είχαμε νοικιάσει. Πηδήξαμε μέσα στο αυτοκίνητο και προσπαθήσαμε να ανοίξουμε τη γκαραζόπορτα. Δεν άνοιξε. Τότε καταλάβαμε ότι είχε κοπεί το ρεύμα. (…) Είδαμε ότι η φωτιά μας είχε περικυκλώσει. Καταλάβαμε ότι έπρεπε να τρέξουμε. Με βοήθησε ο Μπράιν να πηδήξω τα κάγκελα, όταν τα πήδηξα, τραυματίστηκα στο γόνατο μου, πονούσα αλλά δε σκεφτόμουν το γόνατο».
Η νεαρή γυναίκα περιέγραψε εικόνες κόλασης στην προσπάθειά τους να σωθούν:
«Υπήρχε καπνός παντού, είχε σκοτεινιάσει ο τόπος. Ήταν πολύ δύσκολο να αναπνεύσουμε. Τα μάτια μας έκαιγαν. Δεν βλέπαμε σωστά και δεν μπορούσαμε να αναπνεύσουμε. Τρέξαμε και πήγαμε δεξιά. Πιστεύαμε πως η θάλασσα ήταν προς τα εκεί. Προσπαθούμε να τρέξουμε ευθεία και δεξιά. Συναντήσαμε κάποιες γυναίκες και φαινόντουσαν σαν να ερχόντουσαν από τη θάλασσα. Εμφανίστηκαν από το πουθενά μέσα στο καπνούς. Μας είπαν να μην πάμε εκεί. Κατάλαβα πως είχε πιάσει φωτιά το φόρεμα και τα πόδια μου. Ο Μπράιαν έσβησε τη φωτιά με τα χέρια του.
Συνεχίσαμε να τρέχουμε, ίσως πήγαμε πίσω από την κατεύθυνση που είχαμε έρθει, δε ξέρω. Ήταν σαν ένας τυφώνας από φωτιά. Είχανε πιάσει φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα μου. Φτάσαμε στο δρόμο και είδαμε 4-5 πολυ μικρά παιδιά. Δεν υπήρχε ενήλικος. Τα πήραμε στην αγκαλιά μας και αρχίσαμε να τρέχουμε. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίντοο. Το σταματήσαμε, βάλαμε τα παιδιά μέσα. Καταλάβαμε ότι δεν υπήρχε χώρος για εμάς.
Ζήτησα από τον οδηγό να μας βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Άρχισε το αυτοκίνητο να τρέχει και αισθαβόμαστε ότι πήγαινε σε ανηφόρα. Οι φλόγες μας ερχόταν συνεχώς κατά πάνω μας, μας έφτυναν. Το χέρι μου κόλλησε στο καπό. Όλο το σώμα μου είχε πιάσει φωτιά. Φωτιά έπιασαν και τα ρούχα του Μπράιαν. Το αυτοκίνητο ξαφνικά τράκαρε σε ένα δέντρο. Το δέντρο έπεσε πάνω σε εμάς, ο Μπράιν άρχισε να φωνάζει και δεν μπορούσα να τον κρατήσω από το χέρι. Έπεσε από το αυτοκίνητο μέσα στη φωτιά. Η τελευταία του λέξη ήταν ”γιατί”.
Προσπάθησα να του φωνάξω, ήθελα να ακούσει πόσο τον αγαπούσα και ότι ήταν ο καλύτερος σύζυγος. Ήξερα ότι είχε πεθάνει, εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά και τον άκουσα να φωνάζει. Καθόμουν στο πορτ μπαγκαζ και αισθάνθηκα ότι ήταν το φέρετρο μου. Δεν μπορώ να περιγράψω τον πόνο. Το πρόσωπο μου άρχισε να λιώνει και καθόμουν και περίμενα το θάνατο μου.
Ήταν σαν φαντάσματα να βγαίνουν από καπνούς. Ένας πυροσβέστης, ήρθε και με έπιασε, με αγκάλιασε και με έβγαλε από το αυτοκίνητο. Νομίζω ότι ήρθε γιατί με άκουσε να φωνάζω το όνομα Μπράιν. Με άρπαξε, με αγκάλιασε, με έβγαλε και με πέρασε μέσα από φωτιά. Με πήγε μέσα σε ένα φορτηγό που φαινόταν της πυροσβεστικής. Του ζήτησα να γυρίσει να πάρει τον Μπράιαν αλλά πιστεύω δεν με κατάλαβε. Άρχισε να τρέχει ο οδηγός με μεγάλη ταχύτητα και μου μιλούχε για να με ηρεμήσει. Κοίταξα τα χέροα μου, είχε αρχίσει να βγαίνει το δέρμα μου, ήταν σαν ταινία τρόμου, από το ένα μάτι δεν έβλεπα. Τα μαλλιά μου, είχε κολλήσει στο σώμα μου.
Τους ζητούσα συνέχεια να ψάξουν το Μπράιαν. Πίστευα ότι κάποιος τον είχε σώσει κι αυτό. Ένας ανθρωπος μου είπε ότι ήταν επικίνδυνο να γυρίζει κάποιος πίσω».
Στο νοσοκομείο η Ιρλανδή βίωσε μία νέα κόλαση:
Η πρώτη της επαφή με το ελληνικό σύστημα υγείας δεν ήταν η καλύτερη.
«Τους παρακαλούσα να μου δώσουν κάτι για τον πόνο. Δεν απάντησαν. Έκλαιγα. Φώναζα και ζητούσα βοήθεια. Πίστευα ότι θα πεθάνω και άρχισαν να γελάνε. Δε γνωρίζω γιατί γέλαγαν και ένας που μίλαγε καλά αγγλικά μου είπε να σκάσω και έσκασα. Αισθανόμουν έτσι κι αλλιώς ότι θα πεθάνω. Με πήγαν στο νοσοκομείο, τότε, κατάλαβα πως τόσος κόσμος έχει καεί. Παντού όλοι φώναζαν και έκλαγαν και μοίραζε καμμένο δέρμα. Ήμουν εκεί για μεγάλο διάστημα όπως κι άλλοι. Ήταν κόλαση. Κατάλαβα ότι είχα ακόμα την τσάντα μου. Με έβγαλαν από τα επείγοντα, με πήγαν σε άλλο όροφο και νομίζω πως ήταν επειδή είχα ιδιωτική ασφάλιση. Με έβαλαν σε δωμάτιο με παράθυρο. Έβλεπα το πρόσωπο μου. Το μισό πρόσωπο είχε μαυρίσει και λιώσει. Το μάτι μου ήταν κλειστό. Τώρα μπορώ να δω.
Ήμουν στο κρεβάτι και πόναγα. Πρέπει να ήταν νύχτα. Ζήτησα μία νοσοκόμο, κάτι για τον πόνο, δε μου έδωσε σημασία, της ξανά ζήτησα και μου είπε δεν μπορώ μέχρι να έρθει γιατρός. Καθόμουν και περίμενα να πεθάνω. Αισθανόμουν ότι όλο το σώμα μου τρώγονταν. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα θάνατο. Ήρθε μία γυναίκα από την Ιρλανδική πρεσβεία. Την αναγνώρισα. Αποδείχθηκε ότι ήμασταν μαζί στο κολέγιο και σπουδάσαμε αρχαία ελληνικά. Για αυτό ήρθαμε εδώ. Ήταν το όνειρο μου. Ο Μπράιαν μου είχε πει ότι θα είχε πολύ ζέστη. Ήταν σαν να είχα ένα άγγελο δίπλα μου. Της είπα τα πάντα. Είδα το σύζυγο μου να πεθαίνει. Δεν ήθελα να το πιστέψω. Την παρακάλεσα να βρει τον Μπράιαν».
Η εγκαυματίας νοσηλεύτηκε 1 μήνα σε ιδιωτική κλινική και υποβλήθηκε και 30 με 33 χειρουργεία, όπως κατέθεσε.
Διαβάστε επίσης: