Το στίγμα της ημέρας το δίνουν, λοιπόν, άλλες εξελίξεις—αυτές στον τραπεζικό τομέα.
Η αναβάθμιση της Πειραιώς από την DBRS έρχεται μετά από την διπλή αναβάθμιση που έχει κάνει η Morgan Stanley και βασίζεται κυρίως στην πετυχημένη διαχείριση κινδύνων που έχει κάνει η διοίκηση Μεγάλου, γεγονός που δημιουργεί προσδοκίες για βελτιωμένη εσωτερική ροή κεφαλαίων.
Στην Άλφα, η σταδιακή αποχώρηση του Paulson εξισορροπείται κατά τα φαινόμενα από το αυξημένο ενδιαφέρον της Reggeborgh.
Οι Ολλανδοί άμεσα πλέον δηλώνουν ότι ήρθαν στην Ελλάδα για να μείνουν – εξάλλου, όσοι γνωρίζουν τον Henry Holterman δεν περίμεναν διαφορετική στρατηγική.
Αποφάσισε να παίξει παιγνίδι στον τομέα των υποδομών, διορατικό και συμφέρον είναι να θέλει ισχυρές βάσεις και προσβάσεις στον τραπεζικό τομέα.
Αν οι εξελίξεις ακολουθήσουν τον δρόμο που έχει σχεδιάσει μέσα στο 2023 θα είναι ο μεγαλύτερος μέρος της Άλφα.
Η προοπτική αυτή δεν εξηγεί υποχρεωτικά την μεγάλη επιτυχία στην έκδοση του ομολόγου της τράπεζας, καθώς η απόδοση του 8% είναι ιδιαίτερα ελκυστική σε παγκόσμιο επίπεδο. Φέρει, εξάλλου, ισχυρές εγγυήσεις (senior preferred) με βραχυχρόνιο ορίζοντα και την, έξυπνη από πλευράς διοίκησης, ενσωμάτωση της δυνατότητας ανάκλησης σε 3,5 χρόνια, δηλαδή ένα χρόνο νωρίτερα από την λήξη.
Είναι, όμως, γεγονός ότι το ενδιαφέρον της Reggeborgh «μετρά» θετικά στα μάτια των επενδυτών.
Αντίθετα με τα λεγόμενα από ορισμένους κύκλους, η τοποθέτηση της Morgan Stanley δεν φαίνεται να έχει λειτουργήσει αρνητικά.
Έχοντας συστήσει στους επενδυτές ενισχυμένη θέση (overweight) για την Πειραιώς και την Eurobank και αυτοσυγκράτηση (equal weight) για την Άλφα, η Morgan Stanley εκφράζεται μεν επιφυλακτικά για το αποτέλεσμα του bras de fer μεταξύ υπουργείου οικονομικών και τραπεζών, αλλά φαίνεται μάλλον να προεξοφλεί έναν έντιμο συμβιβασμό, που δεν θα έχει ιδιαίτερες επιπτώσεις στις εισοδηματικές ροές.
Η μάχη, στην ουσία, δεν θα δίνεται στο θέμα της στήριξης των ευάλωτων νοικοκυριών – εκεί οι τράπεζες γνωρίζουν ότι το παιγνίδι έχει χαθεί. Κι αν δεν έχει χαθεί λόγω της κυβερνητικής εμμονής, έχει χαθεί στο μέτωπο της κοινής γνώμης.
Η πραγματική μάχη δίνεται στο θέμα των χρεώσεων/προμηθειών, διότι είναι μεν υψηλές αλλά έχουν άμεση επίπτωση στο καθαρό εισόδημα, καθώς καλύπτουν πάνω από το 1/4των λειτουργικών τους εσόδων.
Αν οι υπολογισμοί που κάνει η Nida Iqbal της Morgan Stanley είναι ακριβείς, μία μείωση 0,01% στα έσοδα αυτά υπολογιζόμενη ως ποσοστό επί των στοιχείων ενεργητικού μπορεί να επιφέρει μείωση της τάξης του 0,8% – 1,2% στο μετά τον φόρο καθαρό εισόδημα.
Το ερώτημα είναι αν όλα αυτά έχουν σημασία που να ξεπερνά το άμεσο ενδιαφέρον των επενδυτών για τα παιγνίδια σορταρίσματος ή, σε μία καλύτερη εκδοχή, για τα αποτελέσματα τριμήνου; Διότι, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην μείωση των κόκκινων δανείων, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διαρθρωτικές αδυναμίες – πέρα από αυτές που έρχονται σταδιακά στην επιφάνεια για πολλές τράπεζες σε παγκόσμιο πλαίσιο.
Αχνά, ομολογουμένως, αλλά όχι ανυπόστατα σημάδια δείχνουν ότι το σύστημα με μικρά βήματα αλλάζει σελίδα.
Μεγαλύτερη αποφασιστικότητα θα μπορούσε να μοχλεύσει το ενδιαφέρον των σοβαρών ξένων επενδυτών και να καταφέρει έτσι να γίνει ξανά ο σημαντικός και αποτελεσματικός κρίκος μεταξύ αποταμιευτών και επενδυτών.
Το δάνειο χωρίς ή με ελάχιστο ρίσκο δεν αποτελεί πρόοδο και δεν συνεισφέρει στην ανάπτυξη στους σύγχρονους καιρούς μας.
Διαβάστε επίσης
«Απατεώνες» με «καραμπινάτα κακουργήματα»