Tο μέλλον του τραπεζικού τομέα συζήτησαν στο φετινό Athens Innovation Forum, οι επικεφαλής Λιανικής Τραπεζικής των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της χώρας, κ.κ. Ιάκωβος Γιαννακλής από την Eurobank, Χριστίνα Θεοφιλίδη από την Εθνική Τράπεζα, Βασίλης Κουτεντάκης, από την Τράπεζα Πειραιώς και Ισίδωρος Πάσσας, από την Alpha Bank.

 Η συζήτηση που συντόνισε ο κ. Παναγιώτης Πολύδωρος, Country Manager της Mastercard για Ελλάδα, Κύπρο και Μάλτα, επικεντρώθηκε στα ζητήματα και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός κλάδος σήμερα, μέσα από τη δυναμική μεταστροφή των καταναλωτών στα ψηφιακά εργαλεία, αλλά και των αντίστοιχων κινδύνων που ελλοχεύουν στο περιβάλλον αυτό. Μέσα από τις τοποθετήσεις των τεσσάρων στελεχών, υπογραμμίστηκε το μεγάλο περιθώριο για περαιτέρω ανάπτυξη, ενώ αναδείχτηκε ο τρόπος που τα τραπεζικά ιδρύματα εξελίσσουν τις λειτουργίες και τα προϊόντα τους, προσαρμοζόμενα στις νέες συνθήκες, δίνοντας ουσιαστικά μία εικόνα από την τραπεζική του μέλλοντος.

«Κάποιος θέλει να αγοράσει ένα σπίτι. Δεν θέλει να πάρει στεγαστικό δάνειο, αλλά αυτό είναι μία αναγκαιότητα, προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του. Έτσι, εάν οι τράπεζες μπορούσαν να λειτουργήσουν ως aggregator και εκτός από τη χορήγηση του δανείου τον βοηθούσαν, για παράδειγμα, να βρει το σπίτι ή παρέμεναν δίπλα του και μετά την αγορά, τότε ο ρόλος τους θα ήταν πολύ πιο σημαντικός», ανέφερε ο κ. Ιάκωβος Γιαννακλής, με τον κ. Βασίλη Κουτεντάκη, να σχολιάζει πως  οι καταναλωτές θα έχουν πάντοτε την ανάγκη για συμβουλές σε πολύπλοκα θέματα, όπως οι επενδύσεις ή τα επιχειρηματικά δάνεια.

«I don’t want to see you when I don’t want to see you, but i want to see you when I want to see you (Δεν θέλω να σε δω όταν δεν θέλω να σε δω, αλλά θέλω να σε δω όταν θέλω να σε δω). Με τη φράση αυτή ο γενικός διευθυντής Retail Banking της Alpha Bank, κ. Ισίδωρος Πάσσας περιέγραψε τη σχέση που αναζητούν οι πελάτες από τις τράπεζες, ενώ η γενική διευθύντρια Retail Banking της Εθνικής Τράπεζας, κυρία Χριστίνα Θεοφιλίδη, εξέφρασε τη βεβαιότητα πως το τραπεζικό σύστημα που έχει αποδειχθεί ευέλικτο, ευπροσάρμοστο και ανθεκτικό απέναντι στις διάφορες κρίσεις, είναι σε θέση να αντιμετωπίσει οτιδήποτε επιφυλάσσει το μέλλον, ευκαιρίες, αλλά και προκλήσεις.

Από την πλευρά της η κα. Θεοφιλίδη αναφέρθηκε στους λόγους πίσω από το ζωηρό ενδιαφέρον διεθνών παικτών για τον τομέα πληρωμών στην Ελλάδα. «Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον για τον τομέα των πληρωμών, τόσο στην Ελλάδα, όσο και γενικότερα. Αυτό το ενδιαφέρον εδράζεται αφενός, στην ανάπτυξη, την οποία αναμένεται να δούμε τα επόμενα χρόνια και αφετέρου, στο γεγονός ότι οι πληρωμές αποτελούν την πρώτη ‘πύλη εισόδου’ στην αγορά για νέες τράπεζες και εταιρείες fintech. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες αναζητούν να ενισχύσουν τη μετοχική τους θέση και τα carve outs εξετάζονται πάντα όταν πρόκειται για τη βελτίωση του ισολογισμού. Αυτοί οι τρεις παράγοντες οφείλονται για το θερμό ενδιαφέρον από διεθνείς παίκτες, ενώ η κάθε τράπεζα ακολούθησε τη δική της στρατηγική», ανέφερε.

«Στην Εθνική Τράπεζα αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε στρατηγική συνεργασία με έναν τέτοιο διεθνή παίκτη. Πιστεύουμε στην ανάπτυξη του τομέα αποδοχής καρτών και γι’ αυτό διατηρήσαμε ένα σημαντικό ποσοστό, προσδοκώντας σε μελλοντική αύξηση των εσόδων», ανέφερε η κα Θεοφιλίδη.

«Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον για τον τομέα των πληρωμών, τόσο στην Ελλάδα, όσο και γενικότερα. Αυτό το ενδιαφέρον εδράζεται αφενός, στην ανάπτυξη, την οποία αναμένεται να δούμε τα επόμενα χρόνια και αφετέρου, στο γεγονός ότι οι πληρωμές αποτελούν την πρώτη ‘πύλη εισόδου’ στην αγορά για νέες τράπεζες και εταιρείες fintech. Παράλληλα, οι ελληνικές τράπεζες αναζητούν να ενισχύσουν τη μετοχική τους θέση και τα carve outs εξετάζονται πάντα όταν πρόκειται για τη βελτίωση του ισολογισμού. Αυτοί οι τρεις παράγοντες οφείλονται για το θερμό ενδιαφέρον από διεθνείς παίκτες, ενώ η κάθε τράπεζα ακολούθησε τη δική της στρατηγική», σημείωσε χαρακτηριστικά, για να προσθέσει: «Στην Εθνική Τράπεζα αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε στρατηγική συνεργασία με έναν τέτοιο διεθνή παίκτη. Πιστεύουμε στην ανάπτυξη του τομέα αποδοχής καρτών και γι’ αυτό διατηρήσαμε ένα σημαντικό ποσοστό, προσδοκώντας σε μελλοντική αύξηση των εσόδων», εξήγησε για τη συνεργασία της ΕΤΕ με την EVO Payments.

Όσον αφορά στη μεγαλύτερη απειλή, η ίδια υπέδειξε τη διατάραξη του μοντέλου έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα, με την είσοδο ολοένα και περισσότερων παικτών που θα μπορούσαν να ασκήσουν πίεση στις τιμές.

«Ο τομέας της αποδοχής καρτών είναι μία παγκόσμια επιχείρηση, γρήγορα αναπτυσσόμενη. Και οι τέσσερις τράπεζες έχουν έναν συνέταιρο, ο καθένας από τους οποίους έχει μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση και από τις ‘4’ συνολικά. Είναι σαφές πως τα εγχώρια ιδρύματα είναι πολύ μικρά για να παίξουν μεγάλο ρόλο στο συγκεκριμένο παιχνίδι, επομένως οι συνέργειες ήταν αναμενόμενες», υπογράμμισε από την πλευρά του, ο κ. Πάσσας, προσθέτοντας πως η Alpha Bank, η οποία σύνηψε συνεργασία με τη Nexi, διατηρεί το δικαίωμα σε τέσσερα χρόνια από σήμερα να επιστρέψει και πάλι στο 50%.

Αναφορικά με την υπηρεσία BNPL (Buy Now Pay Later «Αγόρασε Τώρα Πλήρωσε Αργότερα»), οι εκπρόσωποι των συστημικών τραπεζών παραδέχθηκαν πως ήρθε να καλύψει το κενό που υπήρχε στην αγορά: από τη μία, οι καταναλωτές που δεν είχαν πιστωτική κάρτα και από την άλλη, οι έμποροι που δεν προσέφεραν τη συγκεκριμένη λειτουργία. «Παλιά υπήρχε ένα ρητό: ‘Μία πώληση ολοκληρώνεται όταν έχεις πληρωθεί από τον πελάτη’», σχολίασε ο κ. Πάσσας, τονίζοντας, ωστόσο, πως με τον τρόπο αυτό η αγορά επεκτείνεται περαιτέρω.

Την άποψη πως οι κάρτες είναι ένα προιόν που παρέχει δέσμευση με τον πελάτη εξέφρασε η κυρία Θεοφιλίδη. «Τους δίνει πρόσβαση σε χρήματα, ενώ τη χρησιμοποιούν και στην καθημερινή τους ζωή. Στον αντίποδα, το BNPL είναι μία βραχυπρόθεσμη διευκόλυνση», εξήγησε, σημειώνοντας, ωστόσο, πως οι δύο πρακτικές συνυπάρχουν για αρκετά χρόνια και μολονότι διαφορετικές, υπάρχει χώρος και για τις δύο. «Οι κάρτες έχουν αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου, πλέον οι ανέπαφες συναλλαγές κατέχουν μερίδιο πέριξ του 90% στην Ελλάδα, ενώ το επόμενο trend αφορά στις συναλλαγές μέσω έξυπνων συσκευών. Οι νέοι σε ηλικία χρήστες αναζητούν προσωποποιημένες και ευέλικτες υπηρεσίες και οι κάρτες προσφέρουν και τα δύο», ανέφερε χαρακτηριστικά.

Σύμφωνα με τα στελέχη των τραπεζών, ενώ στο παρελθόν το 25% των συναλλαγών λάμβανε χώρα στο κατάστημα, ένα 50% – 55% μέσω ATMs και ένα μικρότερο ποσοστό ψηφιακά, μετά την υγειονομική κρίση το ποσοστό στα καταστήματα έχει μειωθεί σε μόλις 3% με 4%, με τις ηλεκτρονικές συναλλαγές να καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μερίδιο. «Αυτό πρακτικά σημαίνει πως καταναλωτές που δεν είχαν χρησιμοποιήσει ποτέ το διαδίκτυο έπρεπε να μάθουν πώς να το κάνουν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ως συνέπεια υπήρξε αύξηση των περιστατικών απάτης. Υπήρξε μία αδυναμία στο σύστημα που οφειλόταν στην ελλιπή γνώση», τόνισε η κυρία Θεοφιλίδη, εξηγώντας, ωστόσο, πως το ποσοστό των περιστατικών απάτης για την ελληνική αγορά είναι εξαιρετικά μικρό, γύρω στο 0,1%. «Τα στατιστικά είναι σχετικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας άνθρωπος μπορεί να χάσει τις οικονομίες μιας ζωής. Το γ’ τρίμηνο, πάντως, τα νούμερα αναφορικά με περιστατικά απάτης μειώθηκαν κατά περίπου 60%», πρόσθεσε.

Υπέρ της εκπαίδευσης του κοινού, ώστε να κατανοήσουν περισσότερο το ηλεκτρονικό εμπόριο, αλλά και τον τρόπο, με τον οποίο μπορούν να κάνουν με ασφάλεια οποιαδήποτε συναλλαγή, τάχθηκε ο κ. Κουτεντάκης, υποστηρίζοντας πως οι συναλλαγές με κάρτες είναι μακράν ο πιο ασφαλής τρόπος.

Ερωτηθείς για τον ανταγωνισμό από τις εταιρείες fintech και την εφαρμογή της PSD2, ο κ. Γιαννακλής σχολίασε πως το επιχειρησιακό μοντέλο των νέων παικτών βασίζεται κυρίως στην εμπειρία του χρήστη, προσφέροντας καλές τιμές, αλλά χωρίς να παράγει έσοδα σε βιώσιμη βάση. «Παράλληλα, οι χρήστες εμφανίζονται απρόθυμοι να μοιραστούν τα οικονομικά τους δεδομένα με εταιρείες που δεν γνωρίζουν. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, το 50% των ερωτώμενων δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να μοιραστεί τα οικονομικά του δεδομένα, αλλά ένα 70% δήλωσε ότι δεν έχει πρόβλημα να το πράξει αυτό στα social media ή μέσω loyalty προγραμμάτων», ανέφερε, για να προσθέσει: «Ενώ ο ρυθμιστής της PSD2 έδωσε τη δυνατότητα σε νέους παίκτες να δραστηριοποιηθούν στην αγορά, κανένας δεν μπόρεσε να το πράξει με επιτυχία, ενώ ούτε και οι ίδιες οι τράπεζες μπόρεσαν να αξιοποιήσουν πλήρως το επίμαχο εργαλείο».

«Οι τράπεζες πρέπει να επανεφεύρουν τον εαυτό τους, όχι μόνο μέσω της ψηφιοποίησης προιόντων και υπηρεσιών, αλλά αλλάζοντας εν γένει τον τρόπο, με τον οποίο επιχειρούν», υπογράμμισε ο κ. Κουτεντάκης, αναφερόμενος στην BankTech, την ψηφιακή τράπεζα που έχει ήδη δρομολογήσει η Τράπεζα Πειραιώς. «Δημιουργούμε μία fintech, δηλαδή μία πλήρως ψηφιοποιημένη τράπεζα, με πλήρη τραπεζική άδεια, σε συνεργασία με την Natech, η οποία είναι μια ευρωπαϊκού επιπέδου εταιρεία που αναπτύσσει συστήματα για χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρώτης γραμμής επί σχεδόν 20 χρόνια. Η νέα ψηφιακή μας τράπεζα έχει την φιλοδοξία να ανταγωνιστεί τράπεζες και fintechs σε Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη», κατέληξε.