Η μετοχή της Alpha Bank είναι στις δέκα κορυφαίες επιλογές του επενδυτικού οίκου της JP Morgan για την περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA) και είναι η πρώτη φορά μετά το 2014 που συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Εντός της αναδυόμενης Ευρώπης, η εγχώρια αγορά και ο δείκτης MSCI Greece, παρά την ουδέτερη σύσταση, είναι η προτιμώμενη αγορά της P Morgan, όπως αναφέρει ο David Aserkoff, που προτιμά την Ελλάδα για την ανάπτυξή της και αυτό εκφράζεται και μέσω της Alpha Bank που συμμετέχει στις επιλογές CEEMEA Strategy Top 10.

1

Η Ελλάδα φαίνεται να έχει λιγότερες επιπτώσεις από τις αντίστοιχες χώρες της ΕΕ από τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου και οι προοπτικές ανάπτυξης για το επόμενο έτος φαίνονται σταθερές, καθώς τα κεφάλαια της ΕΕ θα παίξουν το ρόλο τους, εξηγεί η JP Morgan. Η εξυγίανση των τραπεζών έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, οι θέσεις των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων είναι ακόμη μικρές, αλλά η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη αποτελεί πρόβλημα και το μέγεθος της αγοράς είναι μικρό, εξηγεί η JPM. Oι ισολογισμοί των τραπεζών έχουν καθαρίσει με επιτυχία και το μακροοικονομικό σκηνικό είναι θετικό και πιο ανθεκτικό στην ευρωπαϊκή ύφεση από ότι το μεγαλύτερο μέρος των χωρών Tσεχίας, Πολωνίας και Ουγγαρίας (CE3).

«Έχουμε αφήσει την Ελλάδα στην άκρη στη στρατηγική μας για τη ζώνη της CEEMEA τα τελευταία δύο χρόνια. Ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα μικρό μέρος των αγορών που παρακολουθούμε, με ποσοστό 2,1% του δείκτη MSCI EMEA και 0,30% του MSCI EM», εξηγεί η JPM. Η τιμή στόχος για τον δείκτη MSCI Greece είναι 18,4 μονάδες από 17 μονάδες και ανοδικό περιθώριο 8%. Στο θετικό σενάριο της JPM, ο δείκτης μπορεί να ανέλθει έως και 15% ενώ στο κακό σενάριο, το περιθώριο πτώσης είναι 25%. Η αγορά αποτιμάται με 11,5 φορές τον δείκτη P/E.

Από την πλευρά των μακροοικονομικών στοιχείων, η Ελλάδα είχε τη δεκαετία του 2010 με το κατά κεφαλήν εισόδημα μειωμένο κατά 28% από την κορύφωση του 2007 σε πραγματικούς όρους έως το 2020 (ακόμη -18% το 2022). Η πτώση του κατά κεφαλήν εισοδήματος είναι πραγματικά συγκρίσιμη μόνο με τους εμφύλιους πολέμους, το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης, κ.λ.π. Οι ταπεινώσεις για το μέσο Έλληνα περιλαμβάνουν τα capital controls που είναι δύσκολο να εξηγηθούν στο πλαίσιο μια νομισματικής ένωσης και επιβλήθηκαν τον Αύγουστο του 2015 και διήρκεσαν για τέσσερα χρόνια.

Το μέλλον είναι τώρα και αυτό περιλαμβάνει μια πιο σίγουρη αναπτυξιακή πορεία από τις χώρες του CE3: Η πορεία ανάκαμψης για την Ελλάδα φαίνεται πιο ξεκάθαρη και πιο σίγουρη στον απόηχο της μετα- COVID της ΕΕ με τα πακέτα βοήθειας. Επιπλέον, οι σχέσεις Ελλάδας-ΕΕ έχουν αυξηθεί απότομα και βελτιώθηκαν σημαντικά υπό την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία ανέλαβε την εξουσία μετά τις εκλογές του 2019. Η Ελλάδα μπόρεσε να καλύψει μερίδιο των κονδυλίων του NGEU, το οποίο θα βοηθήσει στο επόμενο σκέλος της ανάπτυξης.

«Συμφωνούμε με την αξιολόγηση του ΔΝΤ ότι το NGEU στηρίζει και χρηματοδοτεί τις μεταρρυθμίσεις που είναι ζωτικής σημασίας για την αύξηση της διαρθρωτικής ανάπτυξης. Το σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της κυβέρνησης έχει ήδη αποκαλύψει 1,8 δισ. ευρώ (περίπου 1% του ΑΕΠ) με άλλα 8 δισ. ευρώ σε έργα σε προηγούμενα στάδια. Συνολικά, η κυβέρνηση σχεδιάζει 32 δισ. ευρώ από το 2021-26», επισημαίνει η JPM.

Η πανωλεθρία της προηγούμενης δεκαετίας άφησε το ελληνικό ιδιωτικό τομέα υπομοχλευμένο με το χρέος των νοικοκυριών/ΑΕΠ από τα χαμηλότερα επίπεδα στην Ευρώπη. Βλέπουμε αυτά τα χαμηλά επίπεδα χρέους του ιδιωτικού τομέα ως ευκαιρία για τις ελληνικές τράπεζες. Οι χαμηλές αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών υποδηλώνουν περιορισμένη εμπιστοσύνη στη μεσοπρόθεσμη αύξηση του δανεισμού.

Διαβάστε επίσης

Όλο το παρασκήνιο για την Alpha Bank: Γιατί ο Holterman αγοράζει και γιατί ο Πόλσον πουλάει (και ΕΥΔΑΠ)