Αισιόδοξοι ότι η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός και η άνοδος των επιτοκίων δεν θα δημιουργήσουν νέα «κόκκινα» δάνεια παραμένουν τραπεζίτες και servicers. Και εκτιμούν ότι δάνεια ύψους 10-15 δισ. ευρώ  θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα, τα επόμενα 2-3 χρόνια.

Τουλάχιστον αυτό είπαν χθες στο συνέδριο του Economist, τονίζοντας πως «ανάχωμα» στη δημιουργία νέων προβληματικών δανείων αποτελούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, η επιδότηση του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, και ότι  οι τράπεζες έχουν απαλλαγεί από το παλαιό προβληματικό δανειακό χαρτοφυλάκιο τους και φυσικά το γεγονός ότι η χώρα καθίσταται πόλος έλξης ξένων επενδύσεων.

Οι εταιρείες διαχείρισης από το 2020 και μέχρι σήμερα έχουν ρυθμίσει δάνεια 15,8 δις ευρώ προσφέροντας βιώσιμες λύσεις που περιλαμβάνουν και «κούρεμα» οφειλής.

Από τις αρχές του 2020 έως σήμερα, οι εταιρείες διαχείρισης προχώρησαν σε ρυθμίσεις συνολικού ύψους άνω των 7,3 δισ ευρώ σε χαρτοφυλάκια που έχουν τιτλοποιηθεί ή μεταβιβαστεί, προσφέροντας σε δανειολήπτες βιώσιμες λύσεις για την εξυπηρέτηση του δανεισμού τους που στις περισσότερες περιπτώσεις περιλάμβαναν και άφεση χρέους, ανέφερε χαρακτηριστικά ο Τάσος Πανούσης, πρόεδρος των servicers και CEO της  doValue  και συμπλήρωσε πως:

Όσον αφορά τα δάνεια που παραμένουν εντός τραπεζικών χαρτοφυλακίων, οι εταιρίες διαχείρισης από το 2020 έως σήμερα ρύθμισαν 430.000 δάνεια ύψους άνω των 8,5 δισ τα οποία δεν έχουν μεταβιβαστεί σε τρίτους επενδυτές και συνεχίζουν να ανήκουν στα τραπεζικά ιδρύματα. Τα συγκεκριμένα δάνεια αναταξινομήθηκαν ως εξυπηρετούμενα και επανήλθαν στα υγιή τραπεζικά χαρτοφυλάκια.

Ο κ. Πανούσης αναφέρθηκε τόσο στην κρίση της πανδημίας αναφέροντας πως πίεσαν τις εισπράξεις των τιτλοποιήσεων.

«Η  πανδημία αποτέλεσε μια νέα, απρόβλεπτη πρόκληση, που δεν ήταν δυνατό να μην επηρεάσει την υλοποίηση των επιχειρηματικών πλάνων των τιτλοποιήσεων. Τα πλάνα που είχαν καταρτιστεί πριν από την εκδήλωσή της είναι φυσικό να παρουσιάζουν αποκλίσεις. Ωστόσο, δεν υπάρχει εκτροχιασμός. Αντίθετα, κι αυτό είναι ενδεικτικό της ποιότητας της δουλειάς των εταιρειών του κλάδου, τα business plan των τιτλοποιήσεων που έχουν συνεκτιμήσει τις επιπτώσεις της πανδημίας, όχι απλώς εκτελούνται, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπερνούν τους στόχους.

Είναι σημαντικό η δευτερογενής αγορά να λειτουργήσει ομαλά το επόμενο διάστημα, γιατί θα αποτελέσει το μηχανισμό μέσω του οποίου ενήμερα πλέον δάνεια ύψους 10-15 δις. θα μπορούσαν να επιστρέψουν στο τραπεζικό σύστημα, τα επόμενα 2-3 χρόνια».

Από την πλευρά του ο Γιώργος Γεωργακόπουλος, Managing Director Intrum Greece, μιλώντας στο συνέδριο του Economist ανέφερε μεταξύ των άλλων ότι η Intrum εμφανίζει  αυξημένες εισπράξεις που προέρχονται από ρυθμίσεις και όχι ρευστοποιήσεις.

Όπως είπε από  τα 55 δισ. ευρώ που διαχειρίζεται η Intrum τα 30 δις αφορούν επιχειρήσεις.

«Δέσμευσή μας ως όμιλος είναι η βιωσιμότητα και προσφέρουμε βιώσιμες λύσεις στις επιχειρήσεις προκειμένου να ορθοποδήσουν» διευκρινίζοντας ωστόσο πως  «οι επιχειρήσεις ζόμπι βλάπτουν την οικονομία και την ανάπτυξη».

Βρίσκουμε για τις επιχειρήσεις τα νέα κεφάλαια, την τεχνογνωσία και τις επενδύσεις που χρειάζονται, αξιοποιώντας και τους ευρωπαικούς πόρους όπως το ΕΣΠΑ. Ενώ έκανε αναφορά και στη συμφωνία για την πώληση του πακέτου των 70 ξενοδοχείων.

«Έχουμε την τεχνογνωσία μετά από την μακρά περίοδο οικονομικής κρίσης και παράλληλα και τα εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα οποία ενδεχομένως θα δημιουργηθούν από την αναταραχή στο οικονομικό περιβάλλον» σημείωσε ο κ. Γεωργακόπουλος και συμπλήρωσε πως:

Πάντως τόσο οι μακροοικονομικές εκτιμήσεις όσο κ οι εκτιμήσεις των πολιτών όπως καταγράφονται στα χαρτοφυλάκια μας, των πολλών δεκάδων εκατομμυρίων, δείχνουν αυτή τη στιγμή ότι δεν αναμένεται βαθιά κρίση. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στις αυξημένες εισπράξεις που έχουμε ως εταιρεία κ προέρχονται από ρυθμίσεις και όχι ρευστοποιήσεις.

Στους πέντε λόγους που αποτελούν το «ανάχωμα» στη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων αναφέρθηκε από το βήμα του Economist ο Θοδωρής Τζούρος, Ανώτερος Γενικός Διευθυντής, Επικεφαλής Corporate & Investment Banking της Τράπεζας Πειραιώς, τονίζοντας χαρακτηριστικά:

«Το 2023 δεν αναμένεται να δούμε αντιστροφή της τάσης μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια, παρά την άνοδο των επιτοκίων και την αύξηση του ενεργειακού κόστους».

Σύμφωνα με τον ίδιο οι πέντε λόγοι που δεν θα επιτρέψουν να ξεφύγει η κατάσταση είναι:

-Σήμερα τα στεγαστικά δάνεια αντιπροσωπεύουν το 17% του ΑΕΠ από 32% το 2008 και τα καταναλωτικά το 4% από 16% το 2008. Οι τράπεζες απαλλάχθηκαν μέσω των τιτλοποιήσεων από τα προβληματικά δάνεια, ενώ τα νοικοκυριά αλλά και οι επιχειρήσεις ήταν  απρόθυμες να προβούν στην άντληση νέου δανεισμού τα τελευταία έτη λόγω της υψηλής αβεβαιότητας.

-Οι ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν κατορθώσει να επιβιώσουν είναι εξαιρετικά ανθεκτικές, προσαρμοστικές και με υγιείς ισολογισμούς. Ακόμα και σε μικρομεσαίες εταιρείες παρατηρούμε επίπεδα καθαρού δανεισμού που δεν ξεπερνούν τις 3 με 4 φορές το EBITDA – που σημαίνει ότι τα δάνεια αυτά θα μπορούν να εξυπηρετηθούν, ακόμη και σε μια συρρίκνωση των περιθωρίων κερδοφορίας που αναπόφευκτα θα δούμε τους επόμενους μήνες λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους.

-Η ελληνική οικονομία αναμένεται να έχει άνοδο του ΑΕΠ άνω του 6% φέτος και 2-3% το 2023. Ο τουρισμός, η άνοδος των ξένων επενδύσεων, τα σημαντικά κονδύλια – της τάξης του 86 δισ. ευρώ – που αναμένονται από ευρωπαϊκά προγράμματα, αλλά και η μικρότερη εξάρτηση σε ενέργεια προερχόμενη από Ρωσία, αποτελούν τους βασικούς μοχλούς της ανάπτυξης.

-Η επιδοτηση του ενεργειακού κόστους σε νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις

-και τέλος οι  ελληνικές τράπεζες είναι πολύ καλύτερα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν άμεσα ένα δυνητικό κύμα ΝPLs και συνεργάζονται με servicers που διαθέτουν μεγάλη τεχνογνωσία, όπως η Intrum, η Cepal, η DoValue, ώστε σήμερα ακόμα και δάνεια με μερικές μέρες καθυστέρησης μεταφέρονται άμεσα στους διαχειριστές για επικοινωνία.

Διαβάστε επίσης

Τζούρος (Τρ. Πειραιώς): Τα κόκκινα δάνεια θα συνεχίσουν να μειώνονται

Γ. Γεωργακόπουλος (Intrum): Οι επιχειρήσεις που μπορούν να ορθοποδήσουν πρέπει να υποστηρίζονται και να αναπτύσσονται