Η, όπως πάντα, προσεκτική έκθεση για την ελληνική οικονομία που ετοιμάζει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, επισημαίνει τους τέσσερις βασικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η οικονομική μας πορεία: πληθωρισμό, επιτόκια, πόλεμο και εκλογές.
Αν ορθά θεωρήσουμε ότι το θέμα του πληθωρισμού συνδέεται άμεσα με τα επιτόκια έχουμε τρεις κινδύνους. Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι αν υπάρχει αντίδοτο που θα μπορούσαμε να υιοθετήσουμε προκειμένου, αν όχι να εξαλείψουμε, αλλά έστω να περιορίσουμε τους κινδύνους αυτούς;
Είναι σαφές ότι για τον πόλεμο δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Με την Ρωσία να αποτελεί πλέον έναν σχεδόν αστάθμιστο παράγοντα, ο πόλεμος κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε μία ανεξέλεγκτη σύγκρουση. Στον βαθμό, δε, όπου ως παράγων κινδύνου, ο πόλεμος, συνδέεται άμεσα και με τον πληθωρισμό, η αδυναμία ελέγχου των εξελίξεων καθίσταται ακόμη πιο εμφανής. Έτσι, οι λαοί θα εξαρτώνται από την αυτοσυγκράτηση και την σοφία των ταγών τους.
Προσεγγίζοντας τα πράγματα από την πλευρά της οικονομίας, το συμπέρασμα είναι περίπου αναπόφευκτο: ανίσχυροι θα παρακολουθούμε τις εξελίξεις και θα παρακαλούμε τα πενιχρά και σε μεγάλο βαθμό αντιφατικά μέτρα που διαθέτουμε να εμποδίσουν να τιναχτεί στον αέρα η παγκόσμια και μαζί της η δική μας οικονομία.
Η πλειονότητα των οικονομολόγων που σήμερα επηρεάζουν τους πολιτικούς δεν διστάζουν να παραδεχτούν ότι το κόστος ελέγχου του πληθωρισμού είναι η ύφεση. Δηλαδή, η σκόπιμη υποβάθμιση του επιπέδου ζωής ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού. Αν 300 χρόνια μετά τον Adam Smith, αυτή είναι η συνταγή που προτείνεται, αναρωτιέται κανείς πως ορισμένοι χαρακτηρίζουν τα οικονομικά ως επιστήμη. Θα πρέπει να είναι η μόνη που δεν έχει προοδεύσει μέσα σε τρεις αιώνες. Όχι αβάσιμα, πολλοί θα υποστήριζαν με τις θεωρίες περί την αποτελεσματικότητα των αγορών (efficient market hypothesis) και τις λογικές προσδοκίες rational expectations), τα οικονομικά ως εργαλείο χάραξης πολιτικής έχουν μάλλον οπισθοδρομήσει.
Οι οικονομολόγοι που σήμερα, με περίσσεια ευκολία και χωρίς κανένα πολιτικό-κοινωνικό κριτήριο, αυξάνουν τα επιτόκια καλά θα έκαναν να ανατρέξουν στα λόγια του Keynes: «Οι οικονομολόγοι οφείλουν να είναι ταπεινά, ικανά άτομα – όπως οι οδοντίατροι—που να φτιάχνουν πράγματα όταν χαλάνε και να επιφέρουν μετριοπαθή βελτίωση στη ζωή των ανθρώπων».
Μην μπορώντας να κάνουμε κάτι είτε για τον πληθωρισμό, είτε για τα επιτόκια, είτε για τον πόλεμο, το μόνο που απομένει είναι οι εκλογές. Η αποδυνάμωση τουλάχιστον αυτού του κινδύνου απαιτεί, όμως, εθνική ομοψυχία που ο πολιτικός μας κόσμος έχει πολύ σπάνια δείξει.
Το πρώτο βήμα θα ήταν να σταματήσουν οι κκ. Τσίπρας και Ανδρουλάκης να υποστηρίζουν ότι (α) για την κρίση φταίει η κυβέρνηση και, (β) έχουν στο χέρι τους έτοιμες αποτελεσματικές και ρεαλιστικές λύσεις.
Το δεύτερο να αναγνωρίσουν ότι η απλή αναλογική μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει την χώρα σε περιπέτειες αντίστοιχες με αυτές της περιόδου 1989-1991. Τότε, βέβαια, κάπως φτηνά την γλυτώσαμε, με ένα δάνειο 2 δισ. ευρώ από την Ε.Ε., ενώ στον εξωτερικό ορίζοντα δεν υπήρχαν η Τουρκία και οι εξοπλισμοί, η μετανάστευση και η κοινωνική αναταραχή, ο πόλεμος και η άνοδος των πολιτικών άκρων. Σήμερα, η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε ενέχει τους μεγαλύτερους εθνικούς κινδύνους από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο αφοπλισμός του κινδύνου των εκλογών, λοιπόν, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν όλα τα κόμματα συμφωνήσουν να αλλάξει ο εκλογικός νόμος ώστε να υπάρξει άμεσα ισχυρή κυβέρνηση.
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι πεπεισμένος πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πρώτο κόμμα. Η ενισχυμένη αναλογική και μάλιστα με 50 έδρες θα τον φέρει στην εξουσία – αν εκτιμά τα πράγματα ορθά. Να η ευκαιρία να αποδείξει ότι πιστεύει σ’ αυτά που λέει.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης προτιμά την απλή αναλογική γιατί θα βγάλει περισσότερες έδρες. Τι θα τις κάνει, όμως, αν η χώρα βρίσκεται σε πολιτικό αδιέξοδο; Μήπως τότε κινδυνεύσει ακόμη και η ενότητα του συνονθυλεύματος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, καθώς υπάρχουν στελέχη του που βάζουν το εθνικό συμφέρον πάνω από το κομματικό; Μήπως, τότε, ισχύσει για τον κ. Ανδρουλάκη η θυμοσοφία «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος»;
Ο Πρωθυπουργός βάζει τον θεσμό πάνω από το κομματικό και προσωπικό συμφέρον και έχει δηλώσει ότι ο εκλογικός νόμος δεν θα αλλάξει. Είναι σαφές, όμως, πως αν υπάρξει συμφωνία των τριών μεγάλων κομμάτων, τα μικρότερα δεν θα έχουν το ηθικό έρεισμα να διαφωνήσουν.
Στην πραγματικότητα, με την αλλαγή του εκλογικού νόμου, οι αβάσιμοι ισχυρισμοί, οι έωλες κατηγορίες, οι ακραίες εκφράσεις χάνουν την ισχύ τους και την απήχησή τους. Τα κόμματα θα πρέπει να πείσουν για την σοβαρότητα τους. Να αποδείξουν ότι πιστεύουν στα μεγάλα λόγια που εκστομίζουν και στις ανέξοδες και ανώδυνες λύσεις που υποστηρίζουν. Να αναδείξουν ότι βάζουν το εθνικό συμφέρον πάνω από το κομματικό και το κυνήγι της εξουσίας.
Στο σημείο αυτό σταματά η φαντασία μου.
Διαβάστε επίσης
Ένας νέος κόσμος με το τέλος της παγκοσμιοποίησης